Υπογράφει η νεαρά κυρία Αλεξία Χαρακιδά
Η διαφθορά αποτελεί ένα περίπλοκο φαινόµενο και μία πολύσημη έννοια, γι’ αυτό και η προσπάθεια ορισµού της παρουσιάζει σηµαντικές δυσκολίες, καθώς η έκταση των τοµέων στους οποίους εκδηλώνεται, οι µορφές που αυτό ενδύεται αλλά και οι διάφορες χρονικές περίοδοι στις οποίες εµφανίζεται ποικίλουν. Κατά την περίοδο της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας, ο Πλάτωνας διατύπωσε τη θέση περί διεφθαρµένων πολιτευµάτων, όπως η δηµοκρατία, η ολιγαρχία και η μοναρχία, τα οποία αντί να ορίζονται µε βάση το νόµο υπηρετούν τα συµφέροντα των κυβερνώντων και μετατρέπονται σε αναρχία, αριστοκρατία και τυραννία αντίστοιχα.
Για τον Αριστοτέλη η διαφθορά νοείται ως µία µορφή αποσύνθεσης της ηθικής και πολιτικής τάξης, η οποία περιλαµβάνει και όλες τις επιµέρους µορφές, καθώς, η ηθική γίνεται αντιληπτή ως αντικειµενικό κριτήριο της πολιτείας µάλλον παρά ως υποκειµενική ιδιότητα, ιδιότητα του υποκειµένου. Στους Νόµους του Σόλωνα αναφέρεται ότι λαµβάνεται θεσµική πρόνοια για την προληπτική αποτροπή του χρηµατισµού και της διαφθοράς των αρχόντων και των αξιωµατούχων της πόλης. Στη Ρωµαϊκή νοµοθεσία γινόταν λόγος για κακή και παράνοµη διοίκηση των επαρχιών, η οποία συνίστατο όχι µόνο στην υπέρβαση των καθηκόντων των αρχόντων, αλλά και στη λόγω αισχροκέρδειας καταπίεση των πολιτών και στη δωροληψία.
Μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα, η πολιτική διαφθορά γινόταν κατανοητή σαν ένας εκφυλισµός του πολιτικού συστήµατος γενικά: για τον Machiavelli ήταν η καταστροφή των πολιτικών αιρετών, για τον Montesquieu η µετατροπή µίας καλής πολιτικής τάξης σε κακή, ενώ για τον Rousseau η αναπόφευκτη συνέπεια της ίδιας της πάλης για δύναµη. Με το πέρασµα του χρόνου, οι αντιλήψεις περί διαφθοράς επρόκειτο να διαφοροποιηθούν ανάλογα µε τις αλλαγές στις επιστηµονικές και φιλοσοφικές σκέψεις αλλά και τις εκάστοτε εξελίξεις και επικρατούσες συνθήκες στις κοινωνικές, οικονοµικές και πολιτικές δοµές.
Το φαινομένου της διαφθοράς καταδεικνύει ότι η διαφθορά και η κακοδιοίκηση συµβαδίζουν και είναι άρρηκτα συνδεδεµένες µεταξύ τους. Το περιβάλλον της κακοδιοίκησης είναι αυτό που ευνοεί την ανάπτυξη των διαφόρων µορφών διαφθοράς, η κακοδιοίκηση υποθάλπει τη διαφθορά και αντίστροφα, η διαφθορά επιτείνει τα φαινόµενα κακοδιοίκησης
Προσεγγίζοντας τον ορισμό της «κακοδιοίκησης» από την αντίθετη πλευρά, με σκοπό την πληρέστερη κατανόηση του, θα έλεγε κανείς ότι η «αγαθή διοίκηση» προάγει την αντιμετώπιση των πολιτών κατά τρόπο προσήκοντα, δίκαιο και αμερόληπτο, γεγονός που σημαίνει την έγκαιρη λήψη τεκµηριωµένων και αιτιολογηµένων αποφάσεων την αντιμετώπιση των πολιτών µε την ανάλογη ευαισθησία, τον όµοιο χειρισµό όµοιων ή παρεµφερών περιπτώσεων, την ευελιξία και αποφυγή της τυπολατρίας, την έγκαιρη ενηµέρωση και πληροφόρηση των πολιτών για ενδεχόμενες αλλαγές του θεσµικού πλαισίου, την εφαρμογή της αρχής της ίσης µεταχείρισης και αποφυγή προκαταλήψεων βάσει του χρώµατος, του φύλου, της εθνοτικής καταγωγής, των θρησκευτικών πεποιθήσεων, της οικογενειακής κατάστασης, της φήµης, της κοινωνικής θέσης, του σεξουαλικού προσανατολισµού.
Κατ’ επέκταση, τα φαινόµενα της διαφθοράς και της κακοδιοίκησης συνεπάγονται κατά κανόνα την καταστρατήγηση της αρχής του κράτους δικαίου, σύµφωνα µε την οποία η δράση των οργάνων της πολιτείας οφείλει να εναρµονίζεται µε τους ισχύοντες στην έννοµη τάξη κανόνες δικαίου, καθώς και την παραβίαση θεµελιωδών αρχών, τις οποίες τα διοικητικά όργανα οφείλουν να σέβονται και να τηρούν κατά την άσκηση της λειτουργίας τους. Οι σηµαντικότερες αρχές που παραβιάζονται είναι οι ακόλουθες:
α. Αρχή της νοµιµότητας: Συνίσταται στην υποχρέωση των διοικητικών οργάνων να ενεργούν σύµφωνα µε τους κανόνες δικαίου. Τα διοικητικά όργανα δεν µπορούν να προβαίνουν σε νοµικές και υλικές ενέργειες, παρά µόνο βάσει της αρµοδιότητας που τους παρέχεται από τις διατάξεις του Συντάγµατος, του Κοινοτικού ∆ικαίου και των νοµοθετικών ή κανονιστικών πράξεων.
β. Αρχή της χρηστής διοίκησης: Η αρχή αυτή επιβάλλει ουσιαστικά στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρµοδιότητές τους σύµφωνα µε το αίσθηµα δικαίου που επικρατεί, ώστε κατά την εφαρµογή των σχετικών διατάξεων να αποφεύγονται οι ανεπιεικείς και δογµατικές ερµηνευτικές εκδοχές και να επιδιώκεται η προσαρµογή των κανόνων δικαίου προς τις επικρατούσες κοινωνικές και οικονοµικές συνθήκες.
γ. Αρχή της διαφάνειας: Παρέχει το δικαίωµα σε κάθε πολίτη να λαµβάνει γνώση ή αντίγραφο οποιουδήποτε διοικητικού εγγράφου που συντάσσεται από όργανα του δηµοσίου τοµέα, χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση τη συνδροµή στο πρόσωπο του αιτούντος κάποιου ιδιαίτερου εννόµου συµφέροντος, για την υπεράσπιση του οποίου είναι απαραίτητη η γνώση των αιτουµένων στοιχείων.
δ. Αρχή της επιείκειας ή της αναλογικότητας: Η παραβίασή της µπορεί να οδηγήσει σε ακρότητες τη διοίκηση, οι οποίες συνεπάγονται και διοικητικές ενέργειες µε δυσµενές περιεχόµενο για τον πολίτη. Η γενικότητα και ο αφηρηµένος χαρακτήρας της νοµοθεσίας συχνά δηµιουργεί την ανάγκη διαφορετικής ρύθµισης συγκεκριµένων περιπτώσεων, εφόσον κάτι τέτοιο κρίνεται αναγκαίο.
ε. Αρχή της αµεροληψίας: Η διοικητική δράση πρέπει να είναι απροκατάληπτη και ανεξάρτητη από ξένες προς το δηµόσιο συµφέρον επιρροές. Σύµφωνα µε το άρθρο 7 παρ. 1 του Κ∆∆ τα διοικητικά όργανα, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αµερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρµοδιοτήτων τους, ώστε να δηµιουργείται στον διοικούµενο η πεποίθηση του αδιάβλητου της πράξης που εκδίδουν.
στ. Αρχή της ισότητας: Συνεπάγεται την ίδια παροχή υπηρεσιών και αγαθών σε όλους καθώς και την ίση κρίση στη µεταχείριση όµοιων περιπτώσεων από τη ∆ιοίκηση. Η ευνοϊκή µεταχείριση προσώπων και συµφερόντων χωρίς αυτό να δικαιολογείται ή να επιβάλλεται από συγκεκριµένους λόγους δηµοσίου συµφέροντος έρχεται σαφώς σε αντίθεση µε την αρχή της ισότητας.
Οι σοβαρότερες από τις σύγχρονες παθογένειες της ελληνικής ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης, όπως είναι η πολυνοµία, οι χρονοβόρες διαδικασίες, το υψηλό κόστος υπηρεσιών, τα δυσδιάκριτα όρια αρµοδιότητας µεταξύ των υπηρεσιών η διάχυση της ευθύνης, η αναποτελεσµατικότητα των ελέγχων, η µειωµένη ικανότητα του προσωπικού, οδηγούν µεταξύ άλλων στην εµφάνιση του φαινοµένου της διαφθοράς. Κύριο αποτέλεσµα αυτού είναι η κακή επικοινωνία και η χαλάρωση της σχέσης εµπιστοσύνης κράτους – πολίτη, καθώς και η παγίωση της δυσαρέσκειας των πολιτών και του αισθήµατος δυσπιστίας και καχυποψίας προς τους δηµόσιους λειτουργούς.
Η διαφθορά αποτελεί ένα φαινόµενο µε κοινωνικό, πολιτικό και οικονοµικό κόστος. Όσον αφορά στο κοινωνικό κόστος, η διαφθορά αποτελεί προπύργιο της απληστίας και της κατάχρησης εξουσίας, αυξάνει τη φτώχεια και υποβαθµίζει την ποιότητα των δηµοσίων υπηρεσιών. Σχετικά με το πολιτικό κόστος, υπονοµεύει τους πολιτικούς θεσµούς, την αξιοπιστία του κράτους προς τον πολίτη, αλλά και το ίδιο το πολιτικό σύστηµα αντιπροσώπευσης, καθώς αφήνει τους δηµοκρατικούς θεσµούς απροστάτευτους και παραβιάζει βασικές αρχές της λειτουργίας της διοικητικής δράσης.
Τέλος, αποφέρει οικονοµικό κόστος, καθώς η ύπαρξη διαφθοράς στο δηµόσιο τοµέα υπονοµεύει την επενδυτική δραστηριότητα και µειώνει την παραγωγικότητα των δηµοσίων έργων και την ποιότητα των υποδοµών µίας χώρας.. Όταν οι κυβερνήσεις συνάπτουν συµβάσεις προµηθειών ή έργων µε επιχειρήσεις, οι οποίες υιοθετούν πρακτικές διαφθοράς, τότε ελαχιστοποιείται η δίκαιη κατανοµή του εισοδήµατος, προκαλείται αδικαιολόγητη επιβάρυνση των φορολογουµένων, παραµορφώνεται ο αναδιανεµητικός ρόλος του κράτους και μειώνονται τα έσοδα του κράτους.
Το φαινόµενο της διαφθοράς στο δηµόσιο τοµέα έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Παρατηρούνται εµπόδια στην κοινωνική αλλά και οικονομική ανάπτυξη, ενώ παράλληλα αποσταθεροποιείται η έννοµη τάξη και αποδιοργανώνεται το πολιτικο-διοικητικό σύστημα.
Αναμφισβήτητα, για να προκύψει το επιθυµητό αποτέλεσµα θα πρέπει πρώτα από όλα να επιχειρηθεί η ανάπλαση της πολιτικής αλλά και διοικητικής κουλτούρας της χώρας, έτσι ώστε να προκύψει µία µεγάλη ηθική και πολιτική αντίδραση στη σηµερινή κατάσταση. Απαιτείται η ηθική ανοικοδόµηση των δηµοσίων λειτουργών, έτσι ώστε να φτάσουν σε υψηλά επίπεδα επαγγελµατικής ακεραιότητας, αυτονοµίας και ηθικής µέσα σε ένα γρήγορο εξελισσόµενο δηµόσιο τοµέα καθώς και η ύπαρξη διαφάνειας στη λειτουργία της διοίκησης και στο δηµόσιο βίο γενικότερα. ∆ίχως αυτά κανένας κανόνας δικαίου, κανένας µηχανισµός ελέγχου και κανένα σύστηµα ηλεκτρονικής διακυβέρνησης δεν θα µπορέσει να λύσει το πρόβληµα.
Αλεξία Χαρακίδα
Πολιτική επιστήμη και Κοινωνική Διοίκηση ΔΠΘ
ΠΜΣ Δημοσιογραφία και Νέα Μέσα ΕΚΠΑ
ΠΜΣ Δημόσιο Δίκαιο και Δημόσια Πολιτική ΕΚΠΑ
Τομεάρχης Έρευνας και Καινοτομίας ΟΝΝΕΔ Αιτωλ/νίας
Υπεύθυνη Επικοινωνίας Εμπορίου και Βιομηχανίας ΟΝΝΕΔ (πανελλαδικά)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου