ΠΗΓΗ: sophiasvivavoce.com
Ο καιρός, ένα σκυθρωπό πρόσωπο που με χαϊδεύει απαλά στα μάγουλα, καθώς το αεράκι με διαπερνά, σα να είμαι διάφανη. Μάζα άυλη, γεμάτη σταλαγματιές βροχής, δάκρυα ενός απώτερου θεού, κάποτε μου είπες. Και όταν εσύ με ακούμπησες απαλά στο χέρι, πάλι, το ίδιο ξεστόμισες.
Ένα μικρό, ορθογώνιο ποτήρι, κρυστάλλινο από το καλό σερβίτσιο που η γιαγιά τόσο αγαπά, γεμάτο, σκούρο και πικρό, με μια γλύκα στο τελείωμα, το κάψιμο της καθημερινότητας, ανοσία πλέον. Ουίσκι, μου είχες πει. Ουίσκι, σου απάντησα και εγώ και ήπιαμε μια γερή γουλιά, θαρρείς και ήταν η τελευταία στάλα νερού του κόσμου τούτου.
Τώρα, άδειο το ποτήρι, χύθηκε στο κατάμεσο της διαδρομής, αλλά εγώ το κρατάω σφιχτά στο χέρι μου, μη μου φύγεις, του λέω, έχω φύγει, μου απαντά και το κρατάω ακόμα πιο σφιχτά, ποιος άλλωστε δεν προσπάθησε να εμποδίσει το αναπόφευκτο;
Κλείνω τα μάτια και ο αέρας μαστιγώνει τα λυτά ξανθά μαλλιά, τα τραβάει ανελέητα, αλλά η μάζα άκαμπτη, το χέρι σταθερό σε θέση μάχης.
Ώρες ατελείωτες άντεξα να σε κρατώ, σου είπα. Και θα αντέξω κι άλλο, αρκεί να μη φύγεις. Μπορώ! Και εκεί ήταν που ο αέρας αγρίεψε και το χέρι έσφιξε και γέμισε με πορφυρό χρώμα, αφού ο ορθογώνιο κρύσταλλο είχε πλέον γίνει θρύψαλά.
Και εκεί μου ξαναμίλησες, εαυτέ μου, και μου θύμισες αυτό που μου έλεγες πάντα.
Ότι ρουλέτα παίζεται η ζωή.
Μέχρι κάποιος να πει το rien ne va plus.
Και εκεί να τα χάσεις όλα.
Σοφία-Ζωή Παράσχου
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου