Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

Ένα βήμα μπρος… 10 βήματα πίσω!




*Το κείμενο υπογραφούν οι:
Νικολαΐδης Βασίλειος, Πολίτικος Επιστήμονας 
Μαρκόπουλος Χ. Θωμάς, Επικοινωνιολόγος/Δημοσιογράφος


Η Κυβέρνηση των κ.κ. Τσίπρα και Καμμένου, βαπτίζει “διπλωματικό θρίαμβο” και μάλιστα βιώσιμη και λειτουργική, την προβληματική συμφωνία στην οποία κατέληξαν με τον κ. Ζάεφ. Πολλά τα θολά σημεία και αβέβαια τα χρονοδιαγράμματα. Ας τα δούμε όλα ένα-ένα. Στο ελληνικό μα και στο αγγλικό κείμενο από πουθενά δεν προκύπτει ότι η Ελλάδα (ή κάποια άλλη χώρα ή διεθνής οργανισμός) μπορεί να χρησιμοποιεί αμετάφραστο τον όρο “Severna Makedonija’’. Ο όρος “Severna Makedonija” δεν απαντάται πουθενά στη συμφωνία. Αντιθέτως το όνομα το οποίο συμφωνήθηκε είναι “Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας” (Republic of North Macedonia).

Είναι μη επαληθεύσιμο ότι η κυβέρνηση πέτυχε να δεσμεύσει τα Σκόπια με το λεγόμενο erga omnes, δηλαδή ένα όνομα για όλες τις χρήσεις και έναντι όλων. Είναι εντυπωσιακό ότι η κυβέρνηση προέβη στην υποχώρηση να μην προσδιορίσει ξεκάθαρα τον χρόνο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της ΠΓΔΜ. Στο άρθρο 1 παρ. 10 προβλέπεται ότι “για τα επίσημα έγγραφα που προορίζονται για διεθνή χρήση, η αλλαγή του ονόματος θα γίνει εντός 5 ετών”, ενώ η αλλαγή για τα έγγραφα που προορίζονται για εσωτερική χρήση συνδέεται με την εξέλιξη της ενταξιακής διαδικασίας της ΠΓΔΜ στην Ευρωπαική Ενωση. Δηλαδή η όλη διαδικασία μετατίθεται σε ένα μακρινό μέλλον…

Επίσης στο άρθρο 1 παρ. 3ε που αφορά τις χρήσεις του ονόματος σε: ίντερνετ, εμπορικές χρήσεις, συναλλαγές etc., παραμένουν τα σημερινά ακρωνύμια της χώρας, ΜΚ & ΜΚD, και η μόνη αλλαγή που… πέτυχε η κυβέρνηση αφορά τις πινακίδες των αυτοκινήτων στις οποίες θα μπουν οι κωδικοί NM & NMK. Επιπλέον στο άρθρο 1 παρ. 3θ μετατίθεται για το μέλλον (!) και η διευθέτηση των εμπορικών ονομασιών, σημάτων και επωνυμιών. Αυτές θα τις κρίνει μια διεθνής ομάδα ειδικών (!) εντός τριετίας χωρίς κανείς να μπορεί να προεξοφλήσει σήμερα τις αποφάσεις της. Μέχρι τότε δε τα σημερινά ονόματα και σήματα για εμπορικές χρήσεις θα παραμείνουν ως έχουν. Προβληματικό είναι και το άρθρο 7 το οποίο αναφέρει ότι κάθε χώρα θα ερμηνεύει τον όρο ‘’Μακεδονία’’ και ‘’μακεδόνας’’ κατά βούληση.

Η μεγάλη και εντελώς αδικαιολόγητη υποχώρηση της κυβέρνησης, ωστόσο, αφορά την παραχώρηση της χρήσης του επιθέτου “μακεδονικής” για την εθνότητα και τη γλώσσα. Είναι η πρώτη φορά που αναγνωρίζεται από την Ελλάδα δήθεν “μακεδονική” εθνότητα και δήθεν μακεδονική γλώσσα. Η εξέλιξη αυτή είναι απαράδεκτη, διότι η αναγνώριση μακεδονικής γλώσσας και εθνότητας αποτελεί τη ρίζα του σκοπιανού αλυτρωτισμού. Για να συνειδητοποιήσει κάποιος ότι η συγκεκριμένη εξέλιξη είναι ίσως ακόμη πιο αρνητική κι από το ίδιο το όνομα της χώρας, αρκεί τούτο. Τα ακραία στοιχεία της γειτονικής μας χώρας διαθέτοντας πλέον με τη βούλα της Ελλάδας τον αυτοπροσδιορισμό “μακεδόνες” θα νομιμοποιούνται και έναντι της Ελλαδος να ισχυριστούν στο μέλλον ότι το “μακεδονικό έθνος” επεκτείνεται πέραν των συνόρων τους. 

Διότι όταν οι πολίτες ενός κράτους ονομάζονται “μακεδόνες” και παράλληλα η χώρα τους “Βόρεια Μακεδονία”, συνάγεται το συμπέρασμα ότι υπάρχει και μία “άλλη Μακεδονία” προφανώς η ‘’Νότια”- στην οποία κατοικούν άλλοι “μακεδόνες” οι οποίοι βρίσκονται υπό την κυριαρχία ενός άλλου κράτους. Αντί λοιπόν να αμβλυνθεί ο αλυτρωτισμός με τη νέα συμφωνία μπορεί να ενισχυθεί. Πόσο προβληματική και εσφαλμένη είναι η εκχώρηση της μακεδονικής εθνότητας επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η Βουλγαρία, αν και από τους πρώτους που αναγνώρισαν με τα γνωστά της ‘’ναι μεν, αλλά’’ την γείτονα με την συνταγματική της ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας», ουδέποτε αναγνώρισε ‘’μακεδονική εθνότητα’’ και “μακεδονική γλώσσα”. 

Και τούτο διότι θεωρούσε τους Σκοπιανούς τμήμα του ευρύτερου βουλγαρικού έθνους και την γλώσσα τους ως βουλγαρική διάλεκτο. Αυτό άλλωστε εξηγεί και η χθεσινή επίσημη ανακοίνωση του Βουλγαρικού Υπουργείου Εξωτερικών που κάλεσε την Ελλάδα και τα Σκόπια να δεσμευθούν ότι η συμφωνία “δεν θα ερμηνευθεί ως βάση για μελλοντικές αλλαγές στα υπάρχοντα σύνορα ή για αξιώσεις έναντι γειτονικών κρατών ως προς τη γλώσσα τον πολιτισμό την ιστορία και την ταυτότητα”. 

Με απλά λόγια το βουλγαρικό ΥΠΕΞ επισημαίνει ακριβώς τον ίδιο αλυτρωτικό κίνδυνο. Το εντελώς ανήκουστο ωστόσο στη συμφωνία που απέκρυψε τις τελευταίες ώρες η κυβέρνηση είναι το παρακάτω: Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 θα συσταθεί διεπιστημονική επιτροπή η οποία θα εξετάσει τον τρόπο διδασκαλίας της Ιστορίας και των δύο χωρών, ώστε να αρθούν οι αλυτρωτικές αναφορές. 

Mε άλλα λόγια η εν λόγω επιτροπή δεν θα εξετάσει μόνον τον τρόπο διδασκαλίας της ιστορίας των Σκοπίων, αλλά και της Ελλάδας. Με άλλα λόγια η κυβέρνηση με το άρθρο αυτό αποδέχεται ότι και η Ελλάδα θα πρέπει να ελεγχθεί για πιθανή αλυτρωτική προπαγάνδα στην ιστορία που διδάσονται τα παιδιά στα σχολεία! Αρνητικό πρόσημο μπορεί να αποδειχθεί ότι έχει και η προβλεπόμενη διαδικασία πρόσκλησης των Σκοπίων για ένταξη στο ΝΑΤΟ, διότι με τον τρόπο που είναι διατυπωμένο το άρθρο 2 δεν είναι βέβαιο ότι οι όροι που θέτει η Ελλάδα θα γίνουν κατ ανάγκην αποδεκτοί από όλους του Συμμάχους στο ΝΑΤΟ. 

Στο κείμενο της συμφωνίας που έχουμε στα χέρια μας δεν υπάρχει αναφορά για το αν η συμφωνία μετά τη διαβίβασή της στον ΟΗΕ θα υιοθετηθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας προκειμένου να αντικαταστήσει την προηγούμενη απόφαση 817/1993 η οποία προέβλεπε την ένταξη της εν λόγω χώρας στον ΟΗΕ με το προσωρινό της όνομα ‘’Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας’’.

Το πλέον επιλήψιμο σημείο της συμφωνίας Κοτζιά-Ντιμιτρόφ συνίσταται στο άρθρο 1, κατά το οποίο η ελληνική πλευρά παραδίδει στους Σκοπιανούς μακεδονική ιθαγένεια και γλώσσα. Σε ό,τι αφορά την μακεδονική γλώσσα, υπάρχει επιπλέον αναφορά στο άρθρο 7, παράγραφος 4 της συμφωνίας, το οποίο την καθιστά αναγνωρισμένη εθνική γλώσσα και την εντάσσει στην κατηγορία των νοτιοσλαβικών. Ένα τέτοιο γεγονός συνιστά παραχάραξη και αναθεωρητισμό της ιστορίας, καθότι ποτέ δεν αποτέλεσαν τα ‘’μακεδονικά’’ εθνική γλώσσα, παρά μόνο ιδίωμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γεωγραφικός προσδιορισμός για τα ιδιώματα της βορείου Ελλάδας. Κι εδώ δεν έχουμε μόνο την ανάδειξή τους σε εθνική γλώσσα, αλλά και την ένταξή τους σε μια τελείως διαφορετική γλωσσική κατηγορία, την σλαβική. 

Ωστόσο, το πλέον εξοργιστικό σημείο που αφορά τα άρθρα αυτά αποτελεί η έωλη τους βάση, υπό το γεγονός πως στηρίζονται στην Γ’ Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών το 1977, κατά την οποία δήθεν αναγνωρίστηκε μακεδονική γλώσσα από την ελληνική πλευρά. Η συγκεκριμένη συνδιάσκεψη αφορούσε την διαδικασία με την οποία θα αναγράφονταν με λατινικούς χαρακτήρες γεωγραφικά τοπωνύμια χωρών, των οποίων το αλφάβητο ήταν μη λατινικό, κι ως εκ τούτου είχε αμιγώς τεχνικό κι επιστημονικό χαρακτήρα, καθότι αποτελούνταν από γλωσσολόγους και ιστορικούς, και όχι από διπλωμάτες. Προς επίρρωσιν των παραπάνω, υπάρχει η έκθεση της Συνδιάσκεψης, η οποία αναφέρει ξεκάθαρα: 

‘’Οι προσδιορισμοί που χρησιμοποιούνται και η παρουσίαση του υλικού σε αυτήν την έκδοση (δηλαδή και ο τρόπος που αναφέρονται οι γλώσσες) δεν υπονοούν την έκφραση οποιασδήποτε άποψης από πλευράς της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών αναφορικά με το νομικό καθεστώς οποιασδήποτε χώρας, επικράτειας, πόλης, περιοχής ή των Αρχών του, ή αναφορικά με την οριοθέτηση των συνόρων ή των ορίων του’’.
Σε ό,τι αφορά την μακεδονική ιθαγένεια, οι υποστηρικτές της συμφωνίας διαλαλούν πως δεν δόθηκε εθνότητα, αλλά υπηκοότητα. Μάλλον οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν πως ο αγγλικός όρος ‘’nationality’’ (όπως αναφέρεται στην συμφωνία) μεταφράζεται σαν ‘’εθνικότητα’’ και βρίσκεται πιο κοντά στον όρο ‘’ethnicity’’ (εθνότητα) σε σχέση με τον όρο ‘’citizenship’’(υπηκοότητα). Για την ακρίβεια, εννοιολογικά απέχει παρασάγγας από τον τελευταίο. Και καλό είναι να μην επιδίδονται κάποιοι σε διαφόρων ειδών βερμπαλισμούς, όταν ο όρος αυτός αναφέρεται σε ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, και όχι σε περιφέρεια ομοσπονδίας.

Σε αυτό το σημείο, θα γίνει ειδική αναφορά στο άρθρο 8, το οποίο μπορεί να μετασχηματιστεί ως το πλέον επικίνδυνο για τα εθνικά θέματα. Το συγκεκριμένο άρθρο από κοινού με το άρθρο 7 αποτελούν την κορωνίδα του επιχειρήματος, που υποστηρίζει ότι ‘’πήραμε πίσω την ιστορία μας’’. Αυτό συνάγεται από την αναφορά στο άρθρο 7 περί διαχωρισμού μεταξύ της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και της αντίστοιχης των σημερινών γειτόνων μας, όπως επίσης και στις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στα μνημεία των Σκοπιανών, εάν αυτά αναφέρονται στην κληρονομιά της Αρχαίας Ελλάδας (άρθρο 8). 

Ωστόσο, υπάρχει μια μεγάλη παγίδα την οποία έχουν αγνοήσει οι περισσότεροι. Σε κανένα από αυτά τα άρθρα δεν αναφέρεται ρητά και σαφώς πως η περίοδος της δυναστείας των Αρχαίων Μακεδόνων αποτελεί κομμάτι της ελληνικής ιστορίας. Και αυτή η ‘’δημιουργική ασάφεια’’ αποτελεί πολύτιμο εργαλείο στα χέρια των Νοτιοσλάβων γειτόνων μας, οι οποίοι έτσι και αλλιώς θεωρούσαν πως οι Αρχαίοι Μακεδόνες δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο ελληνισμό. Με τον τρόπο αυτό, η εκάστοτε κυβέρνηση του νεότευκτου κρατιδίου θα μπορεί να συνεχίζει να προβάλλει τα στρεβλά κι ανιστόρητα αφηγήματά της μέσω προπαγάνδας και μνημείων, χωρίς να μπορεί να της καταλογίσει κάποιος πως παραβιάζει τους όρους της συμφωνίας.

Και όμως, υπάρχει ένα ακόμη πιο προβληματικό στοιχείο του άρθρου και αυτό ανάγεται στην σύσταση μιας κοινής Διεπιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, με αποκλειστική αρμοδιότητα τον έλεγχο των όσων αναφέρονται στα σχολικά εγχειρίδια και των δύο χωρών. Με τον τρόπο αυτό, τα όσα αναφέρουν τα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια για τα όσα διαδραματίστηκαν στο βόρειο τμήμα της Ελλάδας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, τίθενται υπό τον έλεγχο Σκοπιανών ‘’εμπειρογνωμόνων’’ και διπλωματών, οι οποίοι βέβαιοι θα απαιτήσουν αλλαγές και αναθεωρήσεις, που θα διαστρεβλώνουν την ιστορική αλήθεια, προκειμένου να δεχτούν και οι ίδιοι αλλαγές στα δικά τους βιβλία. 

Με τον τρόπο αυτό, η εκπαίδευση τίθεται σε ένα πλαίσιο διαπραγματεύσεων κατά το οποίο, η ιστορική αλήθεια και η επιμόρφωση επί αυτής των Ελλήνων μαθητών θυσιάζεται στον βωμό των σχέσεων ‘’καλής γειτονίας’’. Η ξεκάθαρη πολιτική στόχευση προς το συγκεκριμένο πεδίο ενισχύεται από το άρθρο 15, το οποίο προβλέπει την από κοινού σύσταση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, που θα προάγουν την διαστρέβλωση της Ιστορίας.

Και για όσους θεωρούν, πως η οποιαδήποτε μη συμμόρφωση των Σκοπίων προς τις δεσμεύσεις της συμφωνίας μετά την επικύρωση αυτής (και αφού μακροπρόθεσμα θα έχουν ενταχθεί σε ΝΑΤΟ-ΕΕ), θα φέρει την de facto ακύρωση αυτής και των παρεπόμενών της, το άρθρο 19 παρ.2  απορρίπτει ξεκάθαρα αυτό το ενδεχόμενο και προάγει λύσεις μέσω διαπραγματεύσεων.

Εν κατακλείδι, ενισχύεται ο -όποιος- αλυτρωτισμός των σλάβων γειτόνων, ο οποίος μάλιστα αποκτά βάση με την πρωτοφανή παραχώρηση μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας. Την ίδια στιγμή, σε ό,τι αφορά την συνταγματική αναθεώρηση και τα ζητήματα ιστορίας, η ίδια η συμφωνία όχι μόνο τα καθιστά άκυρα κι άνευ ουσίας, αλλά αφήνει έωλες τις θέσεις της Ελλάδας επί αυτών των θεμάτων σε διεθνές επίπεδο. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, πως το μόνο που κέρδισε η Ελλάδα, ήταν μια …μπορντό γραβάτα. 

Συνοψίζοντας, με τη σημερινή συμφωνία αυτή εμείς αναγνωρίζουμε μακεδονική γλώσσα και εθνότητα και δίνουμε τη συναίνεσή μας για ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, έναντι μιας… υποσχετικής από την πλευρά της γείτονος. Με άλλα λόγια, η Κυβέρνηση προκειμένου να κερδίσει μερικά ωραία λόγια από ηγέτες άλλων χωρών και κάποια γοητευτικά αφιερώματα στον διεθνή ΜΜΕ, υπονομεύει ανοιχτά τη διαπραγματευτική θέση της χώρας, αφήνοντας επί της ουσίας ανοιχτό κάθε ενδεχόμενo…

Τα Βαλκάνια δεν έπαψαν ποτέ να είναι μια ρευστή εθνικά και κοινωνιολογικά περιοχή. Όφελος θα είχαν και οι 2 χώρες μόνο αν θέτανε καθαρά και χωρίς πολιτικούς κομπλεξισμούς τις βάσεις εκείνες για μια διαρκή και μακρά ανάπτυξη και ευημερία των εθνών και τον λαών. Δεν παρατηρούμε κάτι τέτοιο από τις γνώσεις, την πληροφόρηση και την εικόνα που έχουμε… νομίζω. Η συμφωνία από εμένα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μη ρεαλιστική και με αβέβαιη διάρκεια στον χρόνο. Όπως και να χει, δεν τιμά την Ελλάδα του 2018 η ενδεχόμενη συμφωνία των κ.κ. Τσίπρα και Ζάεφ. Ας αναλάβουν όλοι τις ευθύνες του, θεσμικά και πολιτικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου