...του Μιχάλη Ουλίτσιο
(Ιδιωτικός Υπάλληλος Ξενοδοχείου
Πτυχιούχος ΤΕΙ Τουριστικών Επιχειρήσεων
M.Sc. in Tourism)
Πιο αναλυτικά, το 2018 η άμεση και έμμεση συμμετοχή του εν λόγω κλάδου στο ΑΕΠ της χώρας ανήλθε στο 30,9% ενώ το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού που απασχολήθηκε στον τομέα ξεπέρασε το 25%, προσφέροντας έσοδα άνω των 15 δισεκατομμυρίων ευρώ. Γενικότερα, οι απόλυτοι αριθμοί είναι δύσκολο να εκτιμηθούν καθώς ο τουρισμός είναι ένας κλάδος με ποικίλες υποδομές ενώ το λειτουργικό πλαίσιό του δεν είναι τόσο κατάλληλα δομημένο ώστε να μπορεί να προσφέρει μία διαυγή προσέγγιση στα μεγέθη του.
Ωστόσο, όπως είναι αναμενόμενο, μέσα στην ευρύτερη οικονομική δυσπραγία κανείς δεν παραμένει αλώβητος. Αυτό συνέβη και με το τουριστικό προϊόν το οποίο κάθε χρόνο υπερφορολογείται.
Πέρα από το γεγονός ότι μειώνονται τα κέρδη και κατά συνέπεια τα κίνητρα των εργαζομένων κάθε βαθμίδας, υπάρχει σημαντικό αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα του προϊόντος. Η πτώση της ανταγωνιστικότητας ευνοεί περαιτέρω τους ήδη δυνατούς ανταγωνιστές της Ελλάδας, οι οποίοι ευνοούνται είτε από το φορολογικό σύστημα (Ιταλία) είτε από το νόμισμα (Τουρκία).
Παράλληλα, παρατηρείται έντονη εποχικότητα του κλάδου, με τις μισές ετήσιες αφίξεις να πραγματοποιούνται τους καλοκαιρινούς μήνες. Από την άλλη πλευρά, η διασπορά των τουριστών είναι ιδιαιτέρως άνιση, σε σημείο που κάποιοι προορισμοί ξεπερνούν τη φέρουσα ικανότητά τους και μειώνεται η ποιότητα του τουριστικού προϊόντος ενώ άλλοι προορισμοί δεν αναπτύσσονται όσο θα μπορούσαν και εν τέλει υπολειτουργούν.
Με άλλα λόγια η Ελλάδα φαίνεται να είναι επαναπαυμένη στις δάφνες της και να απορροφά μία μειοψηφία τουριστών που συμπτωματικά δεν επέλεξαν μια γειτονική ή άλλη μεσογειακή χώρα.
Για την καταπολέμηση των φαινομένων τουριστικής παθογένειας πρέπει να υπάρξει μία σειρά από βήματα. Ένα από αυτά είναι η στροφή σε μορφές τουρισμού που δεν χαρακτηρίζονται απαραίτητα από εποχικότητα, όπως ο πολιτιστικός τουρισμός – που είναι και το δυνατό σημείο της Ελλάδας- ή ο γαστρονομικός και ο οινολογικός τουρισμός.
Φυσικά, δεν νοείται υγιής κλάδος χωρίς την ανάλογη κατάρτιση. Παρόλο που υπάρχουν φορείς στη χώρα που μπορούν να δημιουργήσουν ένα καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, οι επιχειρήσεις δεν λαμβάνουν σοβαρά υπόψη την αξία της τουριστικής εκπαίδευσης ενώ οι κρατικοί και άλλοι φορείς ακόμη και αν την αναγνωρίσουν, πρακτικά, δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα. Από την άλλη πλευρά, οι εργαζόμενοι υποφέρουν με τις εξαντλητικές συνθήκες καθώς δουλεύουν εποχιακά, με υπερβολικές (ενίοτε και απλήρωτες) υπερωρίες και χωρίς τις απαραίτητες ημέρες ανάπαυσης.
Ένα ακόμη στάδιο που πρέπει να υλοποιηθεί είναι η σύμπνοια ανάμεσα σε κράτος και τοπική κοινωνία έτσι ώστε να κατανοήσει ο ένας τις ανάγκες και τους περιορισμούς που θέτει ο άλλος, προκειμένου να υπάρξει μια απρόσκοπτη συνεργασία. Η πιο επώδυνη πτυχή σε αυτόν τον άξονα είναι ο φορολογικός εφιάλτης των τουριστικών επιχειρήσεων.
Εν κατακλείδι, θα μπορούσε να πει κανείς πως «αριθμητικά» η κατάσταση του τουρισμού στην Ελλάδα βρίσκεται ακόμη σε ικανοποιητικά επίπεδα. Ωστόσο, πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό πως αυτή η κατάσταση είναι μάλλον συμπτωματική και χρειάζεται συντονισμό και αγώνα για να παραμείνει όπως έχει και πόσο μάλλον για να βελτιωθεί.
Το θετικό σε αυτό το σημείο είναι πως οι διορθωτικές κινήσεις είναι φανερές και ανήκουν στους άξονες «Εναλλακτικές μορφές τουρισμού – Τουριστική κατάρτιση – Τουριστική συνείδηση και Βελτίωση του φορολογικού συστήματος».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου