Υπογράφει ο κύριος Γιώργος Σ. Ντούρος
Οικονομολόγος και Διεθνολόγος
Η εισβολή στην Ουκρανία:
Η Ευρώπη Μπροστά σε ένα νέο ψυχρό πόλεμο
Ο πρόεδρος Πούτιν έδωσε απότομο τέλος στη «μεταψυχροπολεμική εποχή», η οποία υπέθετε ότι οι μεγάλοι πόλεμοι με συμβατικό οπλισμό αποτελούσαν παρελθόν για την ευρωπαϊκή ήπειρο, όπως αναφέρει και η ιστορικός Elise Sarotte.
Με το βλέμμα στραμμένο στις διεθνείς εξελίξεις, το μόνο σίγουρο είναι, πως η ρωσική εισβολή επέφερε καίριο πλήγμα στο σύγχρονο διεθνές σύστημα. Η Ρωσία φαίνεται να αψηφά την έννοια του διεθνούς δικαίου και βασικούς κανόνες όπως της αυτοδιάθεσης και κυριαρχίας κάθε κράτους.
Αρκεί όμως αυτό για να μιλάμε για ένα νέο ψυχρό πόλεμο?
ΣΤΙΣ 25 ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΤΟΥ 1945, στην ανατολικογερμανική πόλη Τόργκαου, στον Έλβα, γίνεται η πρώτη συνάντηση στρατευμάτων που είχαν νικήσει τη ναζιστική Γερμανία. Λίγες μέρες αργότερα ο Χίτλερ θα αυτοκτονήσει. Σε μια πρώτη ανάγνωση η ανθρωπότητα ξεπερνούσε τον καταστροφικότερο πόλεμο που είχε γνωρίσει. Σε δεύτερη ανάγνωση ο κόσμος προετοιμάζονταν για μια νέα τάξη πραγμάτων. Ο παλιός κύκλος έκλεινε, νέες δυνάμεις αναδεικνύονταν και ένας νέος κύκλος εθνικής ανεξαρτησίας ξεκινούσε. Στο μεταπολεμικό προσκήνιο οι νέες δυνάμεις που θα κυριαρχούσαν ήταν οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση. Εκεί τοποθετείται συμβατικά η περίοδος που είναι γνωστή ως Ψυχρός Πόλεμος.
Και οι δύο υπερδυνάμεις ήταν και δημιουργήματα δύο μεγάλων επαναστάσεων, είχαν παγκόσμιες φιλοδοξίες και αχανή σύνορα, ενώ αμφότερες εισήλθαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς να το θέλουν ιδιαίτερα. Στην ελληνική πραγματικότητα η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου δεν έχει αποκτήσει τη θέση που της αρμόζει και αυτό γιατί η εμφυλιοπολεμική εξέλιξη των πραγμάτων δεν άφησαν περιθώριο ώστε να εξετάσουμε την μεγάλη παγκόσμια εικόνα. Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου σύμφωνα και με τον ιστορικό Harper άφησε πίσω του περισσότερα θύματα απ’ ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος καθώς ήταν μια περίοδος για τον διαρκή έλεγχο ζωτικών εδαφών σε Ευρώπη, Αφρική και Βόρειο Ανατολική και Νότιο Ανατολική Ασία.
Η Ελλάδα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του πολέμου, καθώς, όπως και ο ίδιος ο Στάλιν επισήμανε στον κομμουνιστή ηγέτη της Βουλγαρίας Δημητρόφ, «Βρετανία και Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα ανέχονταν ποτέ μια “κόκκινη” Ελλάδα που θα απειλούσε τις ζωτικής σημασίας επικοινωνίες τους με τη Μ. Ανατολή».
Όπως επισημαίνει στο βιβλίο του για την ανωτέρω περίοδο «Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, η ένταξη της Ελλάδας, όπως και άλλων δυτικοευρωπαϊκών εθνών, στη δυτική σφαίρα καθορίστηκε από τη γεωγραφία, από την πολιτική ισορροπία δυνάμεων εντός της Ελλάδας αλλά και σε κάποιο βαθμό από πολιτικές επιταγές που λειτουργούσαν στο εσωτερικό των ΗΠΑ».
Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου άλλοτε αντιμετωπίστηκε και ως περίοδος μακροχρόνιας Ειρήνης. Τα πυρηνικά όπλα, η αποαποικιοποίηση και η ανάδειξη του τρίτου πόλου, της Κίνας, που πλέον είναι καταφανές πως πρόκειται για το νέο παγκόσμιο κυρίαρχο, αναδεικνύουν το μέγεθος αλλά και την πολυπλοκότητα του Ψυχρού Πολέμου.
Ο Γνωστός Ιστορικός αναζήτησε τα αίτια του ψυχρού πολέμου που μας απασχόλησε τον 20ο αιώνα, στο 19Ο αιώνα. Θεωρεί πως η κυριαρχία του θαλάσσιου κόσμου του δέκατου ένατου αιώνα, που επέφερε και την ευρωπαϊκή κυριαρχία στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, θα άλλαζε τον εικοστό αιώνα. Ο Harper θεωρεί ότι η επιδίωξη του θαλάσσιου κόσμου, δηλαδή των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, να ανακόψει τη ρωσική χερσαία κυριαρχία αλλά και να ελέγξει τους νέους δρόμους στον επίγειο χώρο ήταν η βασική αιτία της μεγάλης πολεμικής σύγκρουσης.
Στο σήμερα η Ρωσία δεν φαίνεται να διαθέτει εκείνα τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά που θα της επιτρέψουν να γίνει ένας από τους δύο μείζονες πόλους ενός συστήματος αντίστοιχο με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Ο εικοστός πρώτος αιώνας είναι πολυπλοκότερος και οι συνασπισμοί δυνάμεων διαφορετικοί.
Η Ρωσική εισβολή αυτό που πέτυχε είναι την συσπείρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λειτούργησε αφυπνιστικά. Οι Ευρωπαίοι αντιλήφθηκαν την ανάγκη ενιαίας αμυντικής πολιτικής, καθώς ούτε η δική της ασφάλεια θεωρείται δεδομένη. Η ανησυχία αυτή αφορά ειδικότερα τα κράτη που γειτνιάζουν με τη Ρωσία. Τα κράτη της Ε.Ε. βρέθηκαν αντιμέτωπα με μια πραγματικότητα, την οποία όλοι συζητούσαν εδώ και χρόνια, αλλά πλέον λαμβάνει υπαρξιακό χαρακτήρα: η Ε.Ε. είναι μεν ισχυρή οικονομικά, αλλά δεν διαθέτει αντίστοιχη πολιτική και στρατιωτική ισχύ που να την καθιστά υπολογίσιμο παράγοντα σε διεθνή κλίμακα.
Αν ανατρέξει κανείς ιστορικά θα διαπιστώσει ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα επιταχύνεται μέσα από την επαναδιατύπωση και αντιμετώπιση υπαρξιακών θεωρητικού χαρακτήρα προκλήσεων.
Προκειμένου να δικαιολογήσει την εισβολή στην Ουκρανία, μια από τις αφηγήσεις του Ρώσου προέδρου ήταν η «αποναζιστικοποίηση» τμήματος της Ουκρανίας. Ο βασικός λόγος διατύπωσης μιας τέτοιας άποψης, είναι το γεγονός πως η Ουκρανία βοήθησε τους Γερμανούς κατακτητές της Ρωσίας. Όμως ο σημερινός Ουκρανικός λαός διαφέρει, είναι δημοκρατικός και τη δημοκρατία την οφείλουν στον ηρωισμό που επέδειξαν κάποτε στην πλατεία του Μεϊντάν. Ως εκ τούτου αναφορές σε «αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας, είναι πέρα για πέρα παραπλανητικές και οδηγούν σε παραχάραξη της ιστορίας.
Ενώ η δεύτερη αφήγηση του Βλαντιμίρ Πούτιν είναι ότι πολλά από τα ουκρανικά εδάφη ανήκαν προηγουμένως στη Ρωσία, επομένως πρέπει να της επιστραφούν. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει ως κύριο στρατηγικό στόχο, τη δημιουργία μιας ζώνης ρωσικής επιρροής, η οποία θα εκτείνεται πέραν των ρωσικών συνόρων. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η προσπάθεια να τεθεί η Ουκρανία υπό ένα καθεστώς ρωσικής κηδεμονίας, με άλλα λόγια να υπάρχει ένα τύποις ανεξάρτητο ουκρανικό κράτος, το οποίο όμως να είναι απόλυτα πειθήνιο όργανο της Μόσχας όταν πρόκειται για τη λήψη αποφάσεων σε μείζονος σημασίας ζητήματα. Η σκέψη αυτή δεν είναι καινούργια. Ξεκίνησε από την εποχή των Τσάρων και συνεχίστηκε κατά τη σοβιετική περίοδο. Για παράδειγμα, η εγκαθίδρυση κομμουνιστικών καθεστώτων στην ανατολική Ευρώπη μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από στρατηγική άποψη δεν ήταν παρά εκδήλωση της επιθυμίας της Μόσχας να δημιουργήσει ένα τεράστιο μαξιλάρι ασφάλειας στα δυτικά των ρωσικών συνόρων.
Σε πολιτικό και γεωστρατηγικό επίπεδο η Ρωσική Εισβολή λειτουργεί αποσταθεροποιητικά.
Η παραβίαση των πιο θεμελιωδών κανόνων του διεθνούς δικαίου, όπως η αποχή από τη χρήση βίας και ο σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών, απειλεί να ανοίξει το ευρωπαϊκό κουτί της Πανδώρας. Κινούμαστε σε ένα ντόμινο διεθνών πολιτικών εξελίξεων.
Μπορεί να μην ανήκουμε στις χώρες που γειτνιάζουν άμεσα με τη Ρωσία, όμως έχουμε κάθε λόγο πέρα από τις σοβαρές οικονομικές συνέπειες να φοβόμαστε καθώς δημιουργείται κακό προηγούμενο. Μια μεγαλύτερη χώρα εισβάλλει στο έδαφος ενός μικρότερου γείτονά της, αδιαφορώντας για το διεθνές δίκαιο. Η Τουρκία ήδη από το 1974 έχει εισβάλει στην Κύπρο και συνεχίζει να έχει παράνομα υπό τη στρατιωτική κατοχή της το βόρειο τμήμα του νησιού. Προκειμένου να δικαιολογήσει την εισβολή στην Ουκρανία, ο Βλαντίμιρ Πούτιν υποστήριξε ότι πολλά από τα ουκρανικά εδάφη ανήκαν προηγουμένως στη Ρωσία, επομένως πρέπει να της επιστραφούν. Ως εκ τούτου η συλλογιστική δεν διαφέρει πολύ.
Ένας Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος ή ένας Πυρηνικός Πόλεμος είναι σενάρια που το τελευταίο δεκαήμερο ήταν πολύ πιθανά. Βασικός πυρήνας του Ψυχρού Πολέμου ήταν η αποφυγή της σύγκρουσης και όχι ποιος θα νικήσει. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στην πιο επικίνδυνη στιγμή αυτής της κρίσιμης αντιπαράθεσης. Ο Βασικός παράγοντας που θα μπορούσε να πει κανείς πως καθιστά αυτή τη νέα εποχή, την έναρξη ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, είναι το πυρηνικό δόγμα της Ρωσίας. Η Ρωσία στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης είχαν υιοθετήσει το δόγμα του ‘No First Use Policy’, δηλαδή χρήση πυρηνικών μόνο αν δεχόντουσαν πλήγμα με πυρηνικά όπλα, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης πέρασαν στο δόγμα: «θα κάνουμε πυρηνικό πόλεμο όποτε το κρίνουμε εμείς». Αυτή τη στιγμή έχουμε μια κλιμάκωση αυτής της ρητορικής.
Στόχος της περιόδου που διανύουμε είναι να παραμείνει ο πόλεμος ως Ψυχρός Πόλεμος. Αυτή τη φορά υπάρχουν και άλλοι παίχτες στο διεθνές παιχνίδι με σημαντικότερο εξ’ αυτών την Κίνα. Και δεν είναι μόνο η Κίνα, αλλά και οι ασιατικές χώρες που έχουν πλουτίσει, που έχουν τεχνολογία και δυναμικούς πληθυσμούς. Ουσιαστικά, το γεωπολιτικό κέντρο του πλανήτη έχει πια μετακινηθεί από τη Δύση προς την Ανατολή. Το ερώτημα είναι λοιπόν: τι θα κάνουν όλοι αυτοί; Θα στηρίξει η Κίνα τη Ρωσία αποφασιστικά; Το μόνο σίγουρο είναι πως θα πρέπει να αναπτυχθεί μια στρατηγική που να λειτουργεί ορθολογικά και με πυρήνα την αποφυγή μιας μεγάλης αντιπαράθεσης.
Οι Δυτικοί υποτίμησαν τον Πούτιν και εκείνος υπερτίμησε τις δικές του δυνάμεις.
Ένας δημοκρατικός λαός όπως ο Ουκρανικός κατάφερε να σταματήσει μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις παγκοσμίως και αυτό δείχνει ηρωισμό και τη δύναμη της Δημοκρατίας.
Μπορούν να υπάρξουν μιμητές?
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου