Υπογράφει η νεαρά κυρία, Αλεξία Σταυρούλα Χαρακίδα***
Αναμφίβολα, η ανθρώπινη ιστορία και εξέλιξη είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το φυσικό περιβάλλον, το οποίο αποτελεί τον φυσικό τόπο γέννησης του ανθρώπου και ανάπτυξης της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής δραστηριότητάς του. Η δραστική και επαναλαμβανόμενη παρέμβαση του ανθρώπου, οδήγησε στην ταχύτατη υποβάθμιση και καταστροφή του περιβάλλοντος, γεγονός που έθεσε σοβαρούς κινδύνους για τη λειτουργία του οικοσυστήματος, των έμβιων και άβιων οργανισμών και εν τέλει για την υγεία και τη ζωή του ίδιου του ανθρώπου. Κατέστη λοιπόν σαφές ότι η δημιουργία ενός νομικού πλαισίου, το οποίο θα επέτρεπε τη λήψη μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος, συνιστούσε επιτακτική ανάγκη σε μια εποχή που το περιβάλλον αποτελούσε terra incognita για τη νομική επιστήμη, καθώς δεν είχε ακόμα αποκτήσει νομική διάσταση ως αγαθό, άξιο έννομης προστασίας. Μεταξύ των λόγων που οδήγησαν στην έκδοση της οδηγίας σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη ήταν η εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού.
Η νομική εξέλιξη που ακολούθησε σε επίπεδο νομοθεσίας, θεωρίας και νομολογίας, δημιούργησε τα θεμέλια του δικαίου του περιβάλλοντος και την ανάδειξη γενικών αρχών που διέπουν την προστασία αυτού. Μια εξέχουσα αρχή, με ευρύ πεδίο εφαρμογής και αντικείμενο έρευνας και σχολιασμού της παρούσης εργασίας, αποτελεί η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» (the polluter pays, pollueur payeur). Σε επίπεδο εθνικού δικαίου, η προστασία του περιβάλλοντος κατοχυρώνεται συνταγματικώς στα άρθρα 24, 117 Σ και στον εκτελεστικό νόμο 1650/1986. Αξίζει να τονιστεί ότι νομικός ορισμός του προστατευόμενου έννομου αγαθού «περιβάλλον» είναι αρκετά δυσχερής, δεδομένης της αμφισβήτησης περί του προσανατολισμού αυτού του ορισμού. Αναμφίβολα, το περιβάλλον ως ρυθμιστικό αντικείμενο του δικαίου, σχετίζεται με τον άνθρωπο, τον αποδέκτη των κανόνων δικαίου. Ως προστατευόμενο αγαθό του ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου, το περιβάλλον ταυτίζεται με «το ζωτικό χώρο όπου ζει και αναπτύσσει τις δραστηριότητές του ο άνθρωπος, και ορίζεται ως το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες».Η οδηγία αποσκοπεί στην πρόληψη και αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημιάς δηλαδή επικεντρώνεται στην οικολογική ζημία. Το πεδίο εφαρμογής της καλύπτει τα είδη και τους φυσικούς οικοτόπους, τους χερσαίους και υδάτινους πόρους. Σε περίπτωση που δεν έχει συμβεί ακόμη η περιβαλλοντική ζημιά αλλά υπάρχει απειλή περιβαλλοντικής ζημίας ή έχει συμβεί ήδη η περιβαλλοντική ζημία καθίσταται οικονομικά υπεύθυνος ο φορέας εκμετάλλευσης.
Τέλη Ιουλίου της χρονιάς 2001, η Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δημοσίευσε ένα σχέδιο εργασίας σχετικά με την πρόληψη και την αποκατάσταση σημαντικής περιβαλλοντικής ζημία ανατρέποντας τα έως τότε δεδομένα. Στις 23 Ιανουαρίου 2002, παρουσιάστηκε από την Επιτροπή μια επίσημη πρόταση για μια «οδηγία του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας», η οποία υποβλήθηκε στη διαδικασία της συναπόφασης του . Στην πιο πάνω πρόταση της Επιτροπής το Αστικό Δίκαιο και η αστική ευθύνη για τη λεγόμενη «παραδοσιακή ζημία» (προσωπική βλάβη και περιουσιακή ζημία) εγκαταλείφθηκε. Η προσέγγιση αυτή επανέφερε το βασικό πλεονέκτημα της νομοθεσίας του Δημοσίου Δικαίου για την αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας. Η πρόταση υποβλήθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 14 Μαΐου 2003. Στις 13 Ιουνίου 2003 το Συμβούλιο, υπό την Ελληνική προεδρία, κατέληξε σε μια πολιτική συμφωνία πάνω στην πρόταση. Υιοθέτησε επισήμως μια Κοινή Θέση στις 18 Σεπτεμβρίου 2003, με τη μειοψηφία της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ιρλανδίας. Στις 30 και 31 Μαρτίου 2004 το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποδέχθηκαν την τελική εκδοχή της Οδηγίας. Στο Συμβούλιο η Γερμανία, η Αυστρία και η Ιρλανδία έδωσαν αρνητική ψήφο. Η Οδηγία 2004/35/ΕΚ τέθηκε επισήμως σε ισχύ στις 21 Απριλίου 2004.
Η απόφαση για την οδηγία της περιβαλλοντικής ευθύνης όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημιάς εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στις 21 Απριλίου του έτους 2004 και η προθεσμία για τη μεταφορά της στα κράτη μέλη ήταν μέχρι της 30 Απριλίου του έτους 2007. Ουσιαστικά βλέπουμε πως τα κράτη μέλη είχαν τρία χρόνια για να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, οι οποίες πρέπει να αναφέρονται ρητά στην οδηγία και να ανακοινωθεί στην Επιτροπή το κείμενο των σχετικών διατάξεων. Ωστόσο η μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών καθυστέρησε να πραγματοποιηθεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεταφορά της οδηγίας στην Ελλάδα που πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του έτους του 2009.Η οδηγία επιτρέπει ένα μεγάλο βαθμό ευελιξίας κατά την μεταφορά της στα κράτη μέλη και συνεπώς αυτά έχουν κάνει πλήρη χρήση κατά την εφαρμογή της. Κατά την μεταφορά της οδηγίας παρουσιάστηκαν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των κρατών. Επίσης, ορισμένα από τα κράτη μέλη όπως η Εσθονία, η Ιρλανδία, η Πολωνία, η Κύπρος, το Βέλγιο, η Ουγγαρίας και η Ισπανία εισήγαγαν ένα ευρύτερο πεδίο εφαρμογής που αφορά την βιοποικιλότητα σε σχέση με αυτό που καθορίζεται από την οδηγία. Τέλος, η Αυστρία, η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Ουγγαρία και η Πολωνία θέσπισε ως υποχρέωση της αρμόδιας αρχής να λαμβάνει τα διορθωτικά μέτρα εάν ο φορέας δεν μπορεί να εντοπιστεί ή δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τα απαραίτητα μέτρα.
Η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», εκτός από την οικονομική χροιά της, που ενσωματώθηκε στο τότε Άρθρο 175 ΣυνθΕΚ μαζί με τις αρχές της πρόληψης, της προφύλαξης και της επανόρθωσης των βλαβών κατά προτεραιότητα στην πηγή, συμπληρώνει επίσης την ενότητα και το σύστημα των αρχών, στις οποίες στηρίζεται το Κοινοτικό Δίκαιο Προστασίας του Περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αναζήτησης των τρόπων εφαρμογής της αρχής αυτής εντάσσεται η έκδοση τον Απρίλιο του 2004 από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, της Οδηγίας 2004/35/ΕΚ για την ευθύνη από περιβαλλοντική ζημία. Σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου, «ο ρυπαίνων πληρώνει» αποτελεί θεμελιώδη αρχή της ευρωπαϊκής πολιτικής για το περιβάλλον και ενσωματώνεται στο άρθρο 191 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 174 ΣΕΚ). Ως θεμελιώδης αρχή της Οδηγίας αναδεικνύεται το ότι ο φορέας εκμετάλλευσης, δηλαδή η δραστηριότητα του οποίου προκάλεσε την περιβαλλοντική ζημία ή τον άμεσο κίνδυνο ανάλογης ζημίας, είναι οικονομικά υπεύθυνος. Ουσιαστικά ,η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» υλοποιήθηκε με την Οδηγία για την περιβαλλοντική ευθύνη, που αποσκοπεί στην πρόληψη ή διαφορετικά στην αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας σε προστατευόμενα είδη και φυσικούς οικότοπους, σε ύδατα και έδαφος. Οι φορείς που ασκούν ορισμένες επαγγελματικές δραστηριότητες όπως η μεταφορά επικίνδυνων ουσιών ή δραστηριότητες που συνεπάγονται απόρριψη σε ύδατα, οφείλουν να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα σε περίπτωση άμεσης απειλής για το περιβάλλον. Με λίγα λόγια εάν έχει ήδη προκληθεί βλάβη, οφείλουν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να την αποκαταστήσουν και να πληρώσουν τη δαπάνη.
Σύμφωνα με την Οδηγία, «περιβαλλοντική ζημία» θεωρείται : α) η ζημία προστατευόμενων ειδών και φυσικών οικοτόπων, οποιαδήποτε ζημία έχει σημαντικά δυσμενείς συνέπειες για την επίτευξη ή τη συντήρηση της κατάστασης διατήρησης αυτών των οικοτόπων ή ειδών. Η σημασία αυτών των ειδών αξιολογείται σε σχέση με την αρχική κατάσταση. Στο σημείο αυτό εισάγεται εξαίρεση που αφορά τις δυσμενείς συνέπειες που είχαν προσδιοριστεί εκ των προτέρων και που προήλθαν από πράξη φορέα εκμετάλλευσης, ο οποίος είχε εξουσιοδοτηθεί ρητά από τις αρμόδιες αρχές, β) η ζημία των υδάτων, οποιαδήποτε ζημία επηρεάζει δυσμενώς, σε σημαντικό βαθμό, την οικολογική, χημική ή ποσοτική κατάσταση ή το οικολογικό δυναμικό των συγκεκριμένων υδάτων και γ) η ζημία του εδάφους, οποιαδήποτε ρύπανση του εδάφους, η οποία δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο δυσμενών συνεπειών για την ανθρώπινη υγεία, ως αποτέλεσμα της άμεσης ή έμμεσης εισαγωγής εντός του εδάφους, επί του εδάφους ή στο υπέδαφος ουσιών, παρασκευασμάτων, οργανισμών ή μικροοργανισμών (Άρθρο 2, παρ. 1).
Η ενεργοποίηση του Κοινοτικού Δικαίου στον τομέα της περιβαλλοντικής ζημίας δικαιολογήθηκε, στο όνομα της αρχής της επικουρικότητας, από την ανεπάρκεια των εθνικών δικαστικών συστημάτων να αποκαταστήσουν τα μολυσμένα εδάφη και τις ζημίες στη βιοποικιλότητα. Η Οδηγία, αφού προσδιορίζει στο Άρθρο 1 το αντικείμενό της, ορίζοντας ότι σκοπός της είναι να διαμορφώσει ένα πλαίσιο για την ευθύνη από περιβαλλοντική ζημία βάσει της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», με στόχο την πρόληψη και την αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας, προβαίνει σε μια σειρά από ορισμούς που καθορίζουν τις δραστηριότητες που καλύπτει η Οδηγία.
Το Άρθρο 3 της Οδηγίας προβλέπει το είδος της ευθύνης και διακρίνει δύο κατηγορίες καλυπτόμενων δραστηριοτήτων. Εγκαθιδρύει, από την μία πλευρά ένα καθεστώς αντικειμενικής ευθύνης για ένα ευρύ και γενικό φάσμα ρυπογόνων και επικίνδυνων δραστηριοτήτων που προβλέπονται από το Περιβαλλοντικό Δίκαιο και πιο συγκεκριμένα όσων έχουν χαρακτηριστεί με άμεση ή έμμεση αναφορά στην Κοινοτική Νομοθεσία ως συνεπαγόμενες άμεσους ή πιθανούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον και σε οποιαδήποτε επικείμενη απειλή τέτοιας ζημίας ως συνεπεία των δραστηριοτήτων αυτών.
Από την άλλη μεριά, προβλέπει ένα καθεστώς υποκειμενικής ευθύνης (υπό την προϋπόθεση πταίσματος, δηλαδή δόλου ή αμέλειας του φορέα της εκμετάλλευσης) για δραστηριότητες, εξ’ ορισμού μη επικίνδυνες, που αφορούν στη ζημία προστατευόμενων ειδών και φυσικών οικοτόπων, δηλαδή για ζημία στη βιοποικιλότητα, που προκαλεί η άσκηση οποιασδήποτε από τις επαγγελματικές δραστηριότητες και σε οποιαδήποτε επικείμενη απειλή τέτοιας ζημίας ως συνεπεία των δραστηριοτήτων αυτών
Σύμφωνα με την Οδηγία στο Άρθρο 4 με τον τίτλο «Εξαιρέσεις» καθορίεταιι στην πραγματικότητα το πεδίο εφαρμογής της. Πιο συγκεκριμένα ,το Άρθρο αυτό αναφέρει ότι η Οδηγία δεν καλύπτει περιβαλλοντική ζημία ή επικείμενη απειλή τέτοιας ζημίας που οφείλεται σε: α) ένοπλη σύγκρουση, εχθροπραξίες, εμφύλιο πόλεμο ή εξέγερση β) ανωτέρα βία, δηλαδή φυσικό φαινόμενο εξαιρετικού, αναπότρεπτου και ακατανίκητου χαρακτήρα, γ) ρύπανση διάχυτου χαρακτήρα, εκτός εάν είναι δυνατόν να αποδειχθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας και των δραστηριοτήτων μεμονωμένων φορέων της εκμετάλλευσης δ) δραστηριότητες, ο κύριος σκοπός των οποίων είναι η εξυπηρέτηση της άμυνας ή της διεθνούς ασφάλειας ή ο μόνος σκοπός των οποίων είναι η προστασία από φυσικές καταστροφές ,συμβάν, η ευθύνη ή η αποζημίωση για το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής διεθνούς σύμβασης για ρύπανση από πετρέλαιο ή από μεταφορά επικίνδυνων ουσιών που ισχύει στο Κράτος- Μέλος και στ) πυρηνικούς κινδύνους ή δραστηριότητες που καλύπτονται από τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας ή για τις οποίες η ευθύνη ή η αποζημίωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ειδικών διεθνών ρυθμίσεων για τα πυρηνικά.
Σε αυτό εδώ το σημείο πρέπει να αναφέρουμε ότι εντύπωση προκαλεί η αντιστροφή του βάρους της απόδειξης στην παρ. 1 του προαναφερθέντος Άρθρου. Κανονικά οι εξαιρέσεις όπως συνηθίζονται προτείνονται και αποδεικνύονται από τον εναγόμενο. Ωστόσο, εδώ, προβλέπεται ότι η παρούσα Οδηγία «δεν καλύπτει» τις περιπτώσεις περιβαλλοντικής ζημίας που αναφέρονται στην συνέχεια του Άρθρου, με αποτέλεσμα να αντιστρέφεται το βάρος της απόδειξης από τον εναγόμενο στον ενάγοντα. Από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης αυτής προκύπτει ότι ο ενάγων (Δημόσια Αρχή) οφείλει να αποδείξει ότι η ζημία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και επομένως καλύπτεται από την ευθύνη από περιβαλλοντική ζημία. Η ίδια προσέγγιση εφαρμόζεται και στο Άρθρο 4 παρ. 2, όπου αναφέρεται ότι η οδηγία «δεν εφαρμόζεται» για ζημία που καλύπτεται από τις Διεθνείς Συμβάσεις (ρύπανση από πετρέλαιο, πυρηνικά ατυχήματα κλπ.).
Τέλος, από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας εξαιρούνται γενικά ζημίες που προκαλούνται από δραστηριότητες, οι οποίες δεν ασκούνται κατ’ επάγγελμα, (π.χ. πυρκαγιά σε δάσος από τσιγάρο οδηγού, ως προς τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Εθνικού Δικαίου).
Συμπερασματικά, το έννομο αγαθό του περιβάλλοντος, ως αυτόνομο αγαθό της κοινοτικής έννομης τάξης, έχει ταυτοχρόνως και έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα, γεγονός που καθιστά το ρόλο της Οδηγίας ακόμη πιο σημαντικό. Η περιβαλλοντική ρύπανση δε γνωρίζει σύνορα και η ανεξέλεγκτη ρυπογόνος δράση εκτός του ευρωπαϊκού γεωγραφικού χώρου μπορεί να έχει ολέθρια αποτελέσματα για την ίδια την Ευρώπη. Στο σημείο αυτό η Οδηγία για την ευθύνη από περιβαλλοντική ζημία, εφόσον εφαρμοστεί προσεκτικά από όλα τα Κράτη Μέλη της και με επίγνωση των συνεπειών της, μπορεί να εναποθέσει έστω ένα μικρό λιθαράκι στην προσπάθεια διάσωσης ενός ποιοτικού και ανθρώπινου περιβάλλοντος σαν κληροδότημα στις μελλοντικές γενιές.
***Χαρακίδα Αλεξία
Υποψήφια Διδάκτωρ
Πολιτικός Επιστήμονας-Δημοσιογράφος
Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνική Διοίκηση ΔΠΘ
ΠΜΣ Δημοσιογραφία και Νέα Μέσα ΕΚΠΑ
ΠΜΣ Δημόσιο Δίκαιο και Δημόσια Πολιτική ΕΚΠΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου