του Τάσου Χατζηβασιλείου
Το ερώτημα "Ποια Τουρκία;" κυριαρχούσε στις συζητήσεις αναφορικά με τη γείτονα χώρα επί δεκαετίες, μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα. Ετίθετο για να διευκρινιστεί σε ποιο τμήμα της τουρκικής κοινωνίας αναφερόταν η εκάστοτε ανάλυση: είτε στο λεγόμενο "βαθύ κράτος" –τον φύσει θεματοφύλακα της κεμαλικής παράδοσης– είτε στην υπόλοιπη κοινωνία που είχε ανατραφεί για να υπηρετεί το τουρκικό εθνικό συμφέρον, όπως το προσδιόριζε κάθε φορά η προαναφερθείσα κεμαλική ελίτ.
Κατά τα τελευταία χρόνια, και κυρίως μετά τη στροφή του κυβερνώντος ΑΚΡ σε πιο αυταρχικές μεθόδους διακυβέρνησης, οι κοινωνικοί συσχετισμοί στην Τουρκία άλλαξαν. Οι δύο "κατηγορίες" έγιναν τρεις, με τους παράγοντες διαχωρισμού να είναι πλέον διαφορετικοί.
Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τους υποστηρικτές του ΑΚΡ και του Προέδρου Ερντογάν. Είναι τα εκατομμύρια των πολιτών που από πολύ φτωχοί έγιναν απλώς μικρομεσαίοι, χάρη στη ραγδαία ανάπτυξη της οικονομίας την περίοδο 2002-2010. Είναι όσοι δηλώνουν υπερήφανοι με τα μεγάλα έργα υποδομής που τονώνουν την εθνική υπερηφάνεια του λαού, αλλά ταυτόχρονα αδιαφορούν για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Με άλλα λόγια, η μικρή αύξηση στο εισόδημα και η ισλαμική ευσέβεια είναι αρκετά για να αισθανθούν ευτυχισμένοι. Σ’ αυτό το γκρουπ εντάχθηκαν προσφάτως και οι εθνικιστές "γκρίζοι λύκοι" του MHP, λόγω της πολιτικής συμφωνίας με την κυβέρνηση για στήριξη της μετατροπής του πολιτεύματος σε προεδρικό, με "αντάλλαγμα" την πολιτική επιβίωση του κόμματος του Ντεβλέτ Μπαχτσελί.
Βέβαια, κανείς δεν φανταζόταν πριν από λίγα χρόνια ότι θα μπορούσε να λάβει χώρα αυτή η συνεργασία, δεδομένης της μεγάλης απόστασης που παραδοσιακά χώριζε τους εθνικιστές από τους μετριοπαθείς ισλαμιστές.
Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει τους οπαδούς του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, με κυρίαρχο παίχτη το κεμαλικό κόμμα CHP. Στη συγκεκριμένη κατηγορία ανήκουν ακόμα και οι μέχρι πρότινος απολιτίκ Τούρκοι που μπορεί να αδιαφορούσαν για το δημόσιο βίο και να απείχαν συστηματικά από τις εκλογικές αναμετρήσεις, όμως πλέον δυσφορούν με τη συντηρητική στροφή της κυβέρνησης.
Στην τελευταία ομάδα, εντοπίζονται οι Κούρδοι και οι μουσουλμανικές θρησκευτικές μειονότητες που επί κυβερνήσεων ΑΚΡ είδαν τελικά τα δικαιώματά τους να καταπατώνται. Όργανο έκφρασής τους παραμένει το κουρδικό κόμμα ΗDP, του οποίου η ηγεσία βρίσκεται στη φυλακή εδώ και μήνες.
Ενώ το ΑΚΡ ξεκίνησε ως φορέας εξευρωπαϊσμού και εκδυτικισμού της τουρκικής κοινωνίας, διεκδικώντας για το Ισλάμ το ρόλο του εκσυγχρονιστικού παράγοντα, τα πράγματα άλλαξαν άρδην από το 2015. Πλέον, η κατάσταση στη χώρα είναι περισσότερο έκρυθμη από ποτέ, καθώς η βία κλιμακώνεται και η ανασφάλεια επιτείνεται.
Οι "λευκοί Τούρκοι" που διαχειρίζονταν την εξουσία για 80 χρόνια, έχουν χάσει την ισχύ τους και τώρα κοντεύουν να χάσουν ακόμα και τον καθημερινό τρόπο ζωής τους. Η σημερινή πολιτική του ΑΚΡ που καταδικάζει από το δυτικό lifestyle μέχρι τον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς, απορρίπτει τα μοντέρνα εστιατόρια και κέντρα διασκέδασης και επιτρέπει πλέον τη χρήση μαντίλας ακόμα και στο στρατό (σ.σ. το τελευταίο προπύργιο του λαϊκού κεμαλικού κράτους), προκαλεί τρόμο σε εκατομμύρια δυτικόστροφους Τούρκους που έχουν φοιτήσει σε μεγάλα πανεπιστήμια της Τουρκίας ή του εξωτερικού και έχουν διανύσει επιτυχημένη επαγγελματική πορεία.
Επιπλέον, οι χιλιάδες φυλακίσεις, οι απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων που κατηγορούνται για συμμετοχή στο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016, οι διώξεις δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών και επιχειρηματιών με όχημα τον "ανένδοτο" αγώνα κατά της τρομοκρατίας, καθιστά εκατομμύρια πολίτες ανασφαλείς. Και επειδή αυτή τη στιγμή οι τελευταίοι δεν έχουν τη δυνατότητα μαζικής και συντονισμένης αντίδρασης, προσπαθούν να βρουν ευκαιρία να μεταναστεύσουν, τουλάχιστον για όσο διαρκεί η "κατάσταση έκτακτης ανάγκης", δηλαδή η παντοκρατορία του Ταγίπ Ερντογάν.
Αυτή η τριχοτομημένη κοινωνία βλέπει την κυβέρνησή της να ανεβάζει στροφές στο Αιγαίο και να προκαλεί καθημερινά την Αθήνα.
Αν διαβάσει κανείς κείμενα ψύχραιμων και έγκριτων αναλυτών της γείτονος, θα καταλάβει ότι οι σοβαροί Τούρκοι δεν επικροτούν τις κινήσεις της κυβέρνησης. Μόνο που η συγκεκριμένη κυβέρνηση αδιαφορεί πλήρως για την άποψή τους. Αδιαφορεί για την ανησυχία και την ανασφάλεια που προκαλείται στη 2η και την 3η ομάδα πολιτών και επικεντρώνεται αποκλειστικά στο target group της, δηλαδή στην 1η κατηγορία, τους φίλους και υποστηρικτές της. Άλλωστε, εκείνοι θα της δώσουν την αναμενόμενη νίκη στο δημοψήφισμα για την τουρκική μεταπολίτευση (sic) και, παράλληλα, θα προσφέρουν την κοινωνική νομιμοποίηση στη νέα πολιτειακή πραγματικότητα.
Στο μεταξύ, η έντονη προκλητικότητα της Άγκυρας εξυπηρετεί στόχους εσωτερικής κατανάλωσης. Αφ’ ενός, τονώνει το εθνικό αίσθημα των Τούρκων που βλέπουν το στρατό τους να έχει κολλήσει στο συριακό μέτωπο, αδυνατώντας να προελάσει περαιτέρω σε βάρος των τζιχαντιστών. Η κινητικότητα στο Αιγαίο ανανεώνει την αφοσίωση του έθνους στις "ετοιμοπόλεμες και ικανές ένοπλες δυνάμεις" που τελευταία έχουν χάσει λίγη από την αίγλη τους λόγω "χαμηλών" επιδόσεων στη μεθόριο Τουρκίας – Συρίας. Η εθνική ανάταση που προσφέρουν οι σκηνοθετημένες – και μη - βόλτες στις βραχονησίδες είναι επίσης απαραίτητη εν όψει δημοψηφίσματος.
Αφ’ ετέρου, ο Ερντογάν έχει ανάγκη να αποδείξει ότι οι ένοπλες δυνάμεις δεν απειλούν πια τη δημοκρατικότητα της Τουρκίας, η οποία επί του παρόντος ταυτίζεται με την εξουσία του.
Μετά τα γεγονότα του πραξικοπήματος, ο στρατός φάνηκε να ρέπει προς τον "γκιουλενισμό" και την οργάνωση Χιζμέτ του αυτοεξόριστου ιμάμη. Ταυτόχρονα, ένα σημαντικό τμήμα του, φάνηκε ότι απέσυρε τη στήριξη από το ΑΚΡ εξαιτίας της απότομης μεταστροφής της κυβερνητικής πολιτικής στη Συρία. Έτσι, οι οργανωμένες προκλήσεις σε βάρος της Ελλάδας στέλνουν μήνυμα ότι το στράτευμα είναι πλήρως αφοσιωμένο στον Τούρκο Πρόεδρο και ότι δεν υπάρχει πια πιθανότητα να επιχειρήσει εκ νέου την ανατροπή της κυβέρνησης.
Εκείνο που χρήζει προσοχής, είναι η επιλογή της Άγκυρας να εφαρμόσει τακτική παρατεταμένης ψυχολογικής πίεσης στο Αιγαίο. Η στρατηγική των διαδοχικών προκλήσεων διαφορετικής κλίμακας και σε διαφορετικές περιοχές του Αιγαίου δείχνει ότι η Τουρκία δοκιμάζει τις ελληνικές αντοχές και, κυρίως, τα ελληνικά αντανακλαστικά. Ο σχεδιασμός θυμίζει απολύτως τις μεθόδους που κυριάρχησαν στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Δυστυχώς, το επεισόδιο με τους "8" και η νέα περιπέτεια με τους δύο Τούρκους κομάντος στην Ορεστιάδα επιβαρύνει το κλίμα στα ελληνοτουρκικά και ρίχνει βαριά σκιά στις διμερείς σχέσεις. Σε κάθε περίπτωση, η ψυχραιμία και η ετοιμότητα για κάθε ενδεχόμενο πρέπει να είναι τα κύρια μελήματα της ελληνικής πλευράς. Η κλιμάκωση αναμένεται να ενταθεί σίγουρα μέχρι τη διεξαγωγή του τουρκικού δημοψηφίσματος, με όλους τους σχετικούς κινδύνους.
* O κ. Τάσος Χατζηβασιλείου είναι Πολιτικός Επιστήμονας – Τουρκολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου