Γερμανός πολιτικός, πρωσικής καταγωγής, από τις σημαντικότερες πολιτικές φυσιογνωμίες του 19ου αιώνα.
Έμελλε να γίνει ο δημιουργός και πρώτος καγκελάριος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας (Β’ Ράιχ). Αν και συντηρητικών αντιλήψεων, υπήρξε ο πρώτος ευρωπαίος πολιτικός που εισήγαγε γενικό σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων, το οποίο αργότερα κατέστη υπόδειγμα για όλα τα κράτη της Ευρώπης. Δική του είναι η περίφημη φράση ''Πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού'' - ''Die Politik ist die Kunst des Möglichen'' και ''Καθηγητές τρεις, εχάθη η πατρίς!'' - ''Drei Professoren, Vaterland verloren''.
Ο Ότο φον Μπίσμαρκ (Otto von Bismarck) γεννήθηκε στο Σενχάουζεν της Σαξωνίας την 1η Απριλίου 1815. Ο πατέρας του, ανήκε στην αριστοκρατική τάξη των γιούνκερ (ευπατρίδης γαιοκτήμονας στην Πρωσία) και η μητέρα του ήταν θυγατέρα ενός ανώτατου δημοσίου υπαλλήλου.
Σπούδασε Νομικά στα Πανεπιστήμια Γκέτιγκεν και Βερολίνου. Ύστερα από μία σύντομη θητεία ως δικαστικός υπάλληλος στο Άαχεν, επέστρεψε για 8 χρόνια στα κτήματα της οικογένειας. Δεν άργησε να αποκτήσει τη φήμη του καρδιοκατακτητή, του γερού πότη και του δεινού ιππέα. Το 1847 παντρεύτηκε και τον ίδιο χρόνο εξελέγη μέλος της πρωσικής Βουλής. Ανήκε στη συντηρητική πτέρυγα του κοινοβουλίου και διακρινόταν για τη ρητορική του δεινότητα. Στην αρχή ήταν αντίθετος με τη γερμανική ενοποίηση, αλλά σταδιακά άρχισε να αποδέχεται την ιδέα ενός ενωμένου γερμανικού έθνους υπό την ηγεμονία της Πρωσίας.
Στις 1862 διορίστηκε πρωθυπουργός της Πρωσίας από τον νέο αυτοκράτορα Γουλιέλμο Α’. Ήδη από τον πρώτο του λόγο στη Βουλή διαφάνηκε το πρώτο δείγμα της πολιτικής του σκέψης: «Τα μεγάλα ζητήματα του παρόντος δεν είναι δυνατό να λυθούν με λόγους και ψηφοφορίες αλλά με αίμα και σίδερο». Εξαιρετικά ευφυής, καιροσκόπος και πανούργος, με επιβλητικό παράστημα και πληθωρικές συνήθειες («έτρωγε με το ένα χέρι κεράσια και με το άλλο γαρίδες, και μετά παραπονιόταν ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί», θα πει γι’ αυτόν αργότερα ο πρωθυπουργός της Μεγ. Βρετανίας, Μπ. Ντισραέλι) πήρε τη μοίρα της Γερμανίας στα χέρια του.
Έπειτα από μία σύντομη εκεχειρία και κατακτήσεις σε βάρος της Δανίας, Πρωσία και Αυστρία αποφάσισαν ότι είχε η έρθει ώρα για «αίμα και σίδερο». Ο «Πόλεμος των Επτά Εβδομάδων» ή Αυστρο-Πρωσικός Πόλεμος, στον οποίο έλαβε μέρος ως εθελοντής νοσοκόμος και ο Πρώσος Φρ. Νίτσε, έληξε με ήττα των Αυστριακών. Ο Μπίσμαρκ πέτυχε τη διάλυση της Γερμανικής Ομοσπονδίας, απομακρύνοντας μια για πάντα τον μοναδικό υπολογίσιμο εσωτερικό εχθρό, την Αυστρία.
Έπεισε, όμως, τον Γουλιέλμο Α' να αρκεστεί σε μετριοπαθείς όρους ειρήνης, γνωρίζοντας ότι «θα χρειαστούμε την ισχύ της στο μέλλον προς το συμφέρον μας». Η Αυστρία συμφώνησε να αναγνωρίσει «μια νέα μορφή Γερμανίας, χωρίς τη συμμετοχή της Αυστριακής Αυτοκρατορίας» και δημιούργησε μία δυαδική μοναρχία με την Ουγγαρία (Αυστρο-Ουγγαρία).
Για τον Μπίσμαρκ, όμως, υπήρχαν εκκρεμότητες. Τα νότια γερμανικά κράτη της Βαυαρίας, της Βάδης και της Βυρτεμβέργης εξακολουθούσαν να εναντιώνονται στην ενοποίησή τους με την Πρωσία και τα λοιπά βόρεια κράτη. Ένας κοινός εχθρός θα του έδινε λύση στο πρόβλημα. Το 1870 ενορχήστρωσε και κέρδισε τον τον Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο. Το 1871 επέβαλε στη Γαλλία πολεμική αποζημίωση 5.000.000.000 φράγκων, μαζί με την απώλεια της Αλσατίας και της Λωρραίνης (Συνθήκη της Φραγκφούρτης).
Ο Μπίσμαρκ ήταν πλέον έτοιμος να δημιουργήσει τη νέα Γερμανική Αυτοκρατορία. Καθώς, όμως, δεν είχε ακόμη τη συγκατάθεση ολόκληρου του γερμανικού έθνους, προέβη πρώτα σε πλείστα παρασκηνιακά μαγειρέματα (π.χ. εξαγόρασε τον βασιλιά της Βαυαρίας με μεγάλα ποσά από μυστικά κονδύλια που διέθετε).
Η ανακήρυξη της νέας Γερμανικής Αυτοκρατορίας πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα των Κατόπτρων των Βερσαλλιών, στις 18 Ιανουαρίου 1871. Αυτοκράτορας στέφθηκε ο Γουλιέλμος Α', ο Μπίσμαρκ όμως ήταν ο αδιαφιλονίκητος ήρωας του γερμανικού λαού. Ο ίδιος θεωρούσε την Αυτοκρατορία δημιούργημά του και αντιμετώπιζε κάθε αντίπαλό της ως άσπονδο εχθρό του.
Toν Μαρτίου του 1871 τιμήθηκε με τον τίτλο του πρίγκιπα και διορίστηκε καγκελάριος του Β' Ράιχ. Ως προς την εσωτερική του πολιτική, υπήρξε ο πρώτος Ευρωπαίος πολιτικός που εισήγαγε γενικό σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων, το οποίο παρείχε στους εργάτες κάλυψη για τις περιπτώσεις ατυχημάτων, ασθενείας και γήρατος. Αυτός ο «σοσιαλισμός» του Μπίσμαρκ, που αργότερα κατέστη υπόδειγμα για όλα τα κράτη της Ευρώπης.
Ως το 1890, οπότε εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, ήταν ένας από τους δεινότερους πηδαλιούχους, όχι μόνο της Γερμανίας, αλλά ολόκληρης της Ευρώπης, κρατώντας τις ισορροπίες μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και διασφαλίζοντας την ειρήνη για 26 ολόκληρα χρόνια, μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878). Το 1890 παραιτήθηκε από την καγκελαρία εξαιτίας των ριζικών διαφορών του με τον νέο αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β', που έδειχνε διαθέσεις...ανεξαρτησίας.
Ο Σιδηρούς Καγκελάριος, όπως επονομάσθηκε, αποσύρθηκε στο κτήμα του στο Φρίντριχσρου της Βόρειας Γερμανίας και αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη σύνταξη των «Σκέψεων και Αναμνήσεών» του («Gedanken und Erinnerungen»), έργου αδιαμφισβήτητης λογοτεχνικής αξίας, αλλά μάλλον αμφισβητήσιμου ως ιστορικής πηγής.
Ο Ότο φον Μπίσμαρκ, πέθανε στο Φρίντριχσρου στις 30 Ιουλίου 1898, σε ηλικία 83 ετών. Η διαμάχη του με τον Γουλιέλμο Β' συνεχίστηκε και μετά θάνατον, αφού η επιγραφή που είχε συντάξει για την επιτύμβια πλάκα του έχει ως εξής: «Αληθινός Γερμανός, θεράπων του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Α'».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου