Μπορεί ο ίδιος άνθρωπος να παροτρύνει τους νέους στην Ευρώπη να πάνε στις κάλπες για να περιορίσουν την επιρροή της Ακροδεξιάς στις ευρωεκλογές, να οδηγήσει σε δεινή ήττα τον Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο, να αλλοιώσει το αποτέλεσμα του τελικού αγώνα του αμερικανικού φούτμπολ και να επηρεάσει τα δημοσιονομικά στοιχεία χωρών και πολιτειών στις οποίες δίνει συναυλίες;
Τέτοιες μεσσιανικές (ή διαβολικές) ιδιότητες έχουν αποδώσει στην 34χρονη Τέιλορ Σουίφτ λάτρεις και ιδεολογικοί αντίπαλοι, στρατιές από γκρούπις και αναλυτές της ποπ κουλτούρας, συνωμοσιολόγοι και οπαδοί των 49ers (της ομάδας που αντιμετωπίζει τους Κάνσας Σίτι Τσιφς, για τους οποίους παίζει ο σύντροφος της τραγουδίστριας Τράβις Κέλσι).
Το αμερικανικό περιοδικό Νew Yorker αποδίδει το αναπόδραστο της Σουίφτ –το γεγονός, δηλαδή, ότι τα πάντα εξαρτώνται από εκείνη, από το μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας ώς τη μετοχή της Ντίσνεϊ που τη στρατολόγησε στην πλατφόρμα της– στη δομή των σόσιαλ μίντια: στο γεγονός ότι οι αλγόριθμοι λειτουργούν σαν πολλαπλασιαστές ενός εξαιρετικά στενού πυρήνα αστέρων. Δεν είναι τυχαίο ότι το Χ (πρώην Twitter) υποχρεώθηκε να μπλοκάρει την αναζήτηση για παραποιημένες γυμνές φωτογραφίες (deepfakes) της Τέιλορ μετά τον καταιγισμό ενδιαφέροντος από τους χρήστες. Ο απόλυτος έλεγχος, όπως και η απουσία ελέγχου, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παράγει είδωλα.
Kατά τον Σλοβένο φιλόσοφο Σλαβόι Ζίζεκ, το μίσος των τραμπικών εχθρών της είναι τελείως αδικαιολόγητο, λόγω του ανώδυνου περιεχομένου των κομματιών της: «Αν και οι επικριτές της παρουσιάζουν τη Σουίφτ σαν αριστερή πράκτορα, η μουσική της ταιριάζει ιδανικά με το κυρίαρχο είδος σύγχρονης ατομικότητας: αποφεύγει και τα δύο άκρα, αυτό του ακροδεξιού λαϊκισμού και εκείνο της αριστερής-φιλελεύθερης ακαμψίας της πολιτικής ορθότητας. Αντ’ αυτού δίνει έμφαση στην απολίτικη σφαίρα κατεστραμμένων ερωτικών ειδυλλίων και παρόμοιων καθημερινών τραυμάτων ή μικρών απολαύσεων». Πώς λοιπόν η «στρογγυλή» στιχουργική της μπορεί να εμπνεύσει τόσο ευφάνταστες θεωρίες συνωμοσίας σαν αυτές που την παρουσιάζουν π.χ. ως δάκτυλο του Πενταγώνου με στόχο τον προσανατολισμό της κοινής γνώμης σε μία ελιτίστικη woke ατζέντα;
Μία μαρξιστική απάντηση είναι η ισχύς της, κυρίως οικονομική, από την οποία απορρέει και η δυνατότητα πολιτικής και πολιτισμικής επιρροής της. Πριν από λίγους μήνες η Τέιλορ Σουίφτ έγινε επισήμως δισεκατομμυριούχος, ένα από τα λίγα στελέχη της βιομηχανίας ψυχαγωγίας που έχει συγκεντρώσει τόσο μεγάλο πλούτο. Το όνομά της είναι το πρώτο συνθετικό οικονομικής θεωρίας (Swiftonomics), δόνησης που παράγεται στις συναυλίες της (Swift-quake), μελών μουσικής «αίρεσης» (Swifties) και μέτρου δημοτικότητας (Swiftularity). Το τελευταίο το πιστοποίησε και ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ, λέγοντας, σύμφωνα με το περιοδικό Rolling Stone, ότι είναι πιο αγαπητός από την Τέιλορ (για να νιώσει την ανάγκη να το διακηρύξει, προφανώς δεν είναι σίγουρος ότι είναι).
Μία δεύτερη απόκριση, πιο πολιτική, είναι ο φόβος ότι η κινητοποίηση πιο νωθρών και αδιάφορων ψηφοφόρων που δεν παθιάζονται με την ιδέα της υποψηφιότητας του Μπάιντεν θα μπορούσε πράγματι να ενισχύσει τη συμμετοχή στις εκλογές και να δώσει τη νίκη στον Δημοκρατικό πρόεδρο (και αντίστοιχα στα πιο φιλοευρωπαϊκά κόμματα στις ευρωεκλογές). Σύμφωνα με περυσινή δημοσκόπηση, η δεξαμενή των θαυμαστών της είναι τεράστια, σχεδόν 70% του εκλογικού σώματος: το 53% των Αμερικανών δηλώνουν οπαδοί της και το 16% φανατικοί. Αν και η συντριπτική πλειονότητα εξ αυτών είναι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών, οι υπόλοιποι μοιράζονται μεταξύ Ρεπουμπλικανών και ανεξάρτητων. Αξίζει να σημειωθεί ότι μια αντίστοιχη δημόσια δήλωση της τηλεπαρουσιάστριας Οπρα Γουίνφρεϊ το 2008 υπέρ του Μπαράκ Ομπάμα θεωρήθηκε ζωτικής σημασίας για την επικράτησή του στη μονομαχία με τη Χίλαρι Κλίντον στις προκριματικές εκλογές και εκτιμάται ότι του χάρισε ένα εκατομμύριο ψήφους.
Μία τρίτη απάντηση είναι η ενόχληση που προκαλεί στην υποκουλτούρα του Fox News η πολιτισμική μονοκαλλιέργεια: Τέιλορ στη μουσική, Τέιλορ στον κινηματογράφο με το ντοκιμαντέρ για τη ζωή της, Τέιλορ και στην ακαδημαϊκή συζήτηση (ως μάθημα στο Χάρβαρντ). Η λευκή, ξανθιά, λεπτεπίλεπτη καλλονή που θα έπρεπε κανονικά να αποθεώνεται από τη συντηρητική κοινή γνώμη ως πρότυπο αμερικανικής ομορφιάς, ιδανική βασίλισσα του χορού αποφοίτησης (prom queen), «απήχθη» ιδεολογικά από το αντίπαλο στρατόπεδο κι αυτό πρέπει με κάποιον τρόπο να αναχαιτιστεί: με τη διασπορά σεναρίων ότι συμμετέχει σε μια ψυχολογική επιχείρηση του βαθέος κράτους και τη διαπόμπευσή της.
Οι θαυμαστές της είναι σχεδόν το 70% του αμερικανικού εκλογικού σώματος: το 53% δηλώνουν οπαδοί της και το 16% φανατικοί. Η συντριπτική πλειονότητα εξ αυτών είναι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών.
Η αλήθεια είναι πως η ίδια η Σουίφτ είναι μάλλον φειδωλή στις πολιτικές της τοποθετήσεις και επιλέγει ασφαλείς απόψεις, που δεν θα τη φέρουν σε σύγκρουση με τη δεξαμενή υποστηρικτών της. Το 2020 τάχθηκε υπέρ του Μπάιντεν και στη συνέχεια κατά του Τραμπ: «Υποκινεί τις φλόγες του φυλετισμού και του ρατσισμού», είχε πει χαρακτηριστικά εναντίον του. Πιο πρόσφατα πήρε θέση κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου για ανάκληση της νομιμοποίησης των αμβλώσεων, υπέρ των ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων και του κινήματος Black Lives Matter. Δεν έχει διακινδυνεύσει, όμως, να μιλήσει δημόσια για ευαίσθητα ζητήματα που έχουν πολώσει την κοινή γνώμη και δη τη νεολαία, όπως π.χ. ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή.
Πολιτικοί παρατηρητές θεωρούν ότι μια δήλωση στήριξης του Μπάιντεν εκ μέρους της πιθανότατα δεν θα αλλάξει τις διαθέσεις του εκλογικού σώματος. Αυτό, αντίθετα, που θα μπορούσε να επηρεάσει τη λαϊκή ετυμηγορία είναι μια τοξική αντίδραση του Τραμπ εναντίον της. Οι εκρήξεις του κατά συγκεκριμένων προσώπων και ειδικά γυναικών, διανθισμένες με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, κοροϊδευτικά υποκοριστικά και απειλές, είναι μέσα στο συνηθισμένο ρεπερτόριο του πρώην προέδρου.
Ο μισογυνισμός του έχει απωθήσει και κατά το παρελθόν μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανούς και γυναίκες ψηφοφόρους. To 2020, το 55% των γυναικών ψήφισε υπέρ του Μπάιντεν και σε πρόσφατη δημοσκόπηση το ποσοστό όσων προτίθενται να τον ξαναστηρίξουν ανήλθε σε 58% (5% πάνω σε σχέση με τον Δεκέμβριο). Προς το παρόν, ο «ιερός πόλεμος» εναντίον της υποκινείται από φίλα προσκείμενους στον στενό κύκλο του Τραμπ.
Αν αποφασίσει να πάρει ο ίδιος τη σκυτάλη, δύσκολα μπορεί να τη χαρακτηρίσει «χοντρή, προικοθήρα, τρελαμένη ή αλογομούρα», όπως έχει κατά καιρούς αποκαλέσει διάφορες γυναίκες. Στον διαγωνισμό «λυρισμού», η Τέιλορ Σουίφτ ξεκινάει με συγκριτικό πλεονέκτημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου