Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Η τεχνητή αντιπαράθεση μεταξύ ορθολογικού και αυξητικού προτύπου στη διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων. Κείμενο από την Αλεξία Χαρακίδα


Κείμενο από την νεαρά κυρία, Χαρακίδα Σταυρούλα - Αλεξία***


Tα βασικά εννοιολογικά στοιχεία της έννοιας της διαδικασίας λήψης απόφασης (decisionmaking) δεν είναι ούτε προφανή ούτε αυτονόητα. Συνεπώς, η διαμάχη μεταξύ ορθολογικού και αυξητικού μοντέλου είναι τεχνητή. Εξετάζοντας τα κύρια χαρακτηριστικά και τη δομή του ορθολογικού μοντέλου το οποίο, επειδή έχει επικρατήσει απαντάται και ως παραδοσιακό. 


Σύμφωνα με τον Scott ο ορισμός της λήψης της πολιτικής απόφασης έχει τα εξής στάδια: α)την ερευνητική διαδικασία για να ανακαλυφθούν οι στόχοι, β) την αποκρυστάλλωση των στόχων μετά από την έρευνα γ) τη βέλτιστη επιλογή μέσου και δ) την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων (outcomes).


Στο πλαίσιο αυτό ορθή απόφαση θεωρείται εκείνη που συμμορφώνεται με τα προαναφερθέντα στάδια. Είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί ότι η προσέγγιση έχει ως σκοπό να δημιουργηθεί μία δομή, η οποία είναι επεξηγηματική, αλλά και κανονιστική. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο πρότυπο έχει η έννοια, αλλά και η διάκριση μεταξύ μέσου και σκοπού. Το ορθολογιστικό μοντέλο  λήψης αποφάσεων έχει υποστεί αιχμηρή κριτική. Καταρχάς, ο  πυρήνας της όλης προσέγγισης  θεωρείται ιδιαίτερα στενός, επειδή δεν λαμβάνεται υπόψη το εύρος των διάφορων πολιτικών μεταβλητών.


Στις περισσότερες περιπτώσεις οι φορείς πολιτικής δεν εργάζονται σε ένα περιβάλλον κενού περιορισμών. Έτσι, στην πραγματικότητα δεν είναι ελεύθεροι να σκεφτούν όλες τις πιθανές επιλογές. Στην πράξη συχνά είναι υποχρεωμένοι να δημιουργούν μικρή λίστα από αυτές, τις οποίες βαφτίζουν ως μοναδικές κατάλληλες. Επιπλέον, η ορθολογική προσέγγιση  φαντάζει ουτοπική. Οι περισσότερες πολιτικές αποφάσεις έχουν πολυάριθμες, απρόβλεπτες και σοβαρές συνέπειες. Παράλληλα, η ορθολογική προσέγγιση κατηγορείται ως μεροληπτική, υπέρ των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων εις βάρος των υπόλοιπων, οι οπτικές των οποίων απορρίπτονται εκ των προτέρων. Ταυτόχρονα, το ορθολογικό πρότυπο είναι ιδιαίτερα άκαμπτο. Εντός του πλαισίου ενός τέτοιου συστήματος λήψης αποφάσεων δεν είναι εύκολο να προσδιορισθούν και να διακριθούν οι έννοιες των μέσων, των σκοπών, αξιών, αποφάσεων, γεγονότων. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Lindblom  το χρονικό σημείο μεταξύ μέσου και σκοπού στην πράξη πολλές φορές συμπίπτει χρονικά κατά την πολιτική διαδικασία. Πρέπει να τονίσουμε πως  το ορθολογικό μοντέλο θεωρείται μη πρακτικό. Ακόμη και με τη βοήθεια της τεχνολογίας η ανασκόπηση και η εκτίμηση όλων των πιθανών απαντήσεων σε ένα πρόβλημα, έτσι ώστε να επιλεγεί η άριστη λύση, είναι σπάνια εφικτή και το κόστος της έρευνας μπορεί να υπερβεί τα κέρδη που αποκομίζονται τελικά.


Σε απάντηση του ορθολογικού προτύπου ο Lindblom, δημιούργησε μία εναλλακτική προσέγγιση την οποία ονομάζει ‘’muddlingthrough’’ ή ασύνδετο αυξητισμό. Εδώ ο δρων  ξεκινά τη διαδικασία όχι θέτοντας κάποιον ιδανικό στόχο, αλλά  με τις πολιτικές που βρίσκονται επί του παρόντος σε ισχύ.


Η λήψη αποφάσεων συνεπάγεται την εξέταση μόνο σταδιακών, μικρών αλλαγών. Σε αντίθεση με τον ορθολογισμό που προβλέπει την προσαρμογή των μέσων στους στόχους, ο αυξητισμός υποστηρίζει το αντίθετο  επιτρέποντας  μία συνεχή και αμοιβαία σχέση μεταξύ μέσων και σκοπών, καθώς έτσι τα προβλήματα φαντάζουν πιο διαχειρίσιμα. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «αφού η πολιτική ανάλυση είναι αυξητική,επεξηγηματική, κατά σειρά και σφραγισμένη από την προσαρμογή μέσων και σκοπών θα πρέπει να αναμένεται ότι οι σταθερές μακροπρόθεσμες φιλοδοξίες δεν θα εμφανίζονται ως κυρίαρχες κρίσιμες αξίες  στα μάτια του αναλυτή.Τα χαρακτηριστικά της στρατηγικής υποστηρίζουν και ενθαρρύνουν τον αναλυτή να αναγνωρίσει καταστάσεις ή παθογένειες από τις οποίες πρέπει να απομακρυνθεί, περισσότερο από  μελλοντικούς στόχους προς τους οποίους θα κινηθεί». 


Όπως το ορθολογικό μοντέλο έτσι και το αυξητικό έχει υποστεί σοβαρή κριτική. Έχει κατηγορηθεί ότι διαπνέεται από συντηρητισμό, γιατί προβλέπει μόνο βραχυπρόθεσμες αλλαγές και ότι ενισχύει με τον τρόπο του την αδράνεια.Σύμφωνα με Dror,  η πρακτική του αξία εντοπίζεται μόνο όταν τα αποτελέσματα της πολιτικής  παρουσιάζονται σε γενικό βαθμό ικανοποιητικά, εάν το πρόβλημα γενικά είναι σταθερό και τα μέσα που απαιτούνται είναι καθόλα διαθέσιμα. Σε γενικές γραμμές εντοπίζονται πολλά εμπόδια. Μία σωστή  απόφαση εκτιμάται όχι βάσει μίας σειράς κατάταξης σε  αντικειμενική κλίμακα αλλά απλά από την καθολική  αποδοχή του. Η προσέγγιση μοιάζει, έτσι, να ευνοεί τα συμφέροντα των πιο ισχυρών και συστημικά να υποεκπροσωπεί τα συμφέροντα των μειονεκτούντων και πολιτικά ανοργάνωτων. Τέλος, υποστηρίζεται ότι είναι εξαιρετικά δαπανηρή. Αν και το κόστος της ορθολογικής λήψης αποφάσεων είναι εξίσου υψηλό, το κόστος της μη διερεύνησης ριζικών εναλλακτικών λύσεων έναντι των υφιστάμενων μπορεί να είναι ακόμη υψηλότερο. Και μάλιστα το κόστος σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορεί να υπολογισθεί εκ των προτέρων.


Με αυτόν τον γνώμονα οι Etzioni και Dror προσπάθησαν να αποφύγουν  τις αδυναμίες συνδυάζοντας τα χαρισματικά χαρακτηριστικά και των δύο κατασκευάζοντας ο καθένας από ένα εναλλακτικό πρότυπο: ο Etzioni την προσέγγιση μικτής ή συνθετική ανίχνευσης (mixed-scanning) και ο Dror το κανονιστικό-αριστοποιητικό πρότυπο.   


Ας δούμε το καθένα ξεχωριστά: η μικτή ή συνθετική ανίχνευση αποτελείται από δύο στάδια. Το πρώτο σχετίζεται με την ιχνηλάτηση και καταγραφή των επιλογών πολιτικής και αυτές εκτιμώνται σε γενικές γραμμές.Εντός του πλαισίου αυτής της δομής η διαδικασία λήψης της απόφασης προχωρά αυξητικά σε κάθε λεπτομέρεια.Η πεποίθηση του Εtzioni είναι ότι το καθένα από τα δύο στάδια συντελεί στον περιορισμό των ελλείψεων των δύο βασικών προτύπων. Έτσι, υποστηρίζει ότι ο αυξητισμός μειώνει τη μη ρεαλιστική οπτική του ορθολογισμού θέτοντας όρια στις λεπτομέρειες και ο ορθολογικός χαρακτήρας συνδράμει στη λείανση της προσωρινότητας του αυξητικού σχήματος  εξερευνώντας μακροπρόθεσμες εναλλακτικές.Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν υπάρχει εγγύηση ότι οι ελλείψεις όντως θα αποφευχθούν.Πριν ασκηθεί οποιαδήποτε κριτική θα χρειαστεί το εν λόγω πρότυπο να εφαρμοσθεί στην πράξη.Πάντως ως κύρια αδυναμία του φαίνεται η βαρύτητα που αποδίδεται στην αυστηρή διάκριση μεταξύ των δύο σταδίων.Και εδώ, όπως και στη σχέση μέσου-σκοπού πολλές φορές οι θεμελιώδεις αποφάσεις συμπίπτουν με τις αυξητικές.Συμπερασματικά, χωρίς περαιτέρω εμπειρικά δεδομένα η μικτή ανίχνευση είναι το ίδιο ουτοπική με το ορθολογικό πρότυπο και το ίδιο ληθαργική με το αυξητικό.Tο σημαντικό σημείο είναι ότι το ορθολογικό και το αυξητικό πρότυπο ενσαρκώνουν βασικές εκ διαμέτρου αντίθετες αρχές οι οποίες δεν μπορούν να ενταχθούν σε ενιαίο πλαίσιο. 


Όσον αφορά στο κανονιστικό-αριστοποιητικό πρότυπο του Dror, επιχειρείται η ενίσχυση του ορθολογιστικού περιεχομένου στη διαδικασία λήψης απόφασης, ενώ δίνεται έμφαση στις υπερ-ορθολογικές διαδικασίες και για τον ρόλο που αυτές έχουν στην άριστη διαδικασία χάραξης πολιτικής. Η προσέγγισή του αποτελείται από μία ανακεφαλαίωση κάποιων πλευρών του ορθολογικού προτύπου, αλλά με επιφυλάξεις, διευκρινίσεις, προκαταρκτική εξέταση του κόστους και ρυθμίσεις ώστε να ενισχυθεί η δημιουργικότητα.Η σχετική κριτική του Lindblom τονίζει ότι ο Dror ναι μεν προσφέρει ένα σύνολο αξιόλογων παραμέτρων,χωρίς αυτές,όμως, να μπορούν να συνδεθούν ώστε να αποτελέσουν ένα ενιαίο πρότυπο. Όπως, λοιπόν, επισημάνθηκε  καθένα από τα πρότυπα παρουσιάζει θεωρητική χρησιμότητα, αλλά ταυτόχρονα και μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την πρακτική τους εφαρμογή.


Πρωταρχικό ζήτημα, επίσης,  παραμένει η διάκριση μεταξύ επεξηγηματικής και κανονιστικής σφαίρας, την οποία κανένα πρότυπο δεν ακολουθεί. Η σχέση μεταξύ όντος και δέοντος είναι συγκεχυμένη. Έτσι, είναι αδύνατον το αυξητικό πρότυπο να επιτελέσει απλώς επεξηγηματική λειτουργία ή το ορθολογιστικό πρότυπο να περιορίζεται σε κανονιστικόμόνο πλαίσιο. Δεύτερον, η διαμάχη δεν λαμβάνει υπόψη το ζήτημα του τι απαιτείται για να δράσει κανείς σε αντιστοιχία με ένα σύνολο κανόνων για τη λήψη αποφάσεων.


Έτσι  παραμελείται  η άποψη με βάση την οποία οι φορείς χάραξης Πολιτικής και Διοίκησης μπορεί να χρησιμοποιήσουν τη διαδικασία λήψης απόφασης απλώς και μόνο ως ένα μέσο αποπροσανατολισμού από άλλα ζητήματα. Παρόλα αυτά, η εξέταση της παρούσας διαμάχης, καθώς και όλων τωνς χετικών επιχειρημάτων έχει αυτοτελή χαρακτήρα, αφού παρουσιάζει πρακτικές επιπτώσεις στην Έρευνα των Πολιτικών Επιστημών.


***Χαρακίδα Σταυρούλα - Αλεξία

Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνική Διοίκηση ΔΠΘ

ΠΜΣ Δημοσιογραφία και Νέα Μέσα

ΠΜΣ Δημόσιο Δίκαιο και Δημόσια Πολιτική





Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου