Είναι οι πρώτες προεδρικές εκλογές της «εποχής Μακρόν». Δηλαδή, μια αναμέτρηση στο τοπίο που διαμόρφωσε η «υπερβατική» υποψηφιότητα και εκλογή ενός πολιτικού που έκανε τη δική του εκδοχή «Κέντρου» καταλύτη μιας συνολικότερης αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού της Γαλλίας.
Αρκεί να σκεφτούμε ότι η εκλογή του Μακρόν σηματοδότησε ταυτόχρονα τη αποδιάρθρωση του σοσιαλιστικού κόμματος (που είχε κερδίσει τις προηγούμενες εκλογές υπό τον Φρανουά Ολάντ) αλλά και του ευρύτερου χώρου της Κεντροδεξιάς όπως φάνηκε στην αποτυχία να περάσει ο Φρανσουά Φιγιόν στον δεύτερο γύρο. Όλα αυτά οδήγησαν στον Μακρόν να κατορθώνει να περάσει στο δεύτερο γύρο και τελικά να εκλέγεται έχοντας τη στήριξη όσων δεν επιθυμούσαν να δουν την ακροδεξιά στο Προεδρικό Μέγαρο.
Από τον Απρίλιο του 2017 πολλά έχουν αλλάξει στη Γαλλία. Ο Μακρόν βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα μεγάλο κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας με το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» που μπορεί να μην απέκτησε ποτέ «πολιτική έκφραση», όμως εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς πολλών γάλλων που δεν αισθάνονται ότι τους «χωρά» η τρέχουσα διάρθρωση των πολιτικών δυνάμεων.
Στη συνέχεια ήρθε η δοκιμασία της πανδημίας που αποτέλεσε μια δοκιμασία πολλαπλά και για την κοινωνία και για το πολιτικό σύστημα, με αποκορύφωμα τη μεγάλη αντιπαράθεση σε σχέση με το «υγειονομικό διαβατήριο.
Σε όλο αυτό το διάστημα ο Μακρόν είχε διάφορες μετατοπίσεις πολιτικές. Σε αρκετά σημεία κινήθηκε σε πιο αυταρχική κατεύθυνση σε σχέση με το προεκλογικό του προφίλ. Από την άλλη, προσπαθεί να παρουσιάσει εαυτόν ως αυτόν που υπερασπίστηκε το «κοινωνικό κράτος» μέσα σε μια κρίσιμη δοκιμασία.
Συγκρούστηκε με τους «αντιεμβολιαστές» και αυτό είναι κάτι που απέβλεπε, εκτός όλων των άλλων και στο να προσελκύσει το μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος που βλέπει θετικά τα εμβόλια. Προσπάθησε να παρουσιαστεί ως ο βασικός θεματοφύλακας του ευρωπαϊκού πνεύματος, ενόψει και της αποχώρησης της Άνγκελ Μέρκελ και επένδυσε αρκετά στο να υπογραμμίσει ότι η Γαλλία εξακολουθεί να διαθέτει στρατιωτικές δυνατότητες «μεγάλης δύναμης».
Με δεδομένη την κρίση των Républicains, της βασικής δηλαδή κεντροδεξιάς (και εν μέρει «γκωλικής») παράταξης, σε πρώτη φάση το ενδιαφέρον έπεσε στην Άκρα Δεξιά. Για ένα σημαντικό διάστημα φάνηκε ότι η Μαρίν Λε Πεν, που επένδυσε στη δυσαρέσκεια, αποφεύγοντας όμως να ταυτιστεί με τα «Κίτρινα Γιλέκα, θα ήταν στον δεύτερο γύρο και το μεγάλο ερώτημα ήταν εάν θα μπορούσε να ξεπέρναγε το εκλογικό όριο της ταυτότητάς της και άρα να χτυπούσε όντως τον Μακρόν.
Σε αυτό το πλαίσιο εδώ και χρόνια η προσπάθειά της είναι να πείσει ότι αποτελεί μέρος του «συστημικού» πολιτικού φάσματος και ότι δεν έχει σχέση με την πολιτική κουλτούρα του πατέρα της Ζαν-Μαρί Λε Πεν.
Όμως, τα πράγματα άλλαξε η υποψηφιότητα του Ερίκ Ζεμούρ. Ο γνωστός δημοσιογράφος, γνωστός για τις ιδιαίτερα σκληρές ακροδεξιές θέσεις του και ο οποίος εκμεταλλεύτηκε το είναι αναγνωρίσιμο πρόσωπο, για να κατοχυρώσει το ρεύμα υπέρ της δικής του υποψηφιότητας, που έχει ως βασικό στοιχείο την επιστροφή σε διάφορους «κοινούς τόπους της ακροδεξιάς» στη Γαλλία και την Ευρώπη και σε συνωμοσιολογικές και ρατσιστικές απόψεις όπως αυτές της «μεγάλης αντικατάστασης».
Η διαφαινόμενη διάσπαση της ακροδεξιάς ψήφου στη Γαλλία έδωσε νέα ώθηση στα σχέδια για επιστροφή της Κεντροδεξιάς σε τροχιά διεκδίκησης της Προεδρίας, με αφετηρία την αναζήτηση υποψηφίου που να μπορεί να περάσει στον δεύτερο γύρο και άρα να αμφισβητήσει τον Μακρόν.
Σε αυτό το φόντο αναδείχθηκε η υποψηφιότητα της Βαλερί Πεκρές. Πρώην υπουργός των κυβερνήσεων του Νικολά Σαρκοζί, η Πεκρές προσπαθεί να συνδυάσει την τεχνοκρατική αποτελεσματικότητα με μια ιδιαίτερη έμφαση σε ζητήματα «νόμου και τάξης» και ασφάλειας για να μπορέσει να απευθυνθεί και στο κοινό της Ακροδεξιάς.
Χαρακτηριστική η πρόσφατή δήλωσή της, ότι πρέπει να ξαναβγούν οι ηλεκτρικές σκούπες Karcher από τις αποθήκες, που επανέλαβε ουσιαστικά μια παλιά τοποθέτηση του Σαρκοζί ότι για την ανάγκη «σκληρής γραμμής» για να «εκκαθαριστούν» τα προάστια με τις μεγάλες συγκεντρώσεις μεταναστών και Γάλλων πολιτών μεταναστευτικής καταγωγής.
Η Πεκρές, που δεν θεωρείται ιδιαίτερα «επικοινωνιακή» επενδύει αρκετά στο ότι είναι ένα σχετικά νέο πρόσωπο στην κεντρική σκηνή, στο ότι κατορθώνει να οικοδομεί δεσμούς με τους εκλογείς της και βέβαια στο ότι διεκδικεί να είναι η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της Γαλλίας.
Όμως, την ίδια στιγμή, για να καταφέρει θα πρέπει να καταφέρει να αντέξει στη διπλή πίεση στην οποία θα βρίσκεται και από την πλευρά του Μακρόν σε σχέση με τους ψηφοφόρους του Κέντρου και από την Λε Πεν ως προς την ευρύτερη δεξιά ψήφο.
Με βάση τη γαλλική πολιτική ιδιόλεκτο, η έννοια της Αριστεράς κυρίως αναφέρεται στον χώρο που παλαιά κατείχε το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Όμως, πλέον είναι ένα κόμμα σε κρίση. Καταρχάς δεν υπάρχει σαφής μηχανισμός για το εάν θα υπάρξει ένας ενωτικός υποψήφιος. Η Αν Ινταλγκό, δήμαρχος του Παρισιού, κέρδισε την εσωκομματική διαδικασία ανάδειξης (που όμως αφορούσε μόνο τα μέλη), όμως τα δημοσκοπικά της αποτελέσματα παραμένουν αρνητικά.
Όμως, υπάρχει παράλληλα και μια προσπάθεια για μια «λαϊκή προκριματική εκλογή» που έχει προωθηθεί για την εκλογή «ενωτικού υποψηφίου» της Αριστεράς και στην οποία η Ινταλγκό έχει δηλώσει ότι θα συμμετάσχει, όχι όμως ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν ούτε ο Γιανίκ Ζαντό, υποψήφιος των Οικολόγων. Σε αυτή τη διαδικασία, στην οποία έχουν δηλώσει επιθυμία συμμετοχής 300.000 εκλογείς, έχει δηλώσει την επιθυμία της να συμμετάσχει και η πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Κριστιάν Τομπιρά που έχει καλύτερα ποσοστά στις δημοσκοπήσεις από την Ινταλγκό.
Σε αυτό το τοπίο ο Ζαντό και οι Οικολόγοι έχουν προσπαθήσει να προωθηθούν ως εναλλακτική υποψηφιότητα του χώρου της Αριστεράς. Ο Ζαντό δείχνει να τα πηγαίνει καλύτερα από τους άλλες υποψηφιότητες του χώρου του Σοσιαλιστικού Κόμματος, αλλά η δυναμική δεν είναι μεγάλη. Ούτως ή άλλως τα ποσοστά όλων των υποψηφίων της Αριστεράς παραμένουν χαμηλά στις δημοσκοπήσεις.
Κάπως καλύτερα τα πάει ο Ζαν-Λυν Μελανσόν, ως επικεφαλής της «Ανυπότακτης Γαλλίας», αν και αυτού τα δημοσκοπικά ποσοστά παραμένουν μεν υψηλότερα όλων των άλλων υποψηφίων της Αριστεράς, αλλά χαμηλότερα του εντυπωσιακού 19,58% που είχε πετύχει το 2017. Σε αυτό συντελεί εν μέρει και το γεγονός ότι αυτή τη φορά το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έχει επιλέξει να κατεβάσει δικό του υποψήφιο.
Σε αυτό το φόντο οι δημοσκοπήσεις παρουσιάζουν ένα τοπίο που ακόμη είναι αρκετά ασαφές. Ο Μακρον παραμένει με σαφήνεια μπροστά, με ποσοστά γύρω στο 24-25%. Στη δεύτερη θέση η Πεκρές στις αρχές Δεκεμβρίου φάνηκε να μπορεί να κάνει τη διαφορά και να ξεπεράσει την Μαρίν Λε Πεν, όμως η τελευταία φαίνεται ότι έχει ξεκινήσει την αντεπίθεσή της και τις τελευταίες μέρες δείχνει να προηγείται ξανά στην κόντρα για τη δεύτερη θέση και το πέρασμα στον δεύτερο γύρο. Κατά τη γαλλική έκδοση της HuffPost ο μέσος όρος των δημοσκοπήσεων της δίνει 16,6% ενώ 16,1% παίρνει η Πεκρές, πράγμα που σημαίνει ότι η μάχη συνεχίζεται.
Αντιθέτως ο Ζεμούρ δεν κατάφερε ακόμη να επιστρέψει στα ποσοστά που είχε πριν την επίσημη ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του και κινείται γύρω στο 12,5%. Από εκεί και πέρα ξεκινά ο κατακερματισμός της Αριστεράς αποτυπώνεται στο 9.4% (κατά τον μέσο όρο της HuffPost – άλλες δημοσκοπήσεις δίνουν υψηλότερο) του Μελανσόν, στο 7,3% του Ζαντό και τα κάτω του 4% ποσοστά της Ινταλγκό (αντιθέτως όσες δημοσκοπήσεις μετρούν την Τομπιρά της δίνουν μεγαλύτερο ποσοστό από την «επίσημη» υποψήφια των Σοσιαλιστών).
Αυτή τη στιγμή η Γαλλία είναι μια χώρα έντονα διαιρεμένη. Η δεξιά και η ακροδεξιά εξακολουθούν να έχουν μια ιδιαίτερα ισχυρή παρουσία και αποτυπώνουν μετατοπίσεις που είχαν υπάρξει και τις προηγούμενες δεκαετίες και σε σχέση με τα λαϊκά και σε σχέση με τα μικροαστικά στρώματα αλλά και την μετατόπιση τμημάτων των ελίτ σε πιο αυταρχικές και αντιμεταναστευτικές θέσεις.
Ο «λαός της Αριστεράς» είναι υπαρκτός, αλλά κατακερματισμένος. Διαθέτει ισχυρές βάσεις είτε σε κομμάτια εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας εξοικειωμένα με άλλες πρακτικές αλληλεγγύης, είτε σε νεώτερες γενιές που σφυρηλατήθηκαν σε μεγάλα κινήματα, είτε στα νέα αιτήματα που προκύπτουν. Όμως, εξακολουθεί να μην έχει κοινό αφήγημα και συνεκτικό πρόταγμα.
Επιπλέον, μέρος της κοινωνικής διαμαρτυρίας δεν αισθάνεται ότι εκπροσωπείται από τα πολιτικά ρεύματα της Αριστεράς ή της «Αριστεράς της Αριστεράς». Πιο πρόσφατες κοινωνικές συγκρούσεις, όπως η αντιπαράθεση γύρω από τα «υγειονομικά διαβατήρια», αποτέλεσαν πεδίο διαπάλης ανάμεσα σε ρεύματα της αριστεράς και της ακροδεξιάς ως προς το ποιο θα είναι το κεντρικό στίγμα.
Απέναντι σε όλα αυτά ο Μακρόν εξακολουθεί επίσης να εκπροσωπεί μόνο ένα τμήμα της γαλλικής κοινωνίας. Έχει την υποστήριξη μεγάλου μέρους των φιλελεύθερων ελίτ, μεσαίων στρωμάτων, έχει κληρονομήσει ένα μέρος των ψηφοφόρων με σοσιαλδημοκρατικές αναφορές (και στη διάρκεια της πανδημίας επένδυσε σε αυτό με τα μέτρα που πήρε), και ένα κομμάτι της κεντροδεξιάς που θεωρεί ότι το εκπροσωπεί καλύτερα. Όμως, όπως φάνηκε και όταν το κόμμα του δοκίμασε να αναμετρηθεί στις τοπικές εκλογές, η πολιτική πρόταση ενός «μεταμοντέρνου» Κέντρου που προτείνει δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί «ηγεμονικό αφήγημα».
Οι δημοσκοπήσεις προς το παρόν του δίνουν σταθερό προβάδισμα στον δεύτερο γύρο είτε έχει απέναντί του την Μαρίν Λε Πεν είτε την Βαλερί Πεκρές. Όμως, αυτό μάλλον αποτυπώνει την απροθυμία πολλών ψηφοφόρων να δοκιμάσουν μια πιο σκληρή δεξιά (ή ακροδεξιά) υποψηφιότητα παρά τη δική του θετική απήχηση. Πάντως το τοπίο των κοινωνικών αντιθέσεων μάλλον θα παραμείνει ενεργό και μετά τις εκλογές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου