Του Ιωαννίδη Πασχάλη***
«Αγκάθι στην εξωτερική πολιτική»… μια φράση που διαρκώς επαναλαμβάνεται από τα media∙ δηλώνει ακριβώς μια γεωπολιτική πραγματικότητα που δημιουργεί προβλήματα στους σχεδιασμούς της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας. Πολλές χώρες έχουν τέτοια «αγκάθια» στην εξωτερική τους πολιτική , άλλες πολλά, άλλες λιγότερα. Η δική μας υπάγεται –πάντοτε, δυστυχώς, υπαγόταν – στην πρώτη κατηγορία. Και ενόσω τα βλέμματα και τα ώτα είναι τις τελευταίες μέρες στραμμένα σε ένα άλλο σημαντικό «αγκάθι» της εξωτερικής μας πολιτικής , στις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο θα εξετάσουμε ένα άλλο, εξίσου σοβαρό και διαχρονικό γεωστρατηγηκό πρόβλημα. Θα προσπαθήσουμε, λοιπόν , ( με τις λίγες γνώσεις και την ακόμα λιγότερη εμπειρία που διαθέτει ο γράφων ) να θεωρήσουμε σε αδρές γραμμές το θρακικό ζήτημα.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν , διερευνώντας τα ιστορικά αίτια που οδήγησαν στο να ξεφυτρώσει το αγκάθι του θρακικού ζητήματος. Η Θράκη υπήρξε η πρώτη ευρωπαϊκή κτήση των Οθωμανών, με την κατάληψη της Καλλίπολης από τους Βυζαντινούς το 1354 την οποία ακολούθησε η κατάκτηση και της υπόλοιπης περιοχής. Παρέμεινε στα χέρια τους ως το 1912 οπότε και κατελήφθη από τη Βουλγαρία με τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο. Το 1913 και καθώς είχε ξεσπάσει ο Β’ Βαλκανικός η Οθωμανική Αυτοκρατορία εκμεταλλευόμενη την έλλειψη Βουλγαρικών στρατευμάτων στην περιοχή, καθώς η Βουλγαρία δεχόταν επίθεση και από τις τρεις δυνάμεις της πρώην Βαλκανικής Συμμαχίας (Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο ) αλλά και τη Ρουμανία, βρίσκει την ευκαιρία και καταλαμβάνει τη Θράκη μέχρι και τον Έβρο ποταμό. Έτσι έγινε ο πρώτος χωρισμός της Θράκης σε Ανατολική ( υπό τους Οθωμανούς ) και Δυτική (υπό τους Βουλγάρους).
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1918, η Δυτική Θράκη αποτελεί το μήλο της έριδας μεταξύ των δυνάμεων της περιοχής. Έχει προηγηθεί από το καλοκαίρι του 1914 ο Α’ Παγκόσμιος, στον οποίο η Βουλγαρία συμμάχησε με τις κεντρικές δυνάμεις και ηττήθηκε στο Μακεδονικό & Θρακικό μέτωπο από την Αντάντ. Το κρίσιμο για την ελληνική Θράκη έτος 1919 το διπλωματικό σκηνικό είναι διαμορφωμένο ως εξής: Τον Οκτώβριο του 1919 δημιουργείται αυτόνομο Θρακικό κρατίδιο υπό συμμαχικό έλεγχο∙ αρχηγός του ήταν ο Γάλλος στρατηγός Charpy ενώ την ελληνική πληθυσμιακή μερίδα εκπροσωπούσε ο Χαρίσιος Βαμβακάς , νομικός και διπλωμάτης. Οι Οθωμανοί και οι Βούλγαροι διατηρούν και αυτοί αντιπροσώπους των δικών τους πληθυσμιακών ομάδων.
Στη Θράκη είναι παραταγμένα στρατεύματα και παρακρατικές οργανώσεις που δημιουργούν βαρύ και οξυμένο κλίμα. Ο Ελληνικός στρατός εισέρχεται στην περιοχή και στρατοπεδεύει στο Πολύανθο Ροδόπης, δεν έχει όμως άδεια να εισέλθει στην Κομοτηνή, η οποία ελέγχεται από βρετανικές και γαλλικές δυνάμεις . Ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις είναι εγκατεστημένες στις Φέρρες του Ν. Έβρου. Οι Νεότουρκοι από την άλλη οι οποίοι αποκτούσαν σταδιακά τον πλήρη έλεγχο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το Σουλτάνο έχοντας ιδρύσει το Τουρκικό Θρακικό Κομιτάτο (CUP) διατηρούν στην περιοχή ένοπλες παραστρατιωτικές μονάδες (παραπλήσιες με τους Τσέτες στη Μ. Ασία).
Οι διαφωνίες ήταν έντονες και τα συμφέροντα αντικρουόμενα : η Βουλγαρία ήθελε πάση θυσία να κρατήσει τη Δυτική Θράκη η οποία της προσέφερε τη μοναδική της δίοδο στο Αιγαίο. Τη Βουλγαρία υποστήριζε και η Ιταλία θεωρώντας πως η παραμονή της Δυτικής Θράκης σε βουλγαρικά χέρια θα αποτελούσε τροχοπέδη στις όλο και αυξανόμενες ελληνικές διεκδικήσεις που ανταγωνίζονταν και τα δικά της συμφέροντα. Το δε μουσουλμανικό στοιχείο ήταν κατακερματισμένο. Από τη μια υπήρχαν οι φυλές των Πομάκων ( απογόνων είτε των Πετσενέγγων ,είτε , όπως η κρατούσα θεωρία υποστηρίζει, της αρχαίας φυλής των Αγριάνων ) και των Ρομά οι οποίες στην πλειονότητά τους συσπειρώθηκαν με την εναπομείνασα Οθωμανική – φιλοσουλτανική αριστοκρατία γαιοκτημόνων που υπήρχε στην περιοχή υπό τον Ιμπραήμ Χακί μπέη. Από την άλλη υπήρχαν αυτοί που συσπειρώθηκαν με τους Νεότουρκους και το Τουρκικό Κομιτάτο, οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονταν ως Τούρκοι και επεδίωκαν την δημιουργία ανεξάρτητης Θρακικής Δημοκρατίας η οποία θα ενωνόταν με την Νέα Τουρκία που τότε οραματίζονταν. Η Γαλλική πλευρά αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στη δημιουργία αυτόνομου γαλλικού προτεκτοράτου και – κυρίως χάρη στις ικανότητες πειθούς και της επιρροής του Βαμβακά στον Charpy -της ενώσεως με την Ελλάδα . Οι Αμερικάνοι, από την άλλη, υποστήριζαν τη διχοτόμηση της Θράκης ανάμεσα σε Έλληνες και Βούλγαρους. Τέλος , η Ελλάδα υποστήριζε την πάγια θέση της άνευ όρων προσάρτησης της Δυτικής Θράκης στον Εθνικό Κορμό, θέση που σταθερά υποστήριζε η σύμμαχος Μ. Βρετανία.
Η Ένωση επήλθε ως εξής: Η μερίδα των μουσουλμάνων που απάρτιζαν την παλαιά οθωμανική αριστοκρατία υπό τον Ιμπραήμ Χακί προέβη σε σύμπραξη με την Ελληνική πλευρά , ενώ η Αμερική του Ουίλσον υποχώρησε στη γνώμη της Αγγλίας για ένωση με την Ελλάδα. Υπό τις προτροπές του Βαμβακά ο Charpy κατάφερε να πείσει και τη Γαλλική κυβέρνηση υπέρ των Ελληνικών θέσεων. Παράλληλα η Ελληνική Κυβέρνηση διαπραγματευόταν με επιτυχία στο Νεϊγύ, διαπραγμάτευση που οδήγησε στη σύναψη της ομώνυμης Συνθήκης. Η Ιταλία και η Βουλγαρία υποχώρησαν στις συμμαχικές πιέσεις και εγκατέλειψαν την περιοχή ενώ στον Ελληνικό Στρατό δόθηκε άδεια να καταλάβει την Κομοτηνή. Οι ελληνικές δυνάμεις υπό τον Στρατηγό Λεοναρδόπουλο διαλύουν με ευκολία τους Τούρκους εθνικιστές που υποστηρίζονταν και από Βουλγάρους κομιτατζήδες και θέτουν τη Δυτική Θράκη υπό Ελληνικό έλεγχο. Η Συνθήκη του Νεϊγύ ( 27 Νοεμβρίου 1919 ) κατοχυρώνει και σε επίπεδο Διεθνούς Δικαίου την Ελληνική κυριαρχία στη Δυτική Θράκη, ενώ η μεταγενέστερη Συνθήκη της Λωζάνης στοιχειοθετεί για την ελληνική πλευρά την υποχρέωση προστασίας των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης στο Άρθρο 2.
Συγκεκριμένα το Άρθρο αναφέρει ότι : « Δεν θα περιληφθώσιν εις την εν τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν […] οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης» (παράγραφος 1) & « Θέλουσι θεωρηθεί ως Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης πάντες οι Μουσουλμάνοι εγκατεστημένοι εν τη περιοχή ανατολικώς της μεθορίου γραμμής της καθορισθείσης τω 1913, δια της Συνθήκης του Βουκουρεστίου.» ( παράγραφος 3)
Εφόσον λοιπόν η περιοχή προσαρτήθηκε επιτυχώς και η μειονότητα κατοχυρώθηκε, σε τί συνίσταται το αγκάθι; Φυσικά και το αίτιο είναι το ίδιο με σχεδόν όλα τα άλλα αγκάθια της εξωτερικής μας πολιτικής: ο τουρκικός επεκτατισμός. Από πάμπολλες δηλώσεις αξιωματούχων και δυστυχώς και υλικές πράξεις της Τουρκίας καθίσταται σαφές πως η Τουρκία επιδιώκει να εδραιώσει επιρροή στη Δυτική Θράκη εις βάρος της Ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή. Είναι γνωστές τοις πάσι οι δηλώσεις ακόμα και του Τούρκου Προέδρου για τα « σύνορα της καρδιάς» τους τα οποία περιλαμβάνουν το σύνολο της Δυτικής Θράκης , ενώ πολλοί Τούρκοι αξιωματούχοι και παράγοντες της τουρκογενούς συνιστώσας του μουσουλμανικού πληθυσμού κάνουν λόγο για την ανάγκη δημιουργίας της ανεξάρτητης « Δημοκρατίας της Θράκης» ( που θυμίζει το στόχο των Νεότουρκων το 1918 που προανέφερα και που ευτυχώς για τα ελληνικά συμφέροντα δεν επετεύχθη).
Η επιθετικότητα υφίσταται και σε στρατιωτικό επίπεδο με τις συχνές προκλήσεις στη γραμμή του Έβρου και την αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση της περιοχής που αναγκάζει την Ελλάδα σε αμοιβαίες κινήσεις. Είναι λοιπόν πασιφανές πως η Τουρκία θέλει την περιοχή…Και δυστυχώς το παράδειγμα του 1974 δείχνει πως όταν η Τουρκία θέλει κάτι δεν διστάζει να παραβιάσει κάθε έννοια διεθνούς νομιμότητας και ανθρωπισμού για να το πάρει.
Που όμως βρίσκει πάτημα και πως εκδηλώνεται ο τουρκικός επεκτατισμός στη Δυτική Θράκη; Θα αναφέρω δυο σημεία. Πρώτον στην αμφισβήτηση του ενιαίου χαρακτηρισμού που δίδουν οι συνθήκες στη μειονότητα και δεύτερον στην ολοένα και αυξανόμενη ( και δυστυχώς με την ανοχή σε γενικές γραμμές των προηγούμενων κυβερνήσεων) θρησκευτική και κατ’ επέκταση κοινωνικοπολιτική επιρροή που προσπαθεί να εδραιώσει η Τουρκία με σκοπό να «πατρονάρει» τους Έλληνες Μουσουλμάνους.
Όσον αφορά στην πρώτη τεράστιο ρόλο παίζει ο κατακερματισμός των Μουσουλμάνων σε φυλετικές συνιστώσες που πηγάζει, όπως προαναφέρθηκε από την κατάσταση που δημιούργησε στην περιοχή η κρίση του θρακικού ζητήματος το 1918-19,μια κατάσταση που διαιωνίστηκε, και που οδηγεί σε κρίση ταυτότητας της μειονότητας. Η Μουσουλμανική μειονότητα απαρτίζεται από Ρομά, Πομάκους , Ελληνόφωνους και τουρκόφωνους Μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες. Τι είναι όμως η μειονότητα στο σύνολό της; Τουρκική ή Μουσουλμανική; Η Ελληνική εξωτερική πολιτική έχει αλλάξει την άποψή της επί του θέματος δυο φορές μέσα στον εικοστό αιώνα! Στη δεκαετία του 1920 υποστηριζόταν η άποψη της Μουσουλμανικής μειονότητας, με γραμματική δηλαδή ερμηνεία της Συνθήκης, διότι τα σύνορα ήταν διαρκώς αμφισβητούμενα και το ενδεχόμενο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου ακόμη ανοικτό. Η Ελλάδα συνεπώς δεν επιθυμούσε να χαρακτηρίζονται Τούρκοι οι εντός της επικράτειας της μουσουλμάνοι αφού ένας τέτοιος χαρακτηρισμός θα δημιουργούσε την αίσθηση πως τα πληθυσμιακά ζητήματα μεταξύ των χωρών ήταν ημιτελή.
Μετά όμως τη Συμφωνία της Άγκυρας (10 Ιουνίου 1930) η ελληνική πολιτική άρχισε να κλίνει προς τον όρο «τουρκική μειονότητα». Δεδομένων των αρίστων ελληνοτουρκικών σχέσεων κατά το μεσοπόλεμο και έως τα μέσα της δεκαετίας του 50’ και οι δυο κυβερνήσεις προσέβλεπαν πως οι εκατέρωθεν μειονότητες θα διασφάλιζαν τη μεταξύ τους ειρήνη και τα αποτελούσαν «πρέσβεις» της μιας χώρας στην άλλη. Η καλή θέληση ,όμως, απεδείχθη ευσεβής πόθος: τα Σεπτεμβριανά του 1955 διέλυσαν το καλό κλίμα στις διμερείς σχέσεις. Καθώς λοιπόν η φενάκη της καλής θέλησης εξαφανίστηκε και αποκαλύφθηκε ο τουρκικός επεκτατισμός το Ελληνικό Κράτος αναγκαστικά επανήλθε στην αρχική του θέση περί Μουσουλμανικής μειονότητας που προκύπτει από τη γραμματική ερμηνεία της Συνθήκης.
Η Τουρκία διαρκώς αμφισβητεί τον ορισμό αυτό και προσβλέπει με υλικές πράξεις στην πολιτική χειραγώγηση των Μουσουλμάνων ώστε αυτοί να αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι. Οι προσπάθειες αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο του στρατηγικού στόχου της Τουρκίας να αποκτήσει το ρόλο του προστάτη όλων των μουσουλμάνων της Μ. Ανατολής και των Βαλκανίων. Οι πράξεις χειραγώγησης συνίστανται στη χρηματοδότηση νομικών προσώπων και στην ποικιλόμορφη προπαγάνδα του πληθυσμού. Όλες αυτές οι ενέργειες είναι προφανώς αντίθετες με το Διεθνές Δίκαιο αφού εναντιώνονται στην Αρχή της μη επέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα άλλου κράτους.
Ίσως όμως η νευραλγική παράμετρος να είναι η δεύτερη ,δηλαδή η θρησκευτική παράμετρος του ζητήματος. Αν εξετάσουμε, λοιπόν, την κοινωνική και οικονομική ζωή της μειονότητας εύκολα θα διαπιστώσουμε πως ο κλήρος παίζει τον κυρίαρχο ρόλο. Το ισλάμ για τους ανθρώπους αυτούς δεν είναι μόνο θρησκευτική πεποίθηση , είναι ένα μεγάλο τμήμα της ταυτότητάς τους. Οι ιμάμηδες, μάλιστα, της μουσουλμανικής μειονότητας ακολουθούν δογματικά ιδιόμορφες παραλλαγές του Ισλάμ (πχ αίρεση των κιζηλμπάσηδων, αίρεση του αλεβιτισμού, κυρίως από τους Πομάκους κ.α. ) , ενώ ο ιμάμης δεν είναι μόνο κληρικός, αλλά είναι αρχηγός της τοπικής κοινότητας ∙ είναι αυτός που διαμεσολαβεί για την εύρεση εργασίας , για την επίλυση των κοινοτικών προβλημάτων και για την επαφή με τη διοίκηση. Η Τουρκία εδώ και χρόνια εκπαιδεύει και στέλνει ιμάμηδες στη Θράκη προκειμένου αφενός να μεταβάλλει τη θρησκευτική ταυτότητα του πληθυσμού γαλουχώντας τον στο αυστηρό σουννιτικό ισλάμ αντί για τις δικές του πατροπαράδοτες θρησκευτικές παραδόσεις και αφετέρου να ελέγξει κοινωνικά και οικονομικά όσο το δυνατόν περισσότερα μέλη της μειονότητας. Η αποστολή αυτή τέτοιων «ιεραποστόλων» είναι αντίθετη με την ελληνική νομοθεσία όταν ο ιδιώτης ιερέας καταλαμβάνει τη θέση του μουφτή ( δηλαδή του ιερέα-ερμηνευτή του Κορανίου για την απόδοση δικαιοσύνης ),αφού οι μουφτήδες της μειονότητας είναι υποχρεωτικά διορισμένοι από το ελληνικό Κράτος. Πρόκειται για τους πολυσυζητημένους ψευδομουφτήδες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Ιμπραήμ Σερίφ, ιδιώτη μουφτή από τη Ροδόπη που σπούδασε θεολογία στο Ικόνιο της Τουρκίας. Τον Ιανουάριο του 1990 ο Ιμπραήμ Σερίφ μαζί με τον πολιτικό Αχμέτ Σαδίκ καταδικάστηκαν σε 18 μήνες φυλακής κατηγορούμενοι ότι προκάλεσαν διχόνοια σε πολίτες κυκλοφορώντας κείμενο με το οποίο χρησιμοποιούσαν τον όρο «Τούρκοι» και «τουρκική μουσουλμανική μειονότητα» αναφερόμενοι στην μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Η απόφαση που πάρθηκε από δικαστήριο της Κομοτηνής και έτυχε ευρείας κάλυψης από τα τουρκικά μέσα μαζικής ενημέρωσης οδήγησε στην άμεση φυλάκιση των δύο κατηγορουμένων στις φυλακές Διαβατών η οποία διήρκεσε συνολικά 64 ημέρες. Παράλληλα στάθηκε αφορμή για το ξέσπασμα σοβαρών επεισοδίων ανάμεσα στις θρησκευτικές κοινότητες της Κομοτηνής με απολογισμό έναν νεκρό και μερικές δεκάδες τραυματίες πέρα από εκτεταμένες υλικές ζημιές.
Η αυθαίρετη εκλογή του Σερίφ το Δεκέμβριο 1990 ως Μουφτή Ροδόπης οδήγησε στην ποινική δίωξή του από τον εισαγγελέα Ροδόπης σύμφωνα με τα άρθρα 175 και 176 του Ποινικού Κώδικα για "αντιποίηση της άσκησης υπηρεσίας λειτουργού «γνωστής θρησκείας»" και για "δημόσια εμφάνιση με την στολή αυτού του θρησκευτικού λειτουργού χωρίς δικαίωμα" .Η πρωτόδικη καταδίκη του θεολόγου από το μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης (12 Δεκεμβρίου 1994) μετά από σειρά δικαστικών πράξεων κατέληξε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων όπου η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση του άρθρου 9 της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το οποίο αφορά την ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης. Το σκεπτικό της απόφασης συνίστατο στο ότι με δεδομένη την απουσία απτών αποδείξεων επί των κατηγοριών της αντιποίησης αρχής, οι προγενέστερες καταδίκες απέκλειαν τον Σερίφ από το δικαίωμα να λειτουργεί ως θρησκευτικός ηγέτης. Παρόλα αυτά το δικαστήριο απέφυγε να αποφανθεί επί του νομικού καθεστώτος των ιδιωτών μουφτήδων ( δηλαδή των μη διορισμένων από το ελληνικό δημόσιο).
Το μείζον όμως ερώτημα είναι το εξής: πως θα αμβλυνθεί το αγκάθι της Θράκης; Το ερώτημα αυτό καλούνται να απαντήσουν οι ιθύνοντες. Πάντως οι όποιες λύσεις γίνουν θα πρέπει να είναι συντονισμένες μια ενιαία στρατηγική και όχι σπασμωδικές. Ακόμα πρέπει να γίνουν σε πλήρη συμφωνία με το διεθνές δίκαιο αλλά και το εθνικό συμφέρον.
***Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα του Αρθρογράφου:
Ο Ιωαννίδης Πασχάλης κατάγεται και μένει στη Θεσσαλονίκη και σπουδάζει στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι μέλος του δημοτικού συμβουλίου Νέων του Δήμου Λαγκαδά και του Κέντρου Αστικής Μεταρρύθμισης, ενώ έχει συμμετάσχει και συμμετέχει σε ακαδημαϊκές και μαθητικές διεθνείς προσομοιώσεις (ΜUN). Ενδιαφέροντα: Νομικά, Διεθνής επικαιρότητα, Πολιτική, Ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου