* του Γιαννούλη Άκη
Τις τελευταίες εβδομάδες στην επικαιρότητα βρίσκεται το θέμα της ίδρυσης μιας τέταρτης Νομικής Σχολής στην πόλη της Πάτρας. Με αφορμή λοιπόν τις δηλώσεις του υπουργού Παιδείας κ. Γαβρόγλου ξέσπασε μία μεγάλη κόντρα για το αν είναι απαραίτητη μία τέτοια ενέργεια και κατά πόσο η ίδρυση μιας ακόμη Νομικής είναι απλώς ένα επικοινωνιακό χαρτί του κυβερνώντος κόμματος με σκοπό την προσέλκυση ψηφοφόρων.
Από τους πρώτους που αντέδρασαν στην προοπτική της δημιουργίας της Νομικής Σχολής Πατρών ήταν οι δικηγορικοί σύλλογοι και οι σύλλογοι φοιτητών Νομικής των ήδη υπαρχουσών Σχολών, προτάσσοντας το επιχείρημα ότι παρατηρείται ήδη ένας κορεσμός στο επάγγελμα του δικηγόρου και πως η κατάσταση θα χειροτερεύσει αν αυξηθούν οι εισακτέοι.
Ως απάντηση στο παραπάνω επιχείρημα - φόβο των συγκεκριμένων συλλόγων, ο υπουργός υποστήριξε ότι ο συνολικός αριθμός των εισακτέων δε θα αυξηθεί, αλλά αντίθετα θα παραμείνει ο ίδιος, με τη διαφορά ότι θα επιμεριστεί σε τέσσερεις και όχι σε τρεις σχολές.
Βέβαια ο ισχυρισμός του υπουργού μόνο με δυσπιστία θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί, καθώς είναι γνωστό τοις πάσι πως κάθε χρόνο οι σχολές ζητούν μείωση των εισακτέων, διότι δεν μπορούν να αντέξουν ένα τόσο μεγάλο αριθμό, αλλά διαχρονικά οι κυβερνήσεις για να μην δυσανασχετούν τους ψηφοφόρους τους όχι μόνο δεν προβαίνουν σε μείωση, αντιθέτως μάλιστα προχωρούν και σε αύξηση του αριθμού αυτού.
Γίνεται , λοιπόν , να πιστέψει κάποιος σώφρων άνθρωπος πως η κυβέρνηση που 《θα έσκιζε τα μνημόνια μέρα μεσημέρι 》και τελικά υπέγραψε καινούρια με επαχθέστερα μέτρα , θα τηρήσει τις υποσχέσεις της και δε θα προσπαθήσει να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερα εκλογικά οφέλη αυξάνοντας τον αριθμό των εισακτέων;
Ωστόσο ας υποτεθεί πως πράγματι ο αριθμός των εισακτέων δε θα αυξηθεί και ότι η κυβέρνηση θα κρατήσει τις υποσχέσεις της , είναι πράγματι αναγκαία η ίδρυση μίας τέταρτης Νομικής Σχολής ;
Η απάντηση είναι αρνητική. Οι βασικοί λόγοι είναι δύο και αναλύοντάς τους εύκολα καταλαβαίνει ο καθένας πως η κυβέρνηση απλά προσπαθεί να παίξει ένα παιχνίδι εντυπώσεων στην πλάτη του ελληνικου λαού.
Ο πρώτος λόγος σχετίζεται με το κόστος της δημιουργίας, αλλά και το κόστος λειτουργίας μίας νέας Νομικής Σχολής. Στο μεν κόστος λειτουργίας είναι ανάγκη να συνυπολογιστούν οι δαπάνες για την κατασκευή των κτηρίων, την αγορά του απαραίτητου εξοπλισμού αλλά και συγγραμμάτων για τη δημιουργία της βιβλιοθήκης του νέου τμήματος. Στο δε κόστος λειτουργίας πρέπει να συμπεριληφθούν οι μισθοδοσίες των διδασκόντων, του διοικητικού προσωπικού, των εργαζομένων στη γραμματεία κλπ.
Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι το κόστος ανέρχεται σε υψηλά επίπεδα. Είναι λοιπόν απορίας άξιο πως μία χώρα όπως η Ελλάδα, που δοκιμάζεται από μία μεγάλη οικονομική κρίση θα μπορέσει να εξασφαλίσει τέτοια κεφάλαια. Σε μία χώρα όπου υπάρχει μία υποχρηματοδότηση των ήδη λειτουργούντων τμημάτων.
Αλλά ακόμη κι αν υπήρχαν τα κεφάλαια που θα κάλυπταν τις δαπάνες πιο λογικό δε θα ήταν τα χρήματα αυτά να δωθούν στις ήδη υπάρχουσες σχολές, ώστε αυτές να αναβαθμιστούν και να λειτουργούν καλύτερα; Ειναι φανερό πως απαιτούνται πολύ μεγαλύτερα κεφάλαια για την ανέγερση ενός νέου κτηρίου, παρά για την επιδιόρθωση κάποιων εδράνων.
Η κυβέρνηση, επομένως , συνεχίζει την ψεύτικη 《αναπτυξιακή φιέστα 》, η οποία είχε ξεκινήσει με τα εγκαίνια έργων που είχαν ολοκληρωθεί πριν την ανάληψη των καθηκόντων από αυτή ή ακόμη και έργων που ακόμη δεν έχουν ολοκληρωθεί και παρόλο του γεγονότος πως είναι ημιτελή για επικοινωνιακούς λόγους κόβονται κορδέλες.
Στο θέμα όμως της παιδείας πολιτικές 《κόκκινης κορδέλας》και 《αναπτυξιακής φιέστας 》 δεν χωρούν. Δεν πρέπει να προβεί η κυβέρνηση στην ίδρυση μιας Νομικής Σχολής, μόνο και μόνο για να κάνει εφέ ή για να φροντίσει με αυτό τον τρόπο να διορίσει 《δικά της παιδιά 》, αδιαφορώντας για το αν η χώρα μπορεί να καλύψει τις δαπάνες για τη λειτουργία της .
Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με την υποβάθμιση της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ. Είναι γεγονός πως κάθε χρόνο ένας μεγάλος αριθμός φοιτητών ζητά μετεγγραφή στα τμήματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα ο τελικός αριθμός των φοιτητών συνεχίζουν να σπουδάζουν στην Κομοτηνή να είναι αρκετά μικρότερος σε σχέση με τον αριθμό εισαχθέντων.
Αν υπάρξουν μετεγγραφές και για μία ακόμη πόλη όπως η Πάτρα , η απόκλιση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο αριθμούς θα μεγαλώσει σημαντικά. Είναι, λοιπόν πιθανό, ελάχιστοι τελικά να είναι οι φοιτητές που θα ολοκληρώνουν τις σπουδές τους στο συγκεκριμένο ακριτικό τμήμα, το οποίο έχει τις πιο σύγχρονες υποδομές.
Εν κατακλείδι, είναι αδήριτη ανάγκη η κυβέρνηση να συνειδητοποιήσει ότι το θέμα της παιδείας δεν μπορεί να το αντιμετωπίζει με μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Οι σχολές πρέπει να δημιουργούνται με στόχο τη βελτίωση της παρεχόμενης παιδείας και όχι την εξυπηρέτηση των ψηφοθηρικών επιδιώξεων της εκάστοτε κυβέρνησης.
* Ο 'Ακης (Γρηγόριος) Γιαννούλης είναι Υπεύθυνος Οργάνωσης της ΔΑΠ - ΝΔΦΚ Νομικής ΑΠΘ και Μέλος της Διεύθυνσης Επικοινωνίας και Τύπου του Κέντρου Αστικής Μεταρρύθμισης (ΚΕ.ΑΣ.Μ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου