Ο κ. Κωνσταντίνος Κ. Μητσοτάκης γεννήθηκε στα Χανιά στις 18 Οκτωβρίου 1918.
Ήταν ο δευτερότοκος γιος του δημοσιογράφου και πολιτικού Κυριάκου Μητσοτάκη (1883-1944) και της Σταυρούλας Πλουμιδάκη, γόνου πολιτικής οικογένειας των Χανίων, ανιψιάς του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στα Χανιά, όπου ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές τον Ιούνιο του 1935 από το Πρακτικό Λύκειο της πόλης.
Στη συνέχεια σπούδασε Νομικά, Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε τις παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940.
Με τον θείο του Ελευθέριο Βενιζέλο στο πατρικό του σπίτι της Χαλέπας το 1925
Αμέσως μετά την απελευθέρωση, δραστηριοποιήθηκε στην πολιτική και επανεξέδωσε την εφημερίδα τού Ελευθερίου Βενιζέλου «Κήρυξ» Χανίων. Σε ηλικία 28 ετών εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Χανίων με το Κόμμα των Φιλελευθέρων το 1946 και επανεξελέγη με τη σημαία του ίδιου κόμματος από το 1950 έως το 1958.
Το 1951 έγινε υφυπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου (1 Φεβρουαρίου – 27 Οκτωβρίου), ενώ εκτελούσε και καθήκοντα υπουργού Οικονομικών και Δημοσίων Έργων (12 Σεπτεμβρίου – 27 Οκτωβρίου). Μετά τη νίκη του Ελληνικού Συναγερμού του Αλεξάνδρου Παπάγου το 1952, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αναδείχθηκε από τους σημαντικότερους και μαχητικότερους κοινοβουλευτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης.
Ο Κ. Μητσοτάκης με τη σύζυγό του Μαρίκα
Τον επόμενο χρόνο (6 Ιουνίου1953) νυμφεύθηκε τη Μαρίκα Γιαννούκου (1930 – 2012), κόρη πλούσιας οικογένειας των Αθηνών, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά: τη Θεοδώρα (Ντόρα) (γ. 1954), την Αλεξάνδρα (γ. 1955), την Αικατερίνη (γ.1959), και τον Κυριάκο (γ. 1968).
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συμμετείχε ενεργά στις διεργασίες για την ίδρυση νέας πολιτικής κίνησης στο χώρο του κέντρου. Το 1961 συνέβαλε αποφασιστικά στη συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου κι έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στις εσωκομματικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις του κόμματος. Υπήρξε στενός συνεργάτης και υποστηρικτής του Γεωργίου Παπανδρέου, ιδιαίτερα στις συγκρούσεις του τελευταίου με τον Σοφοκλή Βενιζέλο.
Την περίοδο 1961 – 1963, μετά τις εκλογές της βίας και της νοθείας, υποστήριξε μαχητικά τις θέσεις της ΕΚ εναντίον της ΕΡΕ και της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Δόβα, στο πλαίσιο του «ανένδοτου αγώνα». Μετά το θάνατο του Γεωργίου Καρτάλη το 1957, υπήρξε ο πολιτικός που στήριξε και προώθησε η δημοκρατική εφημερίδα «Ελευθερία» του στενού φίλου του Πάνου Κόκκα.
Το 1963, μετά τη νίκη της ΕΚ, ανέλαβε το Υπουργείο Οικονομικών (8 Νοεμβρίου – 21 Δεκεμβρίου), το οποίο διατήρησε και στη νέα κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου το 1964 (19 Φεβρουαρίου 1964 – 15 Ιουλίου 1965). Τον Ιούλιο του 1965 διαφώνησε με το Γεώργιο Παπανδρέου για τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης στις σχέσεις πρωθυπουργού – βασιλιά («Ιουλιανά») και πρωταγωνίστησε στο σχηματισμό των βασιλικών κυβερνήσεων 1965 – 1966 (κυβερνήσεις της Αποστασίας).
Στις κυβερνήσεις του Γεωργίου Αθανασιάδη – Νόβα (15 Ιουλίου – 20 Αυγούστου 1965) και Στέφανου Στεφανόπουλου (17 Σεπτεμβρίου 1965 – 22 Δεκεμβρίου 1966) συμμετείχε ως Υπουργός Συντονισμού.
Στην κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου με τον Στέφανο Στεφανόπουλο
Για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη η περίοδος των «Ιουλιανών» θα αποτελέσει μόνιμη πηγή επιθέσεων από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι όχι μόνο δεν θέλησε να ανατρέψει τον Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά αντίθετα προσπάθησε ως την τελευταία στιγμή να τον αποτρέψει από τη σύγκρουση με τον βασιλιά και την παραίτηση.
Μία σύγκρουση που κινδύνευε να φέρει αντιμέτωπη την κυβέρνηση με τις Ένοπλες Δυνάμεις, τις οποίες έλεγχε απόλυτα ο βασιλιάς με ευθύνη και του Γεωργίου Παπανδρέου, όπως έχει δηλώσει. Από την ώρα, όμως, της παραίτησης Παπανδρέου, ο Μητσοτάκης στήριξε τις κυβερνήσεις των «Αποστατών», σε μία προσπάθεια εκτόνωσης της κατάστασης. «Ήταν μια δύσκολη πολιτική απόφαση, με προβλεπόμενο μεγάλο προσωπικό κόστος. Έκανα, όμως, εκείνο που μου υπαγόρευε η συνείδησή μου».
Μετά την επιβολή της δικτατορίας (21 Απριλίου 1967), ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συνελήφθη μαζί με τους άλλους πολιτικούς, για να αφεθεί, αργότερα, ελεύθερος με τη γενική αμνηστία και να φύγει στο εξωτερικό. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1973, μετά την άρση του στρατιωτικού νόμου, συνελήφθη και πάλι, από τη χούντα του Ιωαννίδη, και αποφυλακίστηκε με τη μεταπολίτευση.
Στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές του 1974 κατέβηκε ως ανεξάρτητος στο Νομό Χανίων και δεν εξελέγη, παρά τον σημαντικό αριθμό ψήφων που έλαβε, λόγω του ισχύοντος εκλογικού νόμου. Το 1977 ίδρυσε το Κόμμα των Νεοφιλελευθέρων, με το οποίο εξελέγη βουλευτής Χανίων στις εκλογές του 1977.
Με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή
Μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία (18 Οκτωβρίου 1981), διετέλεσε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας έως την 1η Σεπτεμβρίου 1984, οπότε εξελέγη πρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπερισχύοντας του Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου.
Λόγω του αρνητικού αποτελέσματος στις εκλογές του Ιουνίου του 1985, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ζητά την ανανέωση της εμπιστοσύνης από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας στις 24 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Πέντε μέρες αργότερα επανεκλέγεται στην ηγεσία του κόμματος. Ο Κωστής Στεφανόπουλος διαφωνεί με τη διαδικασία και αποχωρεί από το κόμμα για να ιδρύσει τη ΔΗΑΝΑ, το κόμμα της Δημοκρατικής Ανανέωσης.
Στις εκλογές του 1989, η Ν.Δ. δεν κατέστη δυνατό να εξασφαλίσει την αυτοδυναμία, λόγω του εκλογικού συστήματος. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διαπραγματεύεται με την ηγεσία του Συνασπισμού της Αριστεράς τον σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Τζανή Τζανετάκη, με πρωταρχικό στόχο την «κάθαρση», δηλαδή τη μη παραγραφή των σκανδάλων που έγιναν την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ (κατ’ άλλους «Βρώμικο ’89»).
Κυβέρνηση Μητσοτάκη
Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1989, στις οποίες η ΝΔ και πάλι δεν εξασφάλισε κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υποστήριξε οικουμενική κυβέρνησημε πρωθυπουργό των Ξενοφώντα Ζολώτα. Τον Απρίλιο του 1990 η Νέα Δημοκρατία πέτυχε την πολυπόθητη αυτοδυναμία με τη συνδρομή του ενός βουλευτή της ΔΗΑΝΑ και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 11 Απριλίου 1990, σε ηλικία 72 ετών.
Η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία μετριοπαθής προσπάθεια εφαρμογής μιας φιλελεύθερης πολιτικής, σε μια εποχή που ο κομμουνισμός γκρεμιζόταν και ο φιλευθερισμός άρχισε να γίνεται το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα. Η επίδοσή της πιθανόν θα ήταν πιο επιτυχής, εάν δεν είχε να αντιμετωπίσει σοβαρές εσωτερικές αντιθέσεις και διαφωνίες («Καραμανλικοί», Αντώνης Σαμαράς), οι οποίες συνέβαλαν τελικά στην πτώση της, όταν απέσυρε την υποστήριξή του από την κυβέρνηση ο βουλευτής Κιλκίς, Γιώργος Σιμπιλίδης.
Η κυβέρνηση έχασε τη δεδηλωμένη και προκήρυξε εκλογές για τις 10 Οκτωβρίου 1993, τις οποίες έχασε από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.
Τέσσερις ημέρες αργότερα, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματος και έκτοτε παρέμεινε βουλευτής (και επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ) έως τις 11 Φεβρουαρίου 2004, οπότε αποχώρησε από την ενεργό πολιτική, ύστερα από παρουσία 58 χρόνων.
Η πολιτική αντίληψη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μπορεί να συνοψιστεί στο τρίπτυχο: Σεβασμός στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, εμπιστοσύνη στην ατομική πρωτοβουλία, σταθερός προσανατολισμός προς την Ευρώπη και συμμετοχή στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Προσπάθησε να την εκφράσει έμπρακτα, τόσο από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, όσο και ως πρωθυπουργός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου