Του καθηγητή Δ.Ε.Σ. Παν. Μακεδονίας κου. Δημήτριου Σκιαδά,
Πρόεδρος Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Παν. Μακεδονίας
Jean Monnet Chair on E.U. Budgetary Governance and Audit, Univ. of Macedonia
Διαβάζω τοποθετήσεις/αναλύσεις πολλών και καλών συναδέλφων και φίλων σχετικά με την προσφυγή της Ελλάδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ) για τη μόνη ελληνοτουρκική διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα: το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας των νησιών, το οποίο πλέον εμπλουτίζεται και με το θέμα της ΑΟΖ των νησιών. Παράλληλα διαβάζουμε ότι ενδεχομένως η Τουρκία να δεχόταν μια τέτοια διαδικασία δικαστικής επίλυσης ελληνοτουρκικών διαφορών, αλλά ως τέτοιες θεωρεί όχι μόνο την προαναφερθείσα αλλά και τα θέματα του εύρους του ελληνικού εναερίου χώρου, της χάραξης θαλασσίων συνόρων, του καθεστώτος βραχονησίδων, των «γκρίζων ζωνών», της έρευνας και διάσωσης στο Ανατ. Αιγαίο, κλπ.
Προδήλως ο χώρος αυτός δεν ενδείκνυται για την ουσιαστική ανάλυση των θεμάτων αυτών. Όμως θεωρώ χρήσιμο να συμπληρώσω τις αναλύσεις των συναδέλφων με μια διάσταση που βλέπω να μην εξετάζεται ιδιαίτερα. Μιλάμε για «διαφορές». Το τι σημαίνει διαφορά ενώπιον του ΔΔΧ τόσο η διεθνής σχετική βιβλιογραφία όσο και το ίδιο το ΔΔΧ – καλώς ή κακώς – το έχουν αποσαφηνίσει. Το ΔΔΧ, εφόσον τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν δεχθεί τη δικαιοδοσία του και εισάγουν ενώπιον του την υπόθεση, δεν ακολουθεί το υποκειμενικό κριτήριο, δηλ. το τι θεωρούν τα εμπλεκόμενα μέρη (εν προκειμένω Ελλάδα και Τουρκία) ως πραγματική διαφορά. Θα μελετήσει τα επιχειρήματα και των δύο και θα διαγνώσει το ίδιο εάν υπάρχει πραγματική διαφορά (real dispute) και ποια είναι τα εμπλεκόμενα μέρη. Δεν δεσμεύεται από τις απόψεις των μερών. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Ανατολικού Τιμόρ (Πορτογαλία κατά Αυστραλίας, 1995) όπου έκρινε το ΔΔΧ (επικαλούμενο προηγούμενη νομολογία του) ότι, παρά τις ενστάσεις της Αυστραλίας περί έλλειψης πραγματικής διαφοράς και περί τεχνητού περιορισμού των πτυχών της υπόθεσης σε συγκεκριμένα ζητήματα από την Πορτογαλία, υπήρχε εν προκειμένω πραγματική διαφορά και προχώρησε στην εκδίκαση της.
Μια αναγωγή αυτής της υπόθεσης (και της συναφούς νομολογίας του ΔΔΧ) στην ελληνοτουρκική διένεξη καταδεικνύει τον (ρεαλιστικό) κίνδυνο το ΔΔΧ να μην περιοριστεί μόνο στα ζητήματα που θα θέσει η μια ή η άλλη πλευρά ως διαφορές αλλά να διατυπώσει τη δική του θέση και με βάση αυτή να κρίνει. Και εάν αυτή η θέση δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της μιας ή της άλλης πλευράς, τότε η δυνατότητα επίκλησης από αυτές της μη αναγνώρισης δικαιοδοσίας επί συγκεκριμένων θεμάτων (κάτι που έχει ήδη κάνει η Ελλάδα ενώ η Τουρκία έχει αρνηθεί συνολικά τη δικαιοδοσία αλλά για να επιδιώξει τα ανωτέρω θέματα προφανώς θα αλλάξει στάση) θα είναι πολύ περιορισμένη και ενδεχομένως επικίνδυνη καθώς η πλευρά που θα την επικαλεστεί, αυτομάτως θα χαρακτηριστεί ως η πλευρά που «φοβάται» την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου. Ειδικά για την Ελλάδα μια τέτοια εξέλιξη θα είναι μια μεγάλη ήττα, δεδομένου ότι μέχρι τώρα η ελληνική πλευρά είναι αυτή που θέτει ζήτημα προσφυγής στο ΔΔΧ.
Επομένως, η επιλογή της προσφυγής στο ΔΔΧ θα πρέπει να γίνει έχοντας εκτιμήσει όλες τις περιπτώσεις και έχοντας κάνει την κατάλληλη προετοιμασία τόσο σε επίπεδο νομικής προπαρασκευής όσο και σε επίπεδο ενημέρωσης της ελληνικής κοινής γνώμης. Κανείς δεν μπορεί να προδικάσει μια κρίση του ΔΔΧ. Η υπόθεση της καταδίκης της Ελλάδας από το ΔΔΧ (2011) για το θέμα του βέτο του Βουκουρεστίου (που επισήμως αποτέλεσε τη νομική βάση για τη μετέπειτα Συμφωνία των Πρεσπών) είναι πολύ διδακτική για το πόσο μπορεί να απέχει η νομική πραγματικότητα από τις επιθυμίες μας…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου