Μιανμάρ, ΝΑ Ασία. Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας συντελείται. Θύμα του ένας από τους πιο κατατρεγμένους λαούς του κόσμου κι όμως σε πολλούς εντελώς πρωτάκουστος: στον λαό των Ροχίνγκια και στα αιτήματά του σπάνια δόθηκε η “τιμή” να απασχολήσουν τη διεθνή κοινότητα· τα βάσανά του σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις συγκίνησαν αρκετά, ώστε να εξασφαλίσουν μια θέση στη στήλη κάποιας εφημερίδας και η σπαραχτική του ιστορία μόλις και μετά βίας κατόρθωσε να στριμωχτεί ανάμεσα σε άλλες ειδήσεις από το εξωτερικό σε κάποιο δελτίο ειδήσεων των 8 μ.μ. Το μαρτύριο των Ροχίνγκια έμεινε για καιρό κρυφό από την υπόλοιπη υφήλιο, ήρθε όμως η ώρα να αποκαλυφθεί και να αποδοθεί επιτέλους δικαιοσύνη.
Η ιστορία του παρόντος άρθρου εκτυλίσσεται στη μακρινή Μιανμάρ ή Βιρμανία, όπως ήταν γνωστή στον κόσμο μέχρι το 1989. Μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν της ασιατικής αυτής χώρας κρίνεται απαραίτητη για τη βαθύτερη και σφαιρικότερη κατανόηση του ζητήματος από τον αναγνώστη. Ήδη κατά τους τελευταίους αιώνες π.Χ. τα εδάφη της σημερινής Μιανμάρ κατοικούνταν από πλήθος διαφορετικών φυλών. Στο πέρασμα των αιώνων, κάθε φυλετική ομάδα που κυριαρχούσε επί των υπολοίπων ίδρυε και δικό της, ξεχωριστό βασίλειο, με πιο γνωστό εκείνο της φυλής των Μον. Η πάλη των τοπικών φυλών για την κυριαρχία συνεχίστηκε μέχρι το 1885-1886, οπότε η Βιρμανική Αυτοκρατορία υποτάχθηκε στους Βρετανούς, ύστερα από τρεις διαδοχικούς αγγλοβιρμανικούς πολέμους, και προσαρτήθηκε ως επαρχία στη Βρετανική Ινδία.
Με τη λήξη της περιόδου της αποικιοκρατίας, μετά το πέρας του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, η χώρα κέρδισε την ανεξαρτησία της το 1948. Ωστόσο, έκτοτε η πολιτική κατάσταση στη χώρα παραμένει τεταμένη και ταραχώδης, η οικονομία της χώρας είναι καταβαραθρωμένη, επικρατεί μεγάλη εθνική ένταση μεταξύ της βιρμανικής πλειοψηφίας και των μικρότερων εθνικών ομάδων, οι εξεγέρσεις από εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις αποτελούν συχνό φαινόμενο, ενώ μέχρι το 2011 στη χώρα εξακολουθούσε να υπάρχει στρατιωτικό καθεστώς. Έτος-καμπή στη σύγχρονη ιστορία της Μιανμάρ αποτελεί το 1988: φοιτητική εξέγερση ξέσπασε με αίτημα τον εκδημοκρατισμό της χώρας και η στρατιωτική εξουσία της χώρας, εκμεταλλευόμενη την προκληθείσα αστάθεια, εγκαθίδρυσε νέα χούντα.
Οι στρατιωτικοί σχημάτισαν το Κρατικό Συμβούλιο Νόμου και Αποκατάστασης της Τάξης (SLORC), το οποίο ανέλαβε την εξουσία και αποτέλεσε την πολιτική έκφανση της στρατιωτικής εξουσίας. Στις εκλογές του 1990 που ακολούθησαν το SLORC αρνήθηκε να παραδώσει τη διακυβέρνηση της χώρας στο κόμμα που επικράτησε καταστέλλοντας τη δημοκρατική αντιπολίτευση (Εθνική Ένωση της Δημοκρατίας) με ηγέτιδα την τιμηθείσα το 1991 με Νόμπελ Ειρήνης Αούνγκ Σαν Σούου Κίι. Η ανατροπή της λαϊκής βούλησης, ωστόσο, δεν προκάλεσε τη διεθνή απομόνωση της χώρας.
Αντιθέτως, τα επόμενα χρόνια το στρατιωτικό καθεστώς συνεργάστηκε ανοιχτά με την κινεζική κυβέρνηση από την οποία εξαρτιόταν οικονομικά, ενώ ανέπτυξε και πολύ καλές –οικονομικές κατά πρώτο και κύριο λόγο- σχέσεις με τη Ρωσία, την Ινδία και την Ταϊλάνδη. Παρά την επίσημη καταδίκη του καθεστώτος από τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, γαλλικές και αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες (Total και Chevron αντίστοιχα) προχώρησαν σε τεράστιες επενδύσεις στη Μιανμάρ εκμεταλλευόμενες τον ορυκτό πλούτο της χώρας, γεγονός που εμπόδισε συχνά την υλοποίηση των απειλών επιβολής κυρώσεων στο στρατιωτικό καθεστώς από τα δύο κράτη.
Οι εκλογές που διεξήχθησαν στη χώρα το 2010 σύμφωνα με τη σχετική επιταγή του νέου Συντάγματος, το οποίο παραχώρησε το στρατιωτικό καθεστώς το 2008, και η παραίτηση της στρατιωτικής ηγεσίας που ακολούθησε το 2011 οδήγησαν τη χώρα σε μια μεταβατική περίοδο. Έκτοτε έχουν σημειωθεί μικρά βήματα εκδημοκρατισμού και προόδου και η Μιανμάρ έχει αναπτύξει επίσημη εξωτερική πολιτική. Το 2015 το δημοκρατικό κόμμα της Μιανμάρ (National League of Democracy/NLD) με επικεφαλής την Αούνγκ Σαν Σούου Κίι, η οποία είχε γίνει σύμβολο των αγώνων κατά της δικτατορίας και είχε κυνηγηθεί ανελέητα από το στρατιωτικό καθεστώς, κερδίζει τις κοινοβουλευτικές εκλογές και το 2016 σχηματίζει κυβέρνηση με πρώτο εκλεγμένο πρόεδρο της Μιανμάρ τον Χτιν Κιάου.
Η Αούνγκ Σαν Σούου Κίι, αν και αρχηγός του πρώτου κόμματος στις εκλογές, δεν κατέστη τυπικά αρχηγός της κυβέρνησης, καθώς ισχύουσα συνταγματική προϋπόθεση (o σύζυγος και τα τέκνα της είναι ξένοι υπήκοοι) δεν της επιτρέπει να αναλάβει το αξίωμα αυτό, στην πραγματικότητα όμως είναι αυτή που βρίσκεται πίσω από κάθε απόφαση που λαμβάνει η πολιτική εξουσία της χώρας (de facto αρχηγός της κυβέρνησης της Μιανμάρ). Η νέα κυβέρνηση έθεσε ως πρωταρχικό στόχο τον κατευνασμό των εθνικών εξεγέρσεων που μαίνονται και τη σύγκλιση μεταξύ των αντιμαχόμενων εθνικών ομάδων, ενώ σε δεύτερη μοίρα πέρασε η οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Το 2018 ο πρόεδρος της χώρας Χτιν Κιάου υπέβαλε απρόσμενα την παραίτηση του επικαλούμενος λόγους υγείας και στη θέση του εξελέγη ο Ουίν Μιντ, στενός σύμμαχος της Αούνγκ Σαν Σούου Κίι και μέλος του NLD, ο οποίος μέχρι σήμερα διατελεί πρόεδρος της χώρας.
Ποιοι είναι όμως οι Ροχίνγκια και για ποιο λόγο απευθύνουν έκκληση βοήθειας προς την ανθρωπότητα; Οι Ροχίνγκια συγκροτούν μια ισχυρή μουσουλμανική μειονότητα της Μιανμάρ, η οποία εντοπίζεται πρωτίστως στην πολιτεία Ρακίν, αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας, σε άλλες χώρες και ειδικά τα τελευταία χρόνια σε καταυλισμούς προσφύγων στο γειτονικό Μπανγκλαντές. Στη διεθνή έννομη τάξη και σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1954 για το Καθεστώς των Ανιθαγενών, τους αποδίδεται ο χαρακτηρισμός «άπατρις λαός», ο οποίος με απλά λόγια σημαίνει ότι δε θεωρούνται πολίτες κανενός κράτους. Οι Ροχίνγκια υποστηρίζουν ότι είναι αυτόχθονες της Δυτικής Μιανμάρ με κληρονομιά πάνω από μια χιλιετία και επιρροή από τους Άραβες, τους Μουγκάλ (Μογγόλοι) και τους Πορτογάλους.
Εντούτοις, η κυβέρνηση της χώρας έχει σταματήσει να αναγνωρίζει τον όρο "Ροχίνγκια" και προτιμά να αναφέρεται στην κοινότητα ως "Μπενγκάλι", επικαλούμενη τον νόμο περί απόδοσης βιρμανικής ιθαγένειας του 1982, στον οποίον αναγνωρίζονται 135 εθνικές ομάδες που κατοικούν στη Μιανμάρ, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η μουσουλμανική μειονότητα των Ροχίνγκια στη λίστα αυτή -νόμος που έχει επικριθεί βέβαια εντόνως ως αυθαίρετος και αντίθετος στο κατοχυρωμένο δικαίωμα του διεθνούς δικαίου της αυτοδιάθεσης των λαών- θεωρεί δε ότι το μεγαλύτερο μέρος της μειονότητας αυτής αποτελούν παράτυποι μετανάστες από το σημερινό Μπανγκλαντές. Είναι, εξάλλου, χαρακτηριστικό ότι στην απογραφή που διεξήχθη το 2014 στη χώρα με απόφαση της κυβέρνησης καταμετρούνταν μόνο όσοι αποδέχονταν την ονομασία «Μπενγκάλι» και δεν αυτοπροσδιορίζονταν ως «Ροχίνγκια».
Πρόσθετοι περιορισμοί έχουν επιβληθεί άλλωστε στα ήδη ελάχιστα δικαιώματα της μειονότητας με σειρά νέων μέτρων και νόμων από το 2012 και έπειτα. Αναλυτικότερα, προβλέφθηκε μεταξύ άλλων ειδική άδεια από το κράτος για την τέλεση γάμου μεταξύ δύο Ροχίνγκια και όριο δύο τέκνων στα παντρεμένα ζευγάρια, τέθηκαν εμπόδια και περιορισμοί στην πρόσβασή τους σε υπηρεσίες υγείας, στις επαγγελματικές τους ευκαιρίες ακόμα και στην επισκευή των οικιών τους και την κατασκευή καταστημάτων. Τυχόν μη συμμόρφωση προς αυτούς τους κανόνες επισύρει βαρύτατες ποινές, ενώ δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που οι στρατιωτικές δυνάμεις της Μιανμάρ προχώρησαν αυθαίρετα σε κατασχέσεις κτημάτων που ανήκαν σε μέλη της μειονότητας, ακόμα και σε επιβολή καταναγκαστικής εργασίας σε Ροχίνγκια.
Το 2016 με το σχηματισμό της πρώτης εκλεγμένης δημοκρατικής κυβέρνησης της Μιανμάρ με επικεφαλής τη βραβευμένη με Νομπέλ Ειρήνης και ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα Αούνγκ Σαν Σούου Κίι, οι ελπίδες των Ροχίνγκια να εισακουστεί το αίτημά τους για αυτοδιάθεση εντός της χώρας αναπτερώθηκαν. Από την πρώτη στιγμή της εκλογής της, η νέα κυβέρνηση φάνηκε να δείχνει πράγματι διάθεση να επιλύσει το μακροχρόνιο πρόβλημα των διώξεων σε βάρος της μουσουλμανικής μειονότητας με την ανάθεση τον Αύγουστο του 2016 στον πρώην Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Κόφι Ανάν της ηγεσίας μιας Συμβουλευτικής Επιτροπής με σκοπό να αποτιμήσει την κατάσταση και να παράσχει συμβουλές στην κυβέρνηση της Μιανμάρ.
Ωστόσο, οι εξελίξεις των τελευταίων ετών είναι δραματικές και καταιγιστικές. Παρά τις πομπώδεις διακηρύξεις και τις μεγαλοστομίες της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης, η οποία υποσχόταν την εξάλειψη των εθνικών συγκρούσεων εντός της επικράτειας της χώρας και την προστασία των μειονοτικών ομάδων, τον Οκτώβριο του 2016 ο στρατός της Μιανμάρ εξαπέλυσε νέο κύμα δριμύτατων διώξεων, το τρίτο ιστορικά μετά τις διώξεις των ετών 1978 και 1991-1992, σε βάρος της μουσουλμανικής μειονότητας των Ροχίνγκια: μαζικοί πυροβολισμοί, εκτελέσεις αμάχων, ανάμεσα σ’ αυτούς και παιδιών, βιασμοί, βασανιστήρια, ξυλοδαρμοί, λεηλασία, πυρπόληση και καταστροφή σπιτιών, καταστημάτων, τζαμιών, ακόμα και ολόκληρων χωριών.
Οι βαρβαρότητες και οι κτηνωδίες των ενόπλων δυνάμεων της Μιανμάρ σε βάρος του λαού των Ροχίνγκια υπολογίζεται ότι έχουν αναγκάσει από τα τέλη του 2016 μέχρι σήμερα περισσότερους από 700.000 εξ αυτών να εγκαταλείψουν τη χώρα και να καταφύγουν στο γειτονικό Μπαγκλαντές και έχουν οδηγήσει στον θάνατο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των παρατηρητών των Ηνωμένων Εθνών, 10.000 άτομα, ενώ ο πληθυσμός των Ροχίνγκια που έχει παραμείνει στη Μιανμάρ (περίπου 600.000) διαβιώνει κάτω από άθλιες συνθήκες στερούμενος βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.
Οι απάνθρωπες αυτές πράξεις των ενόπλων δυνάμεων της Μιανμάρ σε βάρος του λαού των Ροχίνγκια, παρά την έντονη φημολογία που είχε αναπτυχθεί σε διεθνές επίπεδο, μόλις πρόσφατα άρχισαν να έρχονται στο φως της δημοσιότητας στην πραγματική τους διάσταση σοκάροντας την υφήλιο.
Έναυσμα να ξεδιπλωθεί το κουβάρι των γεγονότων αποτέλεσε η αίτηση που υπέβαλε τον Νοέμβριο του 2019 η Γκάμπια στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης -το ανώτατο δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών με έδρα τη Χάγη- ως μέλος του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης και με σκοπό την υπεράσπιση της μουσουλμανικής κοινότητας των Ροχίνγκια. Πιο συγκεκριμένα, στην αίτησή της η αφρικανική χώρα ισχυρίζεται ότι η Μιανμάρ διαπράττει σε βάρος της εθνικής ομάδας των Ροχίνγκια το έγκλημα της γενοκτονίας και επικαλείται τη Διεθνή Σύμβαση για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας του 1948.
Παράλληλα, την προσφυγή αυτή της Γκάμπιας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ακολούθησε λίγες μέρες αργότερα η έγκριση από τους δικαστές του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου του αιτήματος της προϊσταμένης εισαγγελίας του δικαστηρίου Φατού Μπενσούντα, η οποία νωρίτερα το 2019 είχε ζητήσει τη διεξαγωγή επίσημης έρευνας γύρω από τους ισχυρισμούς για εθνοκάθαρση τελούμενη από 2016 στη Μιανμάρ. Τον Δεκέμβριο του 2019 ξεκίνησε η διαδικασία ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης με την κλήση και κατάθεση της βραβευμένης με Νόμπελ προέδρου του δημοκρατικού κόμματος της Μιανμάρ και de facto αρχηγό της κυβέρνησης Αούνγκ Σαν Σούου Κίι, η οποία απευθυνόμενη στους δικαστές υπεραμύνθηκε της κυβέρνησης της χώρας της και απέρριψε τις κατηγορίες για τέλεση του εγκλήματος της γενοκτονίας κατά των Ροχίνγκια χαρακτηρίζοντάς τες παραπλανητικές και μη συμβαδίζουσες με την πραγματικότητα.
Στην ομιλία της, η οποία αναμφίβολα έχει προκαλέσει ισχυρό κλονισμό της ηθικής αξιοπιστίας της άλλοτε διεθνούς αναγνωρισμένης ακτιβίστριας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η Αούνγκ Σαν Σούου Κίι ισχυρίστηκε ότι ο Απελευθερωτικός Στρατός των Ροχίνγκια (ARSA) ήταν αυτός που σε δύο φάσεις προέβη σε «τρομοκρατικές», όπως τις ονόμασε, ενέργειες εναντίον ενόπλων σωμάτων της Μιανμάρ, με αποτέλεσμα οι κρατικές ένοπλες δυνάμεις να υποχρεωθούν να απαντήσουν με «επιχειρήσεις κατά των αντιστασιακών ομάδων». Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια αποστροφή του λόγου της παραδέχτηκε ότι «δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι χρησιμοποιήθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις δυσανάλογη δύναμη από μέλη των ενόπλων δυνάμεων αντίθετα με τους κανόνες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου», ή ότι «η διάκριση μεταξύ πολεμιστών της ARSA και αμάχων πολιτών δεν ήταν αρκετά ξεκάθαρη», τοποθέτηση που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ομολογία ότι πράγματι έχουν διαπραχθεί βαρβαρότητες σε βάρος των Ροχίνγκια, τις οποίες άλλωστε φαίνεται να καταγράφουν τα πρώτα πορίσματα των ειδικών απεσταλμένων των Ηνωμένων Εθνών.
Ταυτόχρονα, και ενόσω αναμενόταν η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για το αν θα διατάξει τη λήψη προληπτικών μέτρων για την προστασία της εθνικής ομάδας των Ροχίνγκια, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υπερψήφισε στις 27 Δεκεμβρίου 2019 ψήφισμα με το οποίο καταδίκασε την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων της μουσουλμανικής αυτής μειονότητας, αλλά και άλλων μειονοτήτων της Μιανμάρ, κάλεσε τις αντιμαχόμενες πλευρές να απέχουν από εχθροπραξίες και ζήτησε από την κυβέρνηση της χώρας να λάβει έκτακτα μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της υποκίνησης εθνικού μίσους σε βάρος των μειονοτήτων και για την προστασία των μελών τους. Λίγες ημέρες αργότερα απεφάνθη και το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης, αφού πρώτα έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των διάδικων μερών και τις εκθέσεις των απεσταλμένων των Ηνωμένων Εθνών στη Μιανμάρ:
στις 23 Ιανουαρίου 2020 το Δικαστήριο εξέδωσε ομόφωνα μια μνημειώδη διακήρυξη με την οποία διατάσσει την κυβέρνηση της Μιανμάρ να αποτρέψει πράξεις γενοκτονίας, να διασφαλίσει ότι οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας θα συμμορφωθούν προς τις υποδείξεις του Δικαστηρίου και δε θα προχωρήσουν σε νέες επιχειρήσεις «εκκαθάρισης», να διαφυλάξει τις αποδείξεις τελεσμένων πράξεων γενοκτονίας και σε τέσσερις μήνες να δώσει αναφορά σχετικά με την τήρηση των νομικά δεσμευτικών υποχρεώσεων που της έχει επιβάλει το Δικαστήριο. Μετά από δεκαετίες καταπίεσης, διωγμών και προσφυγιάς ο λαός των Ροχίνγκια ατενίζει επιτέλους με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον του.
Οι ένοχοι των εγκλημάτων σε βάρος του έχουν αρχίσει να κάθονται ο ένας μετά τον άλλο στο εδώλιο του κατηγορουμένου και η δικαιοσύνη δε θα αργήσει να αποδοθεί. Μέσα όμως από την ιστορία αυτή θα πρέπει να επισημανθεί και να τονιστεί κάτι ακόμα πιο σημαντικό και ουσιώδες για το μέλλον της ανθρωπότητας: η υποχρέωση που έχει η διεθνής κοινότητα να εγκύπτει πάνω από κάθε ανθρωπιστικό πρόβλημα και να εξετάζει με σοβαρότητα και υπευθυνότητα κάθε καταγγελθείσα παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Καμία φυλή, κανένα έθνος, κανένα κράτος δε θα πρέπει να βρίσκεται σε δεύτερη μοίρα. Ας ελπίσουμε, λοιπόν, ότι η υπόθεση του λαού των Ροχίνγκια θα αποτελέσει την απαρχή μιας εντατικότερης προσπάθειας επίλυσης ανθρωπιστικών ζητημάτων που εντοπίζονται σε κάθε γωνιά του πλανήτη και προστασίας των αδύναμων και κατατρεγμένων όλης της Γης.
Γιάννης Αραμπατζής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου