Η σχέση τους κράτησε σχεδόν τέσσερις δεκαετίες και - με πολλές διακυμάνσεις - υπήρξε σχέση ανάμεσα σε δυο ανθρώπους με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα και δυο πολιτικούς με ριζικά αντίθετες θεωρίες και μεθόδους. Ενα «αταίριαστο ζευγάρι» που κινήθηκε ανάμεσα στην ακραία πόλωση και στο πολιτικό ειδύλλιο - και τούμπαλιν.
Το ενδιαφέρον σε αυτή την σχέση ήταν ότι παρά τις διαφορές τους οι δυο άνδρες λειτούργησαν συμπληρωματικά στη θεμελίωση της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας. Το αναγνώρισε ο Μανόλης Κεφαλογιάννης εκ μέρους της ΝΔ στο τελευταίο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Και διόλου τυχαία ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, εκτός από την πορεία του θείου του, είχε μελετήσει το ύφος της δημόσιας παρουσίας του αντιπάλου του.
Αν η Μεταπολίτευση είναι έργο του Καραμανλή, χωρίς τον Ανδρέα ίσως δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί - τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις στρατηγικές όψεις της. Π.χ., η ΕΟΚ υπήρξε σύλληψη και τέκνο του καραμανλικού οραματισμού. Αλλά ο παπανδρεϊκός ρεαλισμός την εμπλούτισε με το στοιχείο της διεκδίκησης όταν ήλθε η σειρά του - άσχετα από την εσωτερική διαχείριση του αποτελέσματος.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνήθιζε να λέει συχνά στον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου: «Εγώ είμαι υπεύθυνος για σένα». Εννοούσε ότι χάρη σε αυτόν, στην αρχή της δεκαετίας του 1960, ο σπουδαίος - πλην απόμακρος - οικονομολόγος από το Χάρβαρντ, γιος του βασικότερου πολιτικού αντιπάλου του εκείνη την εποχή, βρήκε μια θέση αντίστοιχη του κύρους του - σύμβουλος στην Τράπεζα της Ελλάδος και διευθυντής του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών, γνωστότερου ως ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών)- που του επέτρεψε να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Οπως θυμάται ο Αδαμάντιος Πεπελάσης, στενός φίλος του Ανδρέα με τη μεγαλύτερη διάρκεια στον χρόνο από οποιονδήποτε άλλον και υποδιευθυντής στο ΚΕΠΕ, η σχέση των δυο ανδρών είχε από την αρχή το στοιχείο των εκπλήξεων. Π.χ., δυο χρόνια μετά την ίδρυση του Κέντρου, ο Καραμανλής ζήτησε ενημέρωση. Επιστρέφοντας ο Ανδρέας, είπε ενθουσιασμένος στον Πεπελάση: «Ξέχνα τι λέει ο πατέρας μου. Με εντυπωσίασε ο Καραμανλής. Ξέρει τι θέλει για την Ελλάδα».
Με την είσοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην πολιτική το 1964, οι διαθέσεις του απέναντι στον «αρχηγό της Δεξιάς» θα αλλάξουν. Αλλά ο Καραμανλής έχει ήδη εγκατασταθεί στο Παρίσι και δεν θα υπάρξουν προσωπικές αντιπαραθέσεις μεταξύ τους. Ούτε στη διάρκεια της χούντας διασταυρώθηκαν, πέραν των δηλώσεων για κάποια γεγονότα.
Θα συναντηθούν στην πρώτη μεταδικτατορική Βουλή. Ο Καραμανλής είναι πανίσχυρος με 54% και 220 βουλευτές, ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου με το 13,3% του ΠΑΣΟΚ έχει μόλις δεκατρείς. Είχαν προηγηθεί η καθυστερημένη άφιξή του στην Αθήνα, η παράλειψή του από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Καραμανλή και οι οξύτατες αντιπαραθέσεις τους από τα προεκλογικά μπαλκόνια.
Σε εκείνη τη Βουλή ο Καραμανλής αντιμετώπιζε το ΠΑΣΟΚ σαν γκρουπούσκουλο, χωρίς να λείπουν οι μονομαχίες κορυφής με τον αρχηγό του. Ισως μία από τις πιο σοβαρές αναμετρήσεις μεταξύ τους έγινε τον Δεκέμβριο του 1974, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής διακήρυξε ότι «η Ελλάς ανήκει εις την Δύσιν» και ο Ανδρέας Παπανδρέου τού απάντησε: «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες».
Για πρώτη φορά ο Καραμανλής θα τον αντιμετωπίσει ως μόνιμο αντίπαλό του στα τέλη του 1975, όταν θα τον αποκαλέσει «αριστερά της Αριστεράς». Ο,τι ακριβώς ήθελε ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ εκείνη την περίοδο για να εδραιώσει τη θέση του στο νεοϊδρυθέν Κίνημα, όπου δεχόταν αμφισβητήσεις εξ αριστερών.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι ακόμη και τότε υπήρχαν μεταξύ τους υπόγειες διαδρομές. Το θέμα αυτό θα συνδεθεί με το περίφημο «Βυθίσατε το "Χόρα"» που είπε - περιοδεύοντας στη Θράκη - το καλοκαίρι του 1976 ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν το τουρκικό ερευνητικό σκάφος βγήκε για έρευνες στο Αιγαίο. Αργότερα δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι υπήρξε συνεννόηση μεταξύ τους.
Το υπαινίχθηκε πρώτος ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1980 - κατά τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης Ράλλη - ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και εν αναμονή πρωθυπουργός πλέον. Και το επιβεβαίωσε εμμέσως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος λέγοντας ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου «υπηρετούσε εθνικό σκοπό».
Ωστόσο ο Πέτρος Μολυβιάτης είπε αργότερα ότι απλώς ενημέρωσε ο ίδιος - ως διευθυντής του Πρωθυπουργικού Γραφείου - τον Παπανδρέου για το ενδεχόμενο της κρίσης με την Τουρκία και ότι το περίφημο σύνθημα προέκυψε «χωρίς καμία συνεννόηση, χωρίς καμία επαφή με τον πρωθυπουργό». Με ακόμη πιο κατηγορηματικό τρόπο ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης στο πρόσφατο βιβλίο του «Οπως τα έζησα: 1961-1981» αποκλείει να υπήρξε προσυνεννόηση.
Οι σχέσεις των δυο ανδρών άλλαξαν πλαίσιο και επίπεδο μετά το 1977. Τα νέα εκλογικά δεδομένα έφεραν τον Ανδρέα Παπανδρέου στη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον Καραμανλή σε αγωνιώδη αναμονή για την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ και τη μεταπήδηση του ιδίου στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Για το δεύτερο οι αντιδράσεις από την πλευρά Παπανδρέου δεν ήταν ιδιαίτερα σκληρές - μάλλον προτιμούσε να μην τον έχει αντίπαλο στην κάλπη του 1981.
Για την ΕΟΚ όμως η αντιπαράθεσή τους είχε ιστορικό, αλλά και καταλυτικό χαρακτήρα. Ο Καραμανλής ήταν αποφασισμένος να θωρακίσει τη χώρα με την ευρωπαϊκή ταυτότητα που της έδινε η προσχώρηση στην ΕΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν αντίθετος. Μόνο όταν μπήκε στην τελική ευθεία για την πρωθυπουργία έριξε τους τόνους, για να αλλάξει πλήρως κατεύθυνση όταν πήρε την εξουσία το 1981.
Μετά την κυβερνητική αλλαγή ο Καραμανλής αποσαφήνισε ότι δεν επρόκειτο να δεχθεί ούτε δημοψήφισμα για την ΕΟΚ ούτε οτιδήποτε θα άλλαζε τον γενικό προσανατολισμό της χώρας. Και ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Καραμανλής τον «επιτηρούσε» για να μη διαταραχθεί το δόγμα τού «ανήκομεν εις την Δύσιν» από την κυβέρνηση της Αλλαγής. Δεν πέρασε από την Αθήνα ευρωπαίος ηγέτης στον οποίο να μην άφηνε να εννοηθεί ότι εκτός από τον πρωθυπουργό είχε και ο ίδιος λόγο στις στρατηγικές επιλογές της χώρας: τις σχέσεις με την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ, αλλά και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό.
Εκείνη την περίοδο η σχέση τους υπήρξε άνιση κατά κάποιον τρόπο.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου τον αντιμετώπιζε με σεβασμό και τον συμβουλευόταν - ακόμη και όταν ο Καραμανλής τού έδειχνε τις επιφυλάξεις του. Ηταν άλλωστε και δώδεκα χρόνια μεγαλύτερός του και παλαιότερος στην πολιτική. Αλλά και ο Καραμανλής βοήθησε τον Ανδρέα Παπανδρέου να αποστεί από τη θέση «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και άλλες παρόμοιες προεκλογικές δεσμεύσεις. Επίσης εξουδετέρωσε αντιδράσεις στην αρχή της κυβερνητικής θητείας τού ΠΑΣΟΚ που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν δυσάρεστες καταστάσεις. Π.χ., αμέσως μετά τις εκλογές ο Καραμανλής - με τον γνωστό τρόπο της ανάμειξης των… καντηλιών στη συζήτηση - απέτρεψε τη στρατιωτική ηγεσία να παραιτηθεί όπως σκόπευε, ενέργεια που θα δημιουργούσε συνθήκες αποσταθεροποίησης.
Εκτοτε δημιουργήθηκε η αίσθηση του «ιστορικού συμβιβασμού» και της «αρμονικής συγκατοίκησης». Ο Κ. Καραμανλής δεν άσκησε ποτέ τις υπερεξουσίες που του έδινε τότε το Σύνταγμα του 1975 και ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν τον προκάλεσε ποτέ θίγοντας τα ιερά και τα όσια της πολιτικής του - αλλά και με την άρνησή του για κυβερνητική συνεργασία με το ΚΚΕ.
Οι φήμες για διαφωνίες διασκεδάζονταν εκατέρωθεν. Η πλευρά Καραμανλή προέβαλλε ότι ενεργεί προστατευτικά για να μην επικρατήσει ο «αυθορμητισμός του Ανδρέα» και ο πρωθυπουργός έδειχνε την «ευγενή ανοχή» του στις υποδείξεις του ρυθμιστή του πολιτεύματος.
Ο συμβολισμός αυτής της «στοργικής» σχέσης κορυφώθηκε στα τέλη του 1984, όταν ο Καραμανλής υποχρέωσε δημοσίως τον Ανδρέα Παπανδρέου να δώσει το χέρι του στον Κ. Μητσοτάκη - τον όποιο είχε αποκαλέσει «εφιάλτη», όταν εξελέγη στην ηγεσία της ΝΔ. Ηταν πάντως γνωστό ότι Παπανδρέου και Καραμανλής είχαν τα ίδια αισθήματα για τον νεοεκλεγέντα.
Οι καλές σχέσεις επιβεβαιώθηκαν και όταν πλησίαζε η ώρα της ανανέωσης της θητείας του Κ. Καραμανλή. Η μόνιμη απάντηση του Ανδρέα Παπανδρέου, όταν του ετίθετο το ζήτημα, ήταν: «Βλέπετε κανέναν καλύτερο;». Στις 28 Φεβρουαρίου 1985 συναντήθηκαν για τελευταία φορά και, σύμφωνα με τις διηγήσεις του Καραμανλή, ο Ανδρέας Παπανδρέου τού ανακοίνωσε ότι «το Εκτελεστικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ έχει πάρει ήδη απόφαση να τον προτείνει για δεύτερη θητεία».
Ενδεχομένως το πίστευε. Αλλά υπό το βάρος των εσωκομματικών πιέσεων, στις οποίες πρωτοστατούσαν ο Μένιος Κουτσόγιωργας κι ένας εκδότης λαϊκής εφημερίδας με υψηλές (τότε) πωλήσεις, άλλαξε γνώμη. Τον Μάρτιο του 1985 ανακοίνωσε την τροποποίηση του Συντάγματος και ταυτόχρονα την υποστήριξή του στον αρεοπαγίτη Χρήστο Σαρτζετάκη, ανακριτή της υπόθεσης Λαμπράκη, με τον ιδιαίτερο συμβολισμό που είχε αυτό έναντι του Καραμανλή. Εκείνη τη στιγμή οι σχέσεις των δυο ανδρών διακόπηκαν και δεν επανήλθαν ποτέ.
Με μια λιτή δήλωση ο Κ. Καραμανλής υπενθύμισε τις υποσχέσεις που του είχε δώσει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ με δική του πρωτοβουλία και κατέληξε ότι «σε ό,τι με αφορά, το θέμα λύεται αυτομάτως», αρνούμενος να προταθεί μόνο από τη ΝΔ. Αφησε τον Γιάννη Αλευρά ως πρόεδρο της Βουλής να ολοκληρώσει τη θητεία του.
Το χάσμα που έδειχνε τα προηγούμενα χρόνια ότι κλείνει έγινε δυσθεώρητο. Παρ' όλα αυτά, το καλοκαίρι του 1989, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου έχασε την εξουσία και αντιμετώπισε το ενδεχόμενο δυσάρεστου πολιτικού τέλους, ο Καραμανλής παρενέβη εμμέσως, επιτρέποντας να του αποδοθεί η δήλωση ότι «έναν πρωθυπουργό δεν τον στέλνεις στη φυλακή, τον στέλνεις στο σπίτι του».
Αργότερα, η τελευταία σύζυγος του Ανδρέα Παπανδρέου σε μια - αμφιλεγόμενη - εξομολόγηση ανέφερε ότι ο ίδιος είπε κάποια στιγμή μετά το 1993 στον Καραμανλή ότι «λυπάται επειδή τον αδίκησε το 1985 με την υποψηφιότητα Σαρτζετάκη». Πάντως ο χαρακτηρισμός «πολιτικός απατεών» που του απέδωσε ο Καραμανλής το 1985 για τους χειρισμούς τής 9ης Μαρτίου έμεινε στο ομώνυμο Αρχείο.
Το 1990 ο Καραμανλής επέστρεψε στο Προεδρικό Μέγαρο και πολύ σύντομα θα συναντούσε τον Ανδρέα Παπανδρέου ως πρωθυπουργό, συνοδευόμενο από τη Δήμητρα Λιάνη, προς την οποία, ευκαιρίας δοθείσης, έκανε και κάποια κομπλιμέντα.
Ο Α. Παπανδρέου έκτοτε είχε μόνο καλές κουβέντες στις συζητήσεις του για τον παλαιό αντίπαλό του. Αλλά στο καραμανλικό περιβάλλον υπήρχε δυσφορία για κάποια φαινόμενα διακυβέρνησης. Αμοιβαίες εξηγήσεις μεταξύ τους δεν πρόλαβαν ποτέ να δώσουν. Ο Α. Παπανδρέου έφυγε πρώτος το 1996. Και ο Κ. Καραμανλής τον αποχαιρέτησε με μια απολύτως καραμανλική δήλωση:
«Ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε μεγάλος πολιτικός ηγέτης. Τα ηγετικά του προσόντα δεν τα αρνούνται ούτε εκείνοι που αμφισβητούν το έργο του. Με τους αγώνες του έβαλε τη σφραγίδα της δυναμικής προσωπικότητάς του σε μια μακρά περίοδο της εθνικής μας ζωής».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου