Ο Παπαφλέσσας γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας το 1788 και ήταν υστερότοκος γιος, από δεύτερο γάμο, του Δημητρίου Δικαίου, ο οποίος είχε συνολικά 28 παιδιά. Το επίθετο Δικαίος είναι το πραγματικό της εν λόγω οικογένειας και απαντάται ακόμη και σήμερα στο χωριό του την Πολιανή Μεσσηνίας. Το κοσμικό όνομά του ήταν Γεώργιος Δικαίος του Δημητρίου. Φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, την οποία δεν την τελείωσε και μόνασε το 1816 στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς στην Καλαμάτα, όπου πήρε το όνομα Γρηγόριος (παπάς Φλέσσας εξ ού και το Παπαφλέσσας).
Εξαιτίας του επαναστατικού χαρακτήρα του, ήλθε σε σύγκρουση με τον επίσκοπο Μονεμβασιάς, έφυγε από τη μονή του και πήγε σε άλλο μοναστήρι, της Ρεκίτσας. Η νέα σύγκρουσή του με Τούρκο αξιωματούχο για τα περιουσιακά της μονής τον παρώθησε να αφήσει την Πελοπόννησο και να περάσει στη Ζάκυνθο, όπου γνώρισε τον Κολοκοτρώνη και αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε.
Στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Αναγνωσταρά ο οποίος τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία στις 21 Ιουνίου 1818. Στα έγγραφα της Εταιρείας υπέγραφε με το όνομα Αρμόδιος και ως διακριτικά έβαζε τα αρχικά Α.Μ.. Η μύησή του έγινε στον οικία των Αινιάνων στα Θεραπειά και η παρουσία του στους κόλπους της θα προσέδιδε «ένα νέο δυναμικό τόνο» σε αυτήν. Στο Βουκουρέστι όμως επειδή ο Αναγνωστόπουλος δεν αποκάλυψε την δομή της Φιλικής Εταιρείας, ο Αρχιμανδρίτης «μ΄ένα μαχαίρι στο χέρι επετήθηκε του Παν. Αναγνωστόπουλου φοβερίζοντάς τον, ότι θα τον σφάξει και θα προδώσει στη Σουλτανική εξουσία όλα τα Εταιρικά». Τον Μάιο του 1820 συντάσσει μαζί με τον Γεώργιο Λεβέντη στο Βουκουρέστι το Σχέδιον Γενικόν. Στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας συγκαλείται σύσκεψη των στελεχών της Φιλικής Εταιρείας από τον Υψηλάντη. Συμμετείχε και ο Δικαίος, ο οποίος τόσο πριν τη σύγκληση της σύσκεψης με επιστολές που έστειλε προς τον Υψηλάντη από την Κωνσταντινούπολη, όσο και στις εργασίες της σύσκεψης υποστήριξε την άποψη για επίσπευση της έναρξης της Επανάστασης, παρουσιάζοντας πλαστά έγγραφα που εμφάνιζαν την Πελοπόννησο πανέτοιμη για επανάσταση.
Στην Πελοπόννησο ο Παπαφλέσσας στα τέλη Νοεμβρίου 1820 αγοράζει καράβι στην Κωνσταντινούπολη στο όνομα του Φιλικού Παλαιολόγου Λεμονή και αφού λαμβάνει το ποσό των 90.000 γροσίων από την τοπική Εφορία της Εταιρείας, αναχωρεί για Πελοπόννησο. Το δρομολόγιό του είναι διαδοχικά οι Κυδωνιές, όπου φορτώνει ένα πλοίο πυρομαχικά με προορισμό τη Μάνη, η Ύδρα όπου συναντά μια αμφιθυμική κατάσταση (οι Φιλικοί Οικονόμου, Γκίκας, Κυριαζής ενθουσιάζονται μαζί του, ενώ ο Κουντουριώτης και οι άλλοι προύχοντες είναι επιφυλακτικοί), οι Σπέτσες, όπου κι εκεί συνάντησε την ίδια αμφιθυμική κατάσταση μεταξύ των προκρίτων. Προεστοί της Πελοποννήσου έστειλαν τον Παναγιώτη Αρβάλη με σκοπό να τον βολιδοσκοπήσει και τελικά ασπάσθηκε τις απόψεις του. Αυτό τον έκανε στα μάτια των προκρίτων «πιο επικίνδυνο και αποφάσισαν να τον απομονώσουν». Γι' αυτό κυκλοφορούσε με ενόπλους σωματοφύλακες όταν πέρασε στην Πελοπόννησο.
Στις εργασίες της Συνέλευσης της Βοστίτσας συμμετείχε και ο Παπαφλέσσας, ο οποίος παρουσίασε τις εντολές του Αλέξανδρου Υψηλάντη σχετικά με την έναρξη της Επανάστασης στο Μοριά. Αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη, δισταγμό και ανοιχτή εχθρότητα: κυρίως συγκρούστηκαν μαζί του οι Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Ανδρέας Ζαΐμης. Προτάθηκε η απόσυρσή του στο μοναστήρι της Σιδηρόπορτας προκειμένου να μην θέσει σε κίνδυνο την Επανάσταση. Ο Δικαίος απείλησε όμως τους προκρίτους πως θα ξεκινούσε μόνος του την επανάσταση μισθώνοντας 1000 Πελοποννήσιους χωρικούς και άλλους τόσους Μανιάτες, λέγοντας «κι όποιον πιάσουν χωρίς όπλα οι Τούρκοι ας τον θανατώσουν». Στη συνέχεια κινήθηκε στην Γορτυνία και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου προκειμένου να έλθει σε επαφή με σημαίνοντα πρόσωπα (προύχοντες και οπλαρχηγούς).
Παρουσιαζόταν ως προσωρινός εκπρόσωπος του Υψηλάντη και ανακοίνωνε ότι είχε οριστεί η 25 Μαρτίου ως ημέρα έναρξης της Επανάστασης. Στα Λαγκάδια στις 2 Φεβρουαρίου συναντήθηκε με τους Δεληγιανναίους οι οποίοι ήταν δύσπιστοι για όσα έλεγε και τον φυγαδεύουν στο μικρό μοναστήρι Γαρδίκι της Πολιανής. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης τον αποκαλεί αγύρτη παλιοκαλόγερο στα απομνημονεύματά του. Η αντίδραση των προκρίτων απέναντι του δεν ερμηνεύεται μόνο ως αποτέλεσμα της αρνητικής στάσης τους απέναντι στην επανάσταση. Από τη μονή Γραϊδίου όπου βρίσκεται στέλνει επιστολή στον Υψηλάντη και του ζητά να επισπεύσει τον ερχομό του. Έπειτα συναντά τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στις Κιτριές και προκειμένου να κάμψει του δισταγμούς του του υπόσχεται μεταπελευθερωτικά την ηγεμονία της Πελοποννήσου. Η παρακίνησή του σε κάποια πρόσωπα βρίσκει ανταπόκριση: στις 14 Μαρτίου ο Νικόλαος Χριστοδούλου ή Σουλιώτης ταχυδρόμος σκοτώνει μαζί με άλλους τρεις Τούρκους εισπράκτορες.
Ο Παπαφλέσσας έρχεται σε επαφή με τους Κολοκοτρώνη και Νικηταρά, μοιράζει μικρούς και μεγάλους στρατιωτικούς βαθμούς σε σημαντικούς οπλοφόρους με εντολή να μαζέψουν και να εξοπλίσουν χωρικούς. Επίσης μετά την άφιξη των πολεμοφοδίων που οι Φιλικοί της Σμύρνης είχαν στείλει, αναθέτει την μεταφορά στους Νικηταρά και Αναγνωσταρά, ενώ με «τέχνασμα» εξασφαλίζει άδεια εκτελωνισμού αυτού του φορτίου από τον Πετρόμπεη. Η εμφάνισή του με κράνος προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση αφού «...η επί το ευρωπαϊκότερον εμφάνισις εξασκούσεν αλλόκοτον επίδρασιν».
Στις 23 Μαρτίου εισέρχεται με το σώμα του και με άλλους οπλαρχηγούς υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στην Καλαμάτα. Ωστόσο, σύμφωνα με το Σπηλιάδη δυο μέρες νωρίτερα (21 Μαρτίου 1821), ο ίδιος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης έστειλε 20 άνδρες του υπό την αρχηγία του ανηψιού του (Κωνσταντής Πιερράκος) στη Μονή της Σιδερόπορτας, όπου βρισκόταν ο Παπαφλέσσας, με εντολή να τον σκοτώσουν και ο τελευταίος σώθηκε, μόνο χάρις σε προειδοποίηση που έλαβε, από τον Ηλία Μαυρομιχάλη. Μετά κινήθηκε στην Ανδρίτσαινα , στην Καρύταινα, στα Βεβαιά, στο Άργος, όπου πήγε προς ενίσχυση των πολιορκημένων Ελλήνων του κάστρου με 15 άνδρες και τέλος στην Κόρινθο για να ανακόψει τις τουρκικές δυνάμεις που κινούνταν προς τα εκεί επειδή, ο Μουσταφά μπέης έκαιγε τα χωριά απ' όπου περνούσε, ο Δικαίος διέταξε «για αντίποινα να πυρπολύσουν –αρχές Μαΐου– τα ονομαστά σεράγια του Κιαμήλ μπέη καθώς και τα τουρκικά σπίτια της Κορίνθου».
Τον Ιούλιο του 1821 βρέθηκε στα Μεγάλα Δερβένια της Μεγαρίδος προκειμένου να ανακόψει την πορεία του Ομέρ Βρυώνη και τον Δεκέμβριο στην Κορινθία όταν παραδόθηκε το κάστρο της Ακροκορίνθου στους Έλληνες. Όταν εκδηλώθηκε η ρήξη ανάμεσα στον Υψηλάντη και τους προκρίτους –το καλοκαίρι του 1821– ως αποτέλεσμα της πρότασης που έκανε ο πρώτος στους δεύτερους σχετικά με την κατάργηση κάθε πολιτικής αρχής που δεν είχε διοριστεί από τον ίδιο, και μετά την άρνηση των δεύτερων να αποδεχθούν τις προτάσεις αυτές και αφού αποχώρησε από τα Βέρβενα ο Υψηλάντης, μαζί με τον Δικαίο, ο οποίος ήταν ένας από αυτούς που διαφώνησαν με τους προκρίτους και που –φαίνεται– να υποκίνησε και τη στάση των στρατιωτών απέναντί των συγκεντρωμένων προκρίτων στα Βέρβενα. Στη Συνέλευση της Επιδαύρου (Δεκέμβριος του 1821) συμμετέχει ως πληρεξούσιος και ονομάζεται γερουσιαστής.
Αρχικά ο Παπαφλέσσας είχε σχεδιάσει να αντιμετωπίσει τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Στο χωριό Δραΐνα της Μεσσηνίας, ήθελε να παρατηρεί από ψηλά και μακριά τους εχθρούς. Όμως τελικά αποφάσισε να τα αντιμετωπίσει στο Μανιάκι. Όταν το 1825 ο Ιμπραήμ πασάς εισέβαλε στην Πελοπόννησο, πρώτος ο Παπαφλέσσας ζήτησε να ελευθερωθούν οι φυλακισμένοι πολεμιστές, αλλά δεν εισακούστηκε. Έτσι αναγκάστηκε να εκστρατεύσει ο ίδιος: αφού διορίστηκε από το Εκτελεστικό Σώμα στις 27 Απριλίου 1825, περιέρχεται από την επόμενη μέρα την κεντρική και νοτιοδυτική Πελοπόννησο με σκοπό τη στρατολόγηση ανδρών. Το δρομολόγιό του ήταν αναχώρηση από Ναύπλιο, και μετάβαση διαδοχικά σε Τρίπολη, Λεοντάρι.
Ο Παπαφλέσσας με συνεχείς του εκκλήσεις ζητά την απελευθέρωση του Κολοκοτρώνη και των άλλων αγωνιστών που κρατούνταν στην Ύδρα. Είχε καταφέρει να συγκεντρώσει περίπου 2.000 πολεμιστές. Στις 19 Μαΐου όταν φάνηκαν τα αιγυπτιακά στρατεύματα, περισσότεροι από 1.000 άνδρες του Παπαφλέσσα διασκορπίστηκαν και έμεινε με μόνο 600 (ή κατά άλλους 500) πολεμιστές. Στη Μάχη στο Μανιάκι στις 20 Μαΐου, βρήκε τον θάνατο σε ηλικία 37 ετών, προβάλλοντας ηρωική αντίσταση μαζί με τους λίγους άνδρες που του είχαν μείνει.
Σύμφωνα με την ιστορία, που αναφέρουν και ορισμένοι ιστορικοί της επανάστασης, μετά το τέλος της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε από τους στρατιώτες του να αναζητήσουν και να βρουν το νεκρό σώμα του Παπαφλέσσα. Όταν εκείνοι το βρήκαν, τους διέταξε να τοποθετήσουν πάνω στο ακέφαλο πτώμα το κεφάλι και να τον στήσουν σε μια βελανιδιά που βρισκόταν εκεί. Τότε ο Ιμπραήμ πλησίασε το νεκρό Παπαφλέσσα λέγοντας: Αμαρτία να χαθεί τούτος ο πολέμαρχος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου