Υπογράφει η Άρτεμις Γεωργίου, Δικηγόρος και Γλωσσολόγος
...ο κύριος φορούσε ένα μαύρο όμορφο κοστούμι. Η φρεσκάδα στο πρόσωπό του μαρτυρούσε το νεαρό της ηλικίας του. Κρατούσε ένα χαρτοφύλακα, το βάρος του οποίου ωθούσε τον δεξί του ώμο προς τα κάτω. Βάδιζε γοργά μέχρι που έφτασε έξω από το μαγαζί. Κοντοστάθηκε, πήρε μία βαθειά ανάσα, γέλασε σαρδόνια και έσπρωξε την πόρτα του καταστήματος.
«Καλή σας ημέρα», ακούστηκε η φωνή του πωλητή.
«Καλή ημέρα και σε εσάς», απάντησε ο άνδρας και ακούμπησε το χαρτοφύλακα επάνω στη γυάλινη επιφάνεια.
«Ήρθατε για εκτίμηση και σύσταση ενεχύρου ποίου πράγματος. Πρόκειται για κάποιο ρολόι ιδιαίτερης αξίας;», ακούστηκε η φωνή του «πωλητή».
«Όχι κύριε, πρόκειται για ένα πράγμα ιδιαίτερης συναισθηματικής αξίας αλλά περήφανος που το κατέχω. Προδήλως δεν το έκλεψα, μου ανήκει κατά κυριότητα και πάλεψα πολύ για να το αποκτήσω, κάποτε ίσως και δολίως. Δεν ντρέπομαι για το δόλο αυτό, εξάλλου στον πόλεμο όλα επιτρέπονται. Έπρεπε να το κερδίσω πάσει θυσία! Είναι ένα κράτος και το λένε «Ελλάδα». Πλούσιο κράτος και πλέον μου ανήκει.
Σας παρακαλώ εκτιμήστε το.», είπε ο άνδρας με σταθερή φωνή γεματός περηφάνεια και άνοιξε το χαρτοφύλακα. Ο χαρτοφύλακας περιείχε μόνον έναν τίτλο κυριότητας.
«Μας ξέρετε κύριε, δε γίνεται να συσταθεί ενέχυρο σε ακίνητο πράγμα παρά μόνον υποθήκη», είπε ο ενεχυροδανειστής.
Σάστισε ο άνδρας και είπε: «δε βλέπετε καλά! Μην Απατάσθε από τον τίτλο κυριότητας, πρόκειται για ένα κινητό πράγμα, είναι η Ελλάδα μου και είναι κινητό πράγμα για να μπορώ να την κουβαλάω στην ψυχή μου και να την έχω μαζί μου όπου κι αν βρίσκομαι.
Πλέον όμως δεν έχω να φάω, έχασα τη δουλειά μου, το σπίτι μου, την περιουσία των γονεών μου, τα δάνεια και οι φόροι με κυνηγούν. Αποφάσισα λοιπόν να μην την πουλήσω την Ελλάδα μου και προφανώς δε θέλω και να την ξεπουλήσω. Θέλω να παλέψω για να σταθώ ξανά στα πόδια μου. Για αυτό αποφάσισα να την εναποθέσω σε εσάς για ένα διάστημα αντί αντιτίμου. Εσείς θα την προσέχετε. Μόλις επανέλθω και σταθώ ξανά ακμαίος στα πόδια μου θα επιστρέψω να την πάρω και να σας καταβάλλω το ποσό που έλαβα».
Πράγματι συστάθηκε ενέχυρο υπέρ του κινητού αυτού πράγματος ονόματι Ελλάδα.
Ο άνδρας άφησε την Ελλάδα του και ήξερε πως τώρα ξεκινούσε η σκληρή πάλη με ότι,τι αυτό συνεπάγεται. Έπρεπε πάσει θυσία να την πάρει πίσω... και θα τα κατάφερνε.
Πενήντα χρόνια μετά, γέρος πια, πέρασε το κατώφλι του ίδιου καταστήματος. Με δάκρυα στα μάτια και ανακούφιση, επέστρεψε το ποσό και παρέλαβε την Ελλάδα του. Την είχε προδώσει για λίγο αλλά... μόνο για λίγο.
Αυτή την ιστορία την αφιερώνω σε όλους εμάς, ιδίως τη γενιά μου, που ξενιτεύτηκε για να σπουδάσει, για να δουλέψει. Στη γενιά που ξέρει να παλεύει έχοντας πάντοτε στο νου ότι θα επιστρέψει στην Ελλάδα να της προσφέρει όλα όσα έμαθε. Η γενιά μου ξέρει να παλεύει με κάθε τρόπο και να μη φοβάται να κάνει κάθε τι δυνατό και αδύνατο για να πετύχει.
Της αξίζουν καλύτερα ένα Ελλάδι, ευκαιρίες, αναγνωρισιμότητα, επενδύσεις , θέσεις εργασίας, καλύτερα πανεπιστήμια, αξιοκρατία. Και άλλα πολλά... έχω εμπιστοσύνη στη κυβέρνηση που έρχεται με τις επόμενες εκλογές που πιστέυει στις επενδύσεις και στις ιδιωτικοποιήσεις.
Στη Νέα Δημοκρατία που γαλουχήθηκα και σε αυτήν εναποθέτει κομμάτι από τις ελπίδες μου αλλά μόνο κομμάτι... τις υπόλοιπες ελπίδες μου τις κρατώ για τη μάχιμη γενιά μου, στην οποία, ΥΠΟΚΛΙΝΟΜΑΙ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου