Θέσεις μάχης παίρνουν από το πρωί της Τρίτης τα πολιτικά κόμματα στη Βουλή καθώς ξεκινά η διαδικασία για την ψήφο εμπιστοσύνης που ζήτησε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μετά και την αποχώρηση των ΑΝΕΛ από την κυβέρνηση. Τι προβλέπει η διαδικασία, τι συμβαίνει με την πρόταση δυσπιστίας και αν πρακτικά θα εξυπηρετούσε σε κάτι την αντιπολίτευση.
Την πλειοψηφία που θα του επιτρέψει να συνεχίσει τη θητεία του θα αναζητήσει από το πρωί της Τρίτης ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Ο Κανονισμός προβλέπει συγκεκριμένα τη διαδικασία και το πότε μία κυβέρνηση έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής και αν επηρεάζει πιθανή κατάθεση πρότασης δυσπιστίας, τουλάχιστον απο συνταγματική άποψη.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό η κυβέρνηση μπoρεί να ζητήσει όποτε κρίνει την ψήφo εμπιστoσύνης της Boυλής με γραπτή ή πρoφoρική δήλωση τoυ πρωθυπoυργoύ στη Boυλή. Στην περίπτωση αυτήν η πρόταση εμπιστoσύνης εγγράφεται επίσης σε ειδική ημερήσια διάταξη.
Η συζήτηση στην Βουλή
Όπως αναφέρεται στο άρθρο 84 του Συντάγματος η συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας αρχίζει μετά δύο ημέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης, εκτός αν η κυβέρνηση, σε περίπτωση πρότασης δυσπιστίας, ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση, η οποία δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξή της.
Ως προς τον τρόπο διεξαγωγής της συζήτησης αυτή διεξάγεται σύμφωνα με τα άρθρα 96 παρ. 2 και 97 του Κανονισμού, πoυ έχoυν ανάλoγη εφαρμoγή, και δεν μπoρεί να παραταθεί περισσότερo από τρεις ημέρες από την έναρξή της.
Το «όπλο» της ΝΔ, η πρόταση δυσπιστίας
Η Βουλή, σύμφωνα με το Σύνταγμα, μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση ή από μέλος της. Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η Βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας.
H πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογραμμένη τουλάχιστον από το ένα έκτο των βουλευτών (50 βουλευτές) και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση.
Εξαιρετικά μπορεί να υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας και πριν από την πάροδο εξαμήνου, αν είναι υπογραμμένη από την πλειοψηφία του συνόλου αριθμού των βουλευτών.
Η ΝΔ είχε προ εβδομάδων αναφέρει ότι θα κατέθετε πρόταση δυσπιστίας πριν έρθει στη Βουλή η Συμφωνία των Πρεσπών, ωστόσο, οι εξελίξεις θα επηρεάσουν τον τρόπο αντίδρασής της. Πηγές του κόμματος υπογράμμιζαν ότι η πρόταση δυσπιστίας παραμένει σαν όπλο κοινοβουλευτικό στο τραπέζι.
Με αφορμή και τις πολιτικές εξελίξεις καθώς η ΝΔ συνεχίζει να χαρακτηρίζει «όπλο» της την πρόταση δυσπιστίας, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εμπιστοσύνη που ζήτησε ο πρωθυπουργός, από συνταγματική άποψη τουλάχιστον, δεν την επηρεάζει.
Όπως μας εξηγεί ο συνταγματολόγος Κώστας Μποτόπουλος το άρθρο 84 του Συντάγματος διαχωρίζει την «πρόταση εμπιστοσύνης» αυτήν που ζητά η κυβέρνηση είτε στην αρχή της θητείας της, οπότε χρειάζεται 151 ψήφους, πρόκειται για τη λεγόμενη «δεδηλωμένη» —άρθρο 84 παρ. 1, είτε οποτεδήποτε άλλοτε, οπότε χρειάζεται την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών που δεν είναι δυνατόν να είναι κατώτερη από 120 ψήφους —84 παρ. 6) από την «πρόταση δυσπιστίας».
«Την πρόταση δυσπιστίας καταθέτει η αντιπολίτευση και για να εγκριθεί χρειάζεται την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή τουλάχιστον 151 ψήφους —84 παρ.6. Μόνο για την πρόταση δυσπιστίας ισχύει ο κανόνας της παρόδου εξαμήνου (84 παρ. 2), που κι αυτός γνωρίζει μια εξαίρεση: η νέα πρόταση να υπογράφεται από την πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή τουλάχιστον 151 (άρθρο 84 παρ. 3). Το εξάμηνο συνεπώς δεν ισχύει για πρόταση εμπιστοσύνης που ζητά η ίδια η κυβέρνηση» τονίζει.
Όπως αναφέρει ο κ. Μποτόπουλος, «με πιο πρακτικούς όρους, σε σχέση με αυτά που συμβαίνουν αυτές τις μέρες: Για κατάθεση πρόταση δυσπιστίας πρέπει να περάσει ένα εξάμηνο από την κατάθεση της προηγούμενης και νομίζω ότι έχει ήδη περάσει, αλλά δεν έχει πλέον νόημα, εφόσον ο Πρωθυπουργός μόνος του ζήτησε "εμπιστοσύνη" 151 βουλευτών, δηλαδή ουσιαστικά αναβάπτιση στη δεδηλωμένη».
«Πρακτικά δεν έχει νόημα να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας»
«Το Σύνταγμα απονέμει από ένα θεσμικό όπλο στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση αναφορικά με τη διαδικασία διακρίβωσης της δεδηλωμένης. Η μεν πρώτη ζητεί ψήφο εμπιστοσύνης για να επιβεβαιώσει/ενισχύσει την πολιτική και θεσμική της νομιμοποίηση, ενώ η δεύτερη καταθέτει πρόταση δυσπιστίας προκειμένου να ανατρέψει την κυβέρνηση» σχολιάζει ο συνταγματολόγος Αλέξανδρος Κεσσόπουλος.
Αναφορικά με κατάθεσης των προτάσεων ο ίδιος τονίζει ότι «το Σύνταγμα επιτρέπει στην κυβέρνηση να ζητεί ψήφο εμπιστοσύνης "οποτεδήποτε", δηλαδή, θεωρητικά, ακόμη και μια φορά το μήνα. Από την άλλη πλευρά, για την πρόταση δυσπιστίας το Σύνταγμα προβλέπει ότι μπορεί να κατατεθεί μόνο μία ανά εξάμηνο. Η συγκεκριμένη διάταξη έχει ως προφανή σκοπό να αποτρέψει τη διαμόρφωση μιας κατάστασης διαρκούς ομηρίας της κυβέρνησης».
Προκύπτει λοιπόν κατά τον ίδιο ότι «η ΝΔ μπορεί να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας αμέσως μετά την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης από τη Βουλή, εφόσον, ανεξαρτήτως των πρωτοβουλιών της κυβέρνησης, η ίδια θα έχει χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά το δικό της θεσμικό όπλο».
Υπογραμμίζει ωστόσο ότι «σε πρακτικό επίπεδο δεν θα έχει νόημα να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας η αντιπολίτευση, από τη στιγμή που η κυβέρνηση θα έχει μόλις εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών».
Οι ψηφοφορίες
Κατά την ψηφοφορία τόσο για την εμπιστοσύνη όσο και για την δυσπιστία στην κυβέρνηση ψηφίζουν οι Υπουργοί και Υφυπουργοί που είναι μέλη της Βουλής.
H ψηφoφoρία για τις πρoτάσεις εμπιστoσύνης των πρoηγoύμενων είναι πάντoτε oνoμαστική.
Η κυβέρνηση απoλαύει της εμπιστoσύνης της Boυλής αν oι πρoτάσεις των πρoηγoύμενων παραγράφων εγκριθoύν από την απόλυτη πλειoψηφία των παρόντων βoυλευτών, η oπoία όμως δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερη από τα δύo πέμπτα (2/5) τoυ όλoυ αριθμoύ των βoυλευτών (120 βουλευτές) σύμφωνα με το Σύνταγμα.
Ωστόσο, η πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή από 151 βουλευτές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου