Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Όταν ο Επίτιμος της ΝΔ συνάντησε το Πνεύμα των Χριστουγέννων...



Όταν ο Επίτιμος της ΝΔ συνάντησε το Πνεύμα των Χριστουγέννων...

Όλα συνέβησαν περίπου στις 8.30μμ το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Ο Κ. Μητσοτάκης, σκυμμένος πάνω από τον προσωπικό υπολογιστή του, έβλεπε τις κινήσεις των τραπεζικών του λογαριασμών μέσω internet banking, εξοικειωμένος καθώς είναι με την τεχνολογία παρά το προχωρημένο της ηλικίας του...


Συνοδεύοντας την τσικουδιά του με ωμή αγκινάρα με αλάτι και λεμόνι, σκεφτόταν τα κάλαντα που εφέτος δεν είχε ακούσει, υπό το φόβο του προσωπικού ασφαλείας του για δυσάρεστες εκπλήξεις. Έξω ήταν σκοτεινά και η αιθαλομίχλη από τα τζάκια των νοικοκυριών που γιόρταζαν τα Χριστούγεννα είχε καλύψει τον αθηναϊκό ουρανό, μπαίνοντας στα σπίτια από τις κλειδαρότρυπες.


Φορώντας τις πυζάμες του και το μάλλινο σκουφί για τον ύπνο, ο 95χρονος πολιτικός ετοιμαζόταν να μεταφερθεί προς την κρεβατοκάμαρά του. Ξάφνου, ένας θόρυβος από βαριές αλυσίδες ακούστηκε από την μεριά της αποθήκης και μια δυνατή λάμψη φώτισε τον χώρο. Ο Επίτιμος γύρισε τρομαγμένος, για να αντικρύσει μία αλλόκοτη οπτασία. Είχε την μορφή μικρού παιδιού, αλλά με τα χαρακτηριστικά γέρου άνδρα. «Μην φοβάσαι», ψέλλισε με υπόκωφη φωνή η οπτασία. «Ποιός είσαι;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή ο εμβληματικός πολιτικός. «Είμαι το Πνεύμα των Χριστουγέννων» απάντησε «και ήρθα να σε πάω μια βόλτα στο παρελθόν». Το Πνεύμα τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο παράθυρο. 

Ο Κ. Μητσοτάκης φοβήθηκε μήπως πέσει, αλλά το Πνεύμα τον ενθάρρυνε να πετάξει μαζί του πάνω από στέγες και αγρούς. Ήταν πρωί όταν έφθασαν σε μια ήσυχη, ξεχασμένη από τον χρόνο συνοικία μιας επαρχιακής πόλης. «Μα αυτή είναι η ανεμοδαρμένη Χαλέπα των Χανίων. Εδώ πέρασα τα παιδικά μου χρόνια» μουρμούρισε έκπληκτος ο Επίτιμος. «Τότε λοιπόν, θα ξέρεις καλά πώς να έρθεις εδώ» απάντησε το Πνεύμα. «Μα, βέβαια. Θα μπορούσα να βρεθώ εδώ και με δεμένα μάτια» αποκρίθηκε εκείνος. «Κι όμως φαίνεται σαν να έχεις ξεχάσει τον τόπο τούτο» είπε αυστηρά το Πνεύμα. Οι δυο τους πέταξαν πάνω από την κρητική γη για κάποια ώρα. Ο πρώην πρωθυπουργός είδε γνώριμα πρόσωπα από το παρελθόν ενώ αναπολούσε τα παιδικά του χρόνια, όταν έτρεχε ανέμελος στους αγρούς, με τα κοντά παντελονάκια του. Είδε το πατρικό του σπίτι, που πάντα έσφυζε από ζωή, είδε τους γονείς του, παλιούς οικογενειακούς φίλους και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, θείο του από δύο πλευρές, τον οποίο για ένα διάστημα 11 μηνών είχαν φιλοξενήσει στο σπίτι τους. Ήταν τα Χριστούγεννα του 1927. Αχ, πόσο θαύμαζε τότε την επιβλητική προσωπικότητά του. Στο δωμάτιο του πάνω ορόφου, είδε ένα παιδί 9 χρονών στο θρανίο του, να διαβάζει μαθηματικά — ήταν ο εαυτός του. «Πάμε τώρα να επισκεφτούμε κάποια άλλα Χριστούγεννα», του πρότεινε το Πνεύμα. 

Καθώς τελείωνε τη φράση του, πρόσεξε ότι το παιδάκι μεγάλωσε και έγινε ένας ψηλός νέος άνδρας. Βρίσκονταν σε κάποια γωνιά της Αθήνας, όπου πτώματα κείτονταν στους δρόμους και φωνές «πεινάω, πεινάω» ακούγονταν ολόγυρα. Ήταν η γερμανική κατοχή και ο Κ. Μητσοτάκης κατευθυνόταν από το σπίτι του στη Βεΐκου προς το μεσημεριανό συσσίτιο στην Ομόνοια. «Θυμάσαι τα χρόνια εκείνα;» ρώτησε το Πνεύμα. «Και πώς μπορώ να τα ξεχάσω. Ήταν δύσκολα, γεμάτα κακουχίες, όμως υπήρχε ελπίδα» απάντησε συνοφρυωμένος. «Ακόμη και καταδικασμένος σε θάνατο από τους Γερμανούς ήμουν αποφασισμένος να σταθώ όρθιος. Όχι μόνο εγώ δηλαδή, όλος ο ελληνικός λαός» συμπλήρωσε.  Το ίδιο βράδυ, παραμονή Χριστουγέννων του 1943, είδαν μια παρέα νέων έξω, μετά την ώρα απαγόρευσης κυκλοφορίας, να γιορτάζει τη γέννηση του Θεανθρώπου πίνοντας κρασί. Αποτελείτο από πατριώτες κάθε λογής, αριστερούς και δεξιούς, γεμάτους ζωή και αγάπη, οι οποίοι είχαν αφήσει στην άκρη για λίγο τον πόλεμο. Ένας από αυτούς ήταν και ο Επίτιμος, φορώντας αμπέχωνο, στρατιωτική κυλότα και κάνοντας οχτάρια καθώς παραπατούσε στο λιθόστρωτο. «Πάμε να φύγουμε, δεν θέλω να τα θυμάμαι αυτά» είπε στο Πνεύμα. «Μήπως έγινε κάτι που σε τάραξε;» απάντησε το Πνεύμα καθώς τον έπαιρνε από το χέρι για να πετάξουν μαζί ψηλά στον ουρανό. 

Η σκηνή άλλαξε. Τώρα ο Μητσοτάκης ήταν πλέον ώριμος άντρας, βρισκόταν σε μια ξένη, ευρωπαϊκή πόλη και μια γυναίκα έμπαινε στο μεγάλο διαμέρισμα που έβλεπε στο ποτάμι, κρατώντας τα ψώνια. Μέσα στο σπίτι, μια μικρή παρέα συζητούσε για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα της Χούντας. Ήταν 1968 και βρίσκονταν στο Παρίσι, στην οδό Μιραμπό. Ο καπνός της πίπας είχε πλημμυρίσει το δωμάτιο και η μυρωδιά από το πιλάφι με μανιτάρια, που η Μαρίκα ετοίμαζε στην διπλανή κουζίνα, ανόρθωνε το ηθικό όλων ανοίγοντας την όρεξη. «Πιστεύαμε ότι θα έρθει επιτέλους η δημοκρατία και ο διχασμός θα σταματήσει. Όμως επικράτησε το πάθος σου για εξουσία και ο φόβος για τον Ανδρέα που ερχόταν από την Αμερική» ακούστηκε να λέει ένας μουσάτος άνδρας που φορούσε ζιβάγκο. Τότε η ατμόσφαιρα βάρυνε ενώ ένα σκοτεινό σύννεφο πλανιόταν στις σκέψεις των παρευρισκόμενων εμιγκρέδων. Τη σιωπή έσπασε το κλάμα του νεογέννητου Κυριάκου και το παιχνίδι της μικρής Ντόρας, ενώ η Μαρίκα έβγαινε από την κουζίνα κρατώντας την πιατέλα με το πιλάφι. Οι συνδαιτυμόνες κάθησαν στο τραπέζι, αφήνοντας τη συνέχεια της κουβέντας για μια άλλη φορά.«Πνεύμα», φώναξε ο Μητσοτάκης που έβλεπε τη σκηνή έξω από το κλειστό παράθυρο, «πάψε να με βασανίζεις, θέλω να γυρίσω σπίτι. Δεν μπορώ αυτές τις δυσάρεστες αναμνήσεις». Μέσα σε μοναχά μια στιγμή, πέρασαν χρόνια. Οι δυό τους βρέθηκαν σε μια αίθουσα των γραφείων της Ρηγίλλης. Μια νεαρή γυναίκα, κλείνοντας το τηλέφωνο, είπε «45% το ΠΑΣΟΚ, 40% εμείς. Κύριε Πρόεδρε, κέρδισαν πάλι». 

Το ημερολόγιο στον τοίχο έδειχνε 2 Ιουνίου 1985 και ο εξηνταεπτάχρονος επικεφαλής της Νέας Δημοκρατίας άκουγε τα δυσάρεστα νέα της ήττας του από την πολιτική του νέμεση, τον γιο του παλιού του μέντορα, Ανδρέα Παπανδρέου. «Τη θυμάμαι αυτή τη μέρα» μονολόγησε ο Κ. Μητσοτάκης, κουρασμένος πια από την περιπλάνηση στα σκοτεινά μονοπάτια του παρελθόντος. «Θα περνούσε άλλη μια τετραετία κυριαρχίας της πράσινης λαίλαπας μέχρι να βρεθώ επιτέλους στο τιμόνι της χώρας.» Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του, ο Επίτιμος βρέθηκε να παρατηρεί τον εαυτό του να αγορεύει ως επικεφαλής του πρώτου κόμματος πλέον, από τον εξώστη του Κοινοβουλίου. Ήταν παραμονές Χριστουγέννων του 1989 και η οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα είχε μόλις σχηματιστεί. «Και ας μας πείτε επιτέλους, ποιά ήταν η σχέση σας με τον κ. Κοσκωτά; Τί έκρυβαν μέσα τους τα χαρτόκουτα με τις πάνες; Θα μιλήσετε για όλα αυτά, στο Ειδικό Δικαστήριο» άκουσε τον εαυτό του να λέει από το βήμα της Βουλής. «Προσπαθούσες να εκδικηθείς τον Ανδρέα» παρατήρησε το Πνεύμα που έμοιαζε να ειρωνεύεται την απελπισία του. «Δεν ήταν εκδίκηση. Έπρεπε να μάθει ο λαός τι γινόταν πίσω από κλειστές πόρτες, στο σπίτι της Εκάλης» υπεραμύνθηκε των επιλογών του ο Επίτιμος. Το Πνεύμα σούφρωσε τα φρύδια, κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά, τον έπιασε από το χέρι και είπε: «Ας δούμε λοιπόν τη συνέχεια». Μεμιάς μεταφέρθηκαν στο σπίτι της Γλυφάδας. Ήταν η στιγμή που ο πρωθυπουργός πια Μητσοτάκης μαθαίνει την αποχώρηση Στεφανόπουλου και Συμπιλίδη, βουλευτών προσκείμενων στον νεαρό τότε Α. Σαμαρά, η οποία στερούσε από την κυβέρνησή του την πλειοψηφία. «Του είχα εμπιστευτεί το υπουργείο Εξωτερικών και εκείνος με πρόδωσε», άκουσε τον εαυτό του να λέει στην σύντροφό του, Μαρίκα. «Πώς τα φέρνει η ζωή, ε» είπε απευθυνόμενος στο Πνεύμα, έχοντας μια ζεστασιά στη φωνή του. «Και μετά απορείς που σε λένε κακορίζικο, άρχοντα της γρουσουζιάς και σε κοροϊδεύουν» επισήμανε σχεδόν στοργικά το Πνεύμα, για να απαντήσει σοφά ο Επίτιμος αποστρέφοντας το βλέμμα: «Καλύτερα όμως να σε περιγελούν παρά να σε περιφρονούν». 

Όταν γύρισε το κεφάλι, η μορφή του Πνεύματος έσβηνε σιγά-σιγά. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ένιωσε μια τρομερή κούραση και τα μάτια του έκλειναν. Έφυγε αργά από το σαλόνι και πήγε στο υπνοδωμάτιο. Μόλις που πρόλαβε να θέσει στο κρεβάτι του και έπεσε σε ύπνο βαθύ. Η υπόλοιπη νύχτα κύλησε χωρίς να ξαναδεί το Πνεύμα. Αλλά μετά το χθεσινό βράδυ, όπως φαίνεται, δεν θα υπάρχει άνθρωπος που να γιορτάζει καλύτερα τα Χριστούγεννα από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου