ΠΗΓΗ: Δημήτριος Σκιαδάς,
Αναπληρωτής Καθηγητής Ευρωπαϊκής Διακυβέρνησης,
Tμήμα ΔΕΣ ΠΑΜΑΚ, idea.uom.gr
Πριν περίπου ένα χρόνο, και πιο συγκεκριμένα στις 18 Μαρτίου 2016, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης διεθνώς κατακλύστηκαν από ανακοινώσεις σχετικά με την συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ της Τουρκίας και της ΕΕ ως προς τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Οι φωτογραφίες των επικεφαλής των Ευρωπαϊκών θεσμών με τον Τούρκο πρωθυπουργό, οι δηλώσεις όλων των εμπλεκομένων, οι αναλύσεις για τη σημασία της συμφωνίας, αποτελούσαν για αρκετές μέρες σημείο αναφοράς των διεθνών ειδήσεων.
Στις 28 Φεβρουαρίου 2017 το Δικαστήριο της ΕΕ (Γενικό Δικαστήριο), δημοσίευσε την απόφαση του επί των προσφυγών (ουσιαστικά πρόκειται για αιτήσεις ακυρώσεως) που είχαν υποβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣυνθΛΕΕ, κατά της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας δύο Πακιστανοί υπήκοοι και ένας Αφγανός, οι οποίοι είχαν φτάσει από την Τουρκία στην Ελλάδα, όπου υπέβαλαν αιτήσεις ασύλου και έχοντας υπόψιν το ενδεχόμενο επιστροφής τους στην Τουρκία, κατʼ εφαρμογήν της συμφωνίας, προσέβαλλαν την συμφωνία για να αποτρέψουν την επιστροφή τους (κατά τα λοιπά η Τουρκία αναγνωριζόταν ως «ασφαλής τρίτη χώρα» βάσει της συμφωνίας…).
Ως λόγους ακύρωσης επικαλέστηκαν την αντίθεση της συμφωνίας με σειρά διατάξεων του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρα 1, 18, 19), το ότι η Τουρκία δεν είναι ασφαλής τρίτη χώρα κατά την έννοια του άρθρου 36 της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές χορήγησης τους καθεστώτος του πρόσφυγα, τη μη εφαρμογή της Οδηγίας 2001/55/ΕΚ σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές παροχής προσωρινής προστασίας σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων και τέλος την αντίθεση της συμφωνίας με τους κανόνες σύναψης διεθνών συμβάσεων εκ μέρους της ΕΕ (άρθρο 218 ΣυνθΛΕΕ).
Το Δικαστήριο της ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψιν και τις ενστάσεις που προέβαλαν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έκρινε (υποθ. T-192/16, T-193/16 και T-257/16) ότι «παρεισέφρησαν ανακρίβειες» (!) στο επίσημο ανακοινωθέν Τύπου της 18ης Μαρτίου 2016, όσον αφορά τον προσδιορισμό των συντακτών της «δηλώσεως ΕΕ-Τουρκίας», καθώς το ανακοινωθέν αυτό αναφέρει, αφενός, ότι η Ένωση, και όχι τα κράτη μέλη της, είχε αποφασίσει τα πρόσθετα σημεία δράσης στα οποία αναφέρεται η δήλωση και, αφετέρου, ότι τα «μέλη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου» συναντήθηκαν με τον Τούρκο ομόλογό τους κατά τη συνάντηση της 18ης Μαρτίου 2016 κατόπιν της οποίας εκδόθηκε το εν λόγω ανακοινωθέν Τύπου.
Κατά το Δικαστήριο, τα κράτη μέλη, και όχι η Ένωση, ως υποκείμενα του διεθνούς δικαίου, διεξήγαγαν διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για το μεταναστευτικό. Ειδικότερα, στις 17 & 18 Μαρτίου 2016, υπήρξαν, κατά το σκεπτικό του Δικαστηρίου, δύο παράλληλες και χωριστές σύνοδοι στην έδρα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες, παρουσία των εκπροσώπων των κρατών μελών της Ένωσης, οι οποίοι συνήλθαν σε επίπεδο αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων. Αυτές οι δύο σύνοδοι ακολούθησαν διαφορετικές οδούς από νομικής και οργανωτικής απόψεως. Αφενός, πραγματοποιήθηκε σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ως θεσμικού οργάνου της Ένωσης, στις 17 Μαρτίου με τη συμμετοχή των εκπροσώπων των κρατών μελών, ενεργούντων υπό την ιδιότητά τους ως μελών αυτού του θεσμικού οργάνου. Αφετέρου, διεξήχθη διεθνής σύνοδος κορυφής, την επόμενη ημέρα, παρουσία του Πρωθυπουργού της Τουρκίας και των ίδιων εκπροσώπων των κρατών μελών, οι οποίοι αυτή τη φορά ενεργούσαν ως αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων.
Κατά το Γενικό Δικαστήριο οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών μελών συζήτησαν, στις 18 Μαρτίου 2016, υπό τη δεύτερη ιδιότητά τους, με τον Τούρκο ομόλογό τους για τη μεταναστευτική κρίση και υιοθέτησαν τη «δήλωση ΕΕ-Τουρκίας», τα κύρια σημεία της οποίας συνοψίσθηκαν στο ανακοινωθέν Τύπου της ίδιας ημέρας. Κατά συνέπεια, με βάση αυτό το σκεπτικό, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι ούτε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ούτε άλλο θεσμικό όργανο της Ένωσης αποφάσισε τη σύναψη συμφωνίας με την Τουρκική Κυβέρνηση σχετικά με τη μεταναστευτική κρίση. Ελλείψει πράξεως θεσμικού οργάνου της Ένωσης της οποίας τη νομιμότητα θα μπορούσε να ελέγξει βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εαυτό αναρμόδιο να αποφανθεί επί των προσφυγών των τριών αιτούντων άσυλο!!!!!!!!
Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο είπε ότι όλα όσα επικαλούνταν μέχρι τώρα οι επικεφαλής των θεσμικών οργάνων της ΕΕ (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) σχετικά με το θεσμικό ρόλο της ΕΕ στη συμφωνία επίλυσης του μεταναστευτικού ήταν λάθος. Δεν υπήρξε νομική ενέργεια εκ μέρους κάποιου οργάνου της ΕΕ αλλά απλώς συλλογική δράση (διακυβερνητική) των κρατών μελών που συμφώνησαν, ως απλά κράτη και όχι ως μέλη της ΕΕ, με την Τουρκία συγκεκριμένη πορεία δράσης. Είναι δε ενδεικτικό ότι το Δικαστήριο δεν αναφέρεται καν σε συμφωνία αλλά σε «κοινή δήλωση», κάτι που αποτελεί εμφατική απόδειξη της προσπάθειας του να απορρίψει κάθε προσέγγιση απόδοσης νομικής χροιάς, τουλάχιστον υπό το δίκαιο της ΕΕ, στο κείμενο που είχε ανακοινωθεί στις 18 Μαρτίου 2016. Και όλα αυτά γιατί, κατά το Δικαστήριο, έκαναν λάθος (!) στο γραφείο Τύπου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και παρουσίασαν τη «συμφωνία» ή «κοινή δήλωση» ως απόρροια των ενεργειών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και όχι των κρατών που απλώς δρούσαν συλλογικά και όχι ως μέλη της ΕΕ…
Το Δικαστήριο της ΕΕ έχει αποδείξει σε πολλές περιπτώσεις ότι δεν στερείται δημιουργικότητας στη συγκρότηση του δικανικού συλλογισμού του και την ανάπτυξη των νομικών του επιχειρημάτων. Έτσι, εδραίωσε τον ακτιβισμό του π.χ. σε θέματα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ΕΕ.
Όμως την ίδια δημιουργικότητα έχει επιδείξει και σε άλλες πιο «διστακτικές» ή «προσεκτικές» αποφάσεις του, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την κρίση του για απόρριψη της προσφυγής της Επιτροπής κατά του ECOFIN στην περίπτωση της μη επιβολής κυρώσεων στη Γερμανία και τη Γαλλία στα πλαίσια της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, για το θέμα του μεταναστευτικού, το σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου εκθέτει το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας της ΕΕ και των κρατών μελών της, καθώς, ούτε λίγο ούτε πολύ, τους εμφανίζει να μην ξέρουν ούτε τη διαδικασία με βάση την οποία διαπραγματεύθηκαν με τη Τουρκία τον Μάρτιο του 2016, ούτε την ιδιότητα υπό την οποία το έκαναν. Και αυτό γιατί κανείς από την πολιτική ηγεσία της ΕΕ και τα κράτη μέλη της μέχρι τώρα δεν αμφισβήτησε επίσημα και δημόσια το ότι η ΕΕ ήταν το ένα μέρος στη «κοινή δήλωση» ή «συμφωνία» με τη Τουρκία, αντίθετα το εμφάνισαν και ως μεγάλη επιτυχία τους που λειτούργησε καταλυτικά στον δραστικό περιορισμό των προσφυγικών ροών.
Ως προς την ουσία της κρίσης του Δικαστηρίου, παρά την αυστηρά νομική ευλογοφάνεια της, δεν μπορεί κάποιος να μην σκεφτεί ότι η «αντιπαροχή» προς την Τουρκία για τον έλεγχο των προσφυγικών ροών ήταν α) η παροχή της βίζας προς τους Τούρκους υπηκόους για να εισέρχονται στην ΕΕ, β) η επιχορήγηση με τουλάχιστον 3 δις ευρώ για την υποστήριξη της προσπάθειας της Τουρκίας να ελέγξει τις προσφυγικές ροές, και γ) το «ξεκλείδωμα» κεφαλαίων διαπραγμάτευσης για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας προς την ΕΕ, δηλαδή τρία θέματα που μόνο φορείς με εξουσία ως προς την ΕΕ (ως θεσμοί ή κράτη μέλη αυτής) θα μπορούσαν να θέσουν και να δεσμευτούν, και όχι απλά κράτη ως υποκείμενα διεθνούς δικαίου.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, αυτά τα νέα όρια δημιουργικότητας της νομικής σκέψης του Δικαστηρίου της ΕΕ οδηγούν στη σκέψη ότι η πολιτική ηγεσία της ΕΕ και των κρατών μελών της ή δεν γνωρίζει τι κάνει ή γνωρίζει πολύ καλά και απλώς υποκρίνεται δημοσίως και επισταμένως. Ειλικρινά δεν ξέρω πιο από τα δυο είναι το χειρότερο… Και όλα αυτά ενώ η κρίση ταυτότητας και προοπτικής της ΕΕ συνεχίζεται προκαλώντας ισχυρούς κλυδωνισμούς…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου