Τι ξέρουμε για τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο; Αν και ήδη έχουν γραφεί και κυκλοφορήσει πολλά, ο ερευνητής ωστόσο δεν μπορεί παρά να υποκύψει και στην περίπτωση αυτή στον πειρασμό να αναφωνήσει: σχεδόν τίποτα. Ωστόσο, προκειμένου να αποφευχθεί η δραματοποίηση καταστάσεων, ας αρκεστεί κανείς στην επιγραμματική διατύπωση οξυδερκούς Νεοέλληνα, ο οποίος μάλιστα ούτε καν είναι επαγγελματίας ιστορικός: «Για τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο γνωρίζουμε αρκετά· για τον Α´, ελάχιστα».
Πράγματι, η σύρραξη που άρχισε το 1914 ουσιαστικώς δεν έχει λήξει ακόμη· η άλλη, των ετών 1939-1945, μπορεί να θεωρηθεί απλώς φάση της. Τούτο το κατανοεί κανείς αν αναλογιστεί όσα διαδραματίστηκαν και διαδραματίζονται επί των ημερών μας στα Βαλκάνια γενικώς και στο Κοσσυφοπέδιο ειδικότερα. Και βέβαια όλα αυτά συνδέονται με τα αίτια της γιγάντιας σύγκρουσης που άρχισε κατά τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας και συνεχίζεται με άλλα μέσα οπωσδήποτε ως τώρα.
Γιατί άρχισε η παγκόσμια σύρραξη; Σχετικώς υπάρχει το σπουδαίο έργο του Λένιν, Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, που εκδόθηκε το 1917. Σε αυτό επιχειρείται μια οικονομικού τύπου ανάλυση και ερμηνεία: Πίσω από τους φαινομενικούς φορείς της εξουσίας βρίσκονται οι τράπεζες· αυτές είχαν ήδη σωρεύσει τεράστια υπερκέρδη και αναζητούσαν ό,τι θα μπορούσε κανείς να ονομάσει «χώρους επένδυσης». Τέτοιοι «χώροι» ήταν τότε οι εκτάσεις που διατελούσαν υπό καθεστώς αποικιακό ή ημιαποικιακό, οι οποίες όμως είχαν από καιρό διανεμηθεί μεταξύ των ανεπτυγμένων / ιμπεριαλιστικών κρατών. Τα υπερκέρδη των τραπεζών όμως υπαγόρευαν νέα κατανομή των υπό αποικιακό καθεστώς χωρών κα γενικώς του κόσμου μας και απόρροια της απαίτησης αυτής υπήρξε σύγκρουση που κατέληξε στον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτή την ανάλυση του Λένιν, που παραμένει κλασική για τους ανά τον κόσμον οπαδούς του, μπορεί να θεωρηθεί και καρπός του περίφημου αφορισμού που αποδίδεται στον Καρλ Μαρξ: «Αλήθεια δεν είναι αυτό που ερμηνεύει, αλλά εκείνο που αλλάζει την πραγματικότητα» απλώς και όχι προσπάθεια καθολικής αντιμετώπισης της ροής των γεγονότων. Πράγματι, η λενινιστική ερμηνεία, όσο και αν εισέδυσε σε καταστάσεις τις οποίες πολύ λίγοι ως τότε είχαν αποπειραθεί να προσεγγίσουν, δεν τόνιζε ωστόσο παραμέτρους που η μετέπειτα εμπειρία απέδειξε αποφασιστικής σημασίας. Και βέβαια η σπουδαιότερη από τις παραμέτρους αυτές ήταν τα συμβάντα στη «δική μας γειτονιά», δηλαδή τα Βαλκάνια...
...Οπως διαμορφώθηκαν το 1912, μετά τις νίκες των χριστιανικών κρατών της Χερσονήσου του Αίμου κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο: Είναι σαφές ότι εκείνος ο «μικρός πόλεμος» υπήρξε έκπληξη για τη διεθνή κοινή γνώμη· και τούτο διότι οι μεν Βούλγαροι, τους οποίους σχεδόν οι πάντες θεωρούσαν «φαβορί» της σύρραξης, καθηλώθηκαν στην Αδριανούπολη ενώ οι Ελληνες και οι Σέρβοι, στους οποίους δεν δινόταν και μεγάλη σημασία, πήραν οι μεν πρώτοι τη Θεσσαλονίκη και οι δεύτεροι το Κοσσυφοπέδιο. Ολα αυτά δημιούργησαν νέα πραγματικότητα, οι επιπτώσεις της οποίας δεν άργησαν να φανούν.
Σε ποιους, πράγματι, θα δινόταν το Κοσσυφοπέδιο; Στους Σέρβους που το είχαν ελευθερώσει από τους Τούρκους και το θεωρούσαν ιστορική τους κοιτίδα ή στους Αλβανούς που το κατοικούσαν; Το ζήτημα γινόταν οξύτερο από το γεγονός ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, για λόγους που δεν χρειάζεται να αναλυθούν εδώ, παραδόξως συμφωνούσαν σε ένα και μόνο σημείο: έπρεπε να δημιουργηθεί αλβανικό κράτος. Τελικά, ως γνωστόν, το Κοσσυφοπέδιο δόθηκε στη Σερβία και για ιστορικούς λόγους, μα και εξαιτίας της ρωσικής υποστήριξης προς το Βελιγράδι.
Αυτό σήμαινε δυναμική επανεμφάνιση της Ρωσίας στη Χερσόνησο του Αίμου, χώρο στον οποίο από αιώνες προσπαθούσε το μεγάλο ορθόδοξο κράτος του Βορρά να απλώσει την επιρροή του. Η πρώτη ουσιώδης σχετική προσπάθεια μπορεί να θεωρηθεί η εξέγερση του 1770 στην Πελοπόννησο εξέγερση που έμεινε γνωστή με τον όνομα Ορλωφικά· τελική φάση, εμμέσως βέβαια, ήταν η ενσωμάτωση του Κοσσυφοπεδίου στη Σερβία. Τούτο όμως δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορη την Αυστροουγγαρία, η οποία και αυτή επιχειρούσε να απλωθεί στα Βαλκάνια, και μάλιστα είχε σαφέστατα θέσει τον δικό της αντικειμενικό σκοπό: τη Θεσσαλονίκη.
Εδώ λοιπόν, κοντά σε εμάς, στέκονταν απειλητικώς αντιμέτωποι οι δύο δικέφαλοι αετοί, εκείνος των Ρομανώφ και ο άλλος των Αψβούργων. Το ζήτημα δεν ήταν μόνο οικονομικό, όπως πιστεύουν παντού και πάντοτε οι κατά τον Σωκράτη πολλοί, ούτε θέμα σύγκρουσης δύο ιμπεριαλισμών, κατά τη λενινιστική αντίληψη. Το θέμα ήταν βαθύτερο, ιστορικό. Ο δικέφαλος των Ρομανώφ, πράγματι, ξεκινούσε από τη Νέα Ρώμη, δηλαδή την Κωνσταντινούπολη του ελληνικού Μεσαίωνα· ο άλλος των Αψβούργων, από την «παλιά» Ρώμη, την ιταλική, εκείνη όπου τα Χριστούγεννα του 800 ο Πάπας είχε στέψει τον Καρλομάγνο αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Ποια από τις δύο κληρονομιές ήταν η «νόμιμη»; Σε ποιον «κληρονόμο» θα περιέρχονταν τα Βαλκάνια, μια από τις στρατηγικώς σπουδαιότερες περιοχές της ευρωπαϊκής ηπείρου;
Θεωρητικώς το ζήτημα μπορούσε να διευθετηθεί μέσω χρονικώς και τοπικώς περιορισμένης σύγκρουσης της Ρωσίας με την Αυστροουγγαρία. Γιατί όμως η σύγκρουση αυτή εξελίχθηκε σε παγκόσμια; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη: επειδή η Γερμανία συμπαρατάχθηκε με την Αυστροουγγαρία. Τούτο εκ των υστέρων κρίνεται λάθος. Αλλά βέβαια το γιατί έγινε το λάθος αυτό...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου