... Της Αναστασίας Νικολοπούλου
Απόφοιτης Νομικής Σχολής
Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημιου Αθηνών
Ασκούμενης Δικηγόρου
Στις 17/6/2018 στη Μεγάλη Πρέσπα, Ελλάδα και Π.Γ.Δ.Μ έβαλαν τέλος στο «Σκοπιανό» που επί δεκαετίες ταλάνιζε τις σχέσεις των δύο χωρών. Αλέξης Τσίπρας, Ζόραν Ζάεφ και οι δύο Υπουργοί Εξωτερικών συμφώνησαν στο να δοθεί στη γείτονα χώρα το όνομα «Βόρεια Μακεδονία» με ταυτόχρονη αναγνώριση «μακεδονικής ταυτότητας και γλώσσας».
Η συμφωνία αυτή επανέρχεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας αυτή τη περίοδο αφού την ερχόμενη Κυριακή (30/9) έχει προκηρυχθεί η διεξαγωγή δημοψηφίσματος στα Σκόπια. Σε περίπτωση μάλιστα που δεν επιτευχθεί το κατώτατο όριο συμμετοχής σε αυτό (σ.σ 50%), και εφ’ όσον έχει επικρατήσει το «ναι», η όλη διαδικασία θα επιστρέψει στη Βουλή, σύμφωνα με δηλώσεις του Σκοπιανού Υπουργού Εξωτερικών, Ν. Ντιμιτρόφ.
Με αφορμή, λοιπόν, τη παραπάνω διαδικασία κρίνω σκόπιμο να παραθέσω την άποψή μου σχετικά με το σκοπιανό, ως νεαρά που ανήκει στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς με σταθερά πατριωτικό προσανατολισμό και αγάπη στο κοινό ευρωπαϊκό μας σπίτι.
Από την ημέρα υπογραφής της συμφωνίας αλλά και προηγουμένως, κατά τις διαπραγματεύσεις, η ελληνική κυβέρνηση δέχθηκε την έντονη κριτική των υπολοίπων πολιτικών δυνάμεων. Εκτός από τη Νέα Δημοκρατία, της οποίας η θέση ήταν καταψήφιση της συμφωνίας, και το Κίνημα Αλλαγής ξεκαθάρισε τη δική του η οποία έχει ως εξής : γίνεται αποδεκτή μια σύνθετη ονομασία η οποία θα χρησιμοποιείται με τρόπο ενιαίο τόσο στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό της χώρας αλλά και στους διεθνείς οργανισμούς.
Από εκεί και πέρα, κρίνεται αναγκαία η απάλειψη του αλυτρωτισμού ο οποίος εμφανίζεται διάχυτος τόσο σε συνταγματικά άρθρα αλλά και σε δημόσιες ονομασίες και σε ιστορικά μνημεία. Οποιαδήποτε αναγνώριση μακεδονικού έθνους, ταυτότητας ή γλώσσας αποτελούν , κατά την κ. Γεννηματά, επικίνδυνες και ανιστόρητες παραχωρήσεις, οι οποίες δε μπορούν να συζητηθούν σε καμία βάση. Τα παραπάνω έγιναν η αιτία για πολιτικό διαζύγιο και τελικά την αποχώρηση του «Ποταμιού» από το Κίνημα Αλλαγής, αφού το κόμμα του κ. Σταύρου Θεοδωράκη τάχθηκε υπέρ του «λύση τώρα», χαρακτηρίζοντας την συμφωνία ως καλή.
Είναι αδιαμφισβήτητο πως για δεκαετίες οι εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας με τα Σκόπια είχαν στιγματιστεί από το ονοματολογικό ζήτημα το οποίο οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν αποτύχει να επιλύσουν. Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε με την εκλογή στη γείτονα χώρα μιας προοδευτικής κυβέρνησης η οποία έθεσε ως προτεραιότητά της τη δρομολόγηση των ενταξιακών διαδικασιών των Σκοπίων σε Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ. Σε συνεννόηση των Αλ. Τσίπρα, Ζ. Ζάεφ και του Μ. Νιμιτς συνομολογήθηκε η προτεινόμενη λύση της «Βόρειας Μακεδονίας».
Ωστόσο, πέρα από το αμιγώς θέμα της ονομασίας, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί και στα λοιπά βασικά σημεία της συμφωνίας, όπως είναι αυτά της εθνότητας, της γλώσσας και της ταυτότητας. Είναι απορίας άξιο το κατά πόσο η παραπάνω συμφωνία διαφυλάττει τα εθνικά μας συμφέροντα όταν οι κάτοικοι της «Βόρειας Μακεδονίας» θα έχουν το δικαίωμα να αυτοπροσδιοριστούν ως Μακεδόνες. Υπό το ίδιο πρίσμα, υπονοείται πως υπάρχουν και «νότιοι» Μακεδόνες οι οποίοι κατοικούν σε άλλη περιοχή υπό την κυριαρχία ενός άλλου κράτους. Σχετικά με τη γλώσσα, αυτή αναφέρεται ως «μακεδονική» με σαφή διαχωρισμό της από την αρχαία ελληνική.
Ωστόσο, μια τέτοια αναγνώριση χωρίς να υπάρχει μπροστά κάποιο πρόθεμα αποτελεί υπερβολική υποχώρηση εκ μέρους της ελληνικής πλευράς. Χωρίς να καταφεύγουμε στα άκρα, οφειλουμε ν αναρωτηθούμε αν και κατά πόσο παραχωρούμε στους βόρειους γείτονές μας κομμάτια της ιστορίας και της πατρίδας μας.
Η συμφωνία ναι μεν περιέχει ορισμένες σωστές θέσεις, από την άλλη ,όμως, αφήνει μέσω ορισμένων σημείων της (λ.χ της υπηκοότητας που θα είναι «μακεδονική» και της ταυτότητας των πολιτών η οποια θα είναι επίσης «μακεδονική») ζωντανό τον κίνδυνο του αλυτρωτισμού. Το παραπάνω γίνεται περισσότερο κατανοητό αν κάποιος παρακολουθήσει τις δηλώσεις του Σκοπιανού Πρωθυπουργού εν όψει του δημοψηφίσματος, οποίος αναφέρει πως «πετύχαμε ό,τι ήθελαν οι πατέρες μας» σχετικά με τη γλώσσα και την ταυτότητα.
Εν κατακλείδι, είναι πραγματικά ελπιδοφόρο το ότι δύο σχετικά νέοι άνθρωποι, αρχηγοί κρατών προσπάθησαν και εν μέρει κατάφεραν να τερματίσουν ένα τόσο ακανθώδες ζήτημα. Παρά ταύτα, κανείς δεν έχει δικαίωμα στο βωμό της ευρωπαϊκής συνύπαρξης και ολοκλήρωσης να θυσιάζει τα εθνικά συμφέροντα, εκχωρώντας ετεροβαρώς κομμάτια της εθνικής υπόστασης του κάθε κράτους. Υπόσταση η οποία πηγάζει και εδράζεται στο όνομά μας το οποίο αποτελεί και την ψυχή μας, ρήση που χρησιμοποιήθηκε τόσο σε ομιλία του Ανδρέα Παπανδρέου στη Θεσσαλονίκη το 1993 και σε επιστολή καταξιωμένων Ελλήνων προς την ΕΟΚ.
Βιβλιογραφία:
Parapolitika.gr
Neaselida.gr
Cnn.gr
Kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου