Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Υπατία, η γυναίκα - σύμβολο της ισότητας που λάτρεψε την επιστήμη

Ο θάνατος της Υπατίας στην Αλεξάνδρεια από τον Louis Figuier, 1866

ΠΗΓΗ: www.lifo.gr

Η Υπατία γεννήθηκε το 370 μ.Χ. σε μια Αλεξάνδρεια που απείχε πολύ από το να είναι η κοιτίδα του κοσμοπολιτισμού και του πνεύματος, όπως παλαιότερα. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γινόταν χριστιανική και οι επιστήμες αντιμετωπίζονταν, στην καλύτερη περίπτωση, με επιφύλαξη.   

Η Υπατία ήταν κόρη του Θέωνα, του σπουδαίου μαθηματικού και αστρονόμου, μελετητή του Πτολεμαίου και του Ευκλείδη, που καταγράφεται ως ο τελευταίος λόγιος που υπήρξε μέλος του Αλεξανδρινού Μουσείου. Πατέρας και κόρη είχαν αλεξανδρινή υπηκοότητα, γεγονός που ήταν ιδιαίτερο προνόμιο και τους προσέδιδε μεγάλες ελευθερίες.   

Ο Θέων ήθελε με κάθε τρόπο να γίνει η κόρη του ένα «τέλειο ανθρώπινο ον» και κάτω από την επίβλεψή του η πανέμορφη κοπέλα έλαβε εξαιρετική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Αθήνα, όπου σπούδασε στη νεοπλατωνική σχολή του Πλούταρχου του Νεότερου και της κόρης του Ασκληπιγένειας.   

Παρακολούθησε μαθήματα και στη σχολή του Πρόκλου, ο οποίος την επηρέασε ιδιαίτερα, ενώ σύμφωνα με μεταγενέστερες μαρτυρίες φαίνεται ότι ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη σχολή του Ιεροκλή. Με την επιστροφή της στην Αλεξάνδρεια αρχίζει να διδάσκει φιλοσοφία και μαθηματικά, ως επικεφαλής των νεοπλατωνιστών της πόλης, ενώ μελετά διεξοδικά τα μαθηματικά έργα του Διόφαντου και του Απολλώνιου.   

Η φήμη της ως σπουδαίας φιλοσόφου διαδίδεται ταχύτατα και γίνεται ιδιαίτερα δημοφιλής τόσο για το αναλυτικό της πνεύμα και τη διαλεκτική της δύναμη όσο και για το μοναδικό της κάλλος. Η ίδια τηρούσε τις αρχές των νεοπλατωνικών, οι οποίοι ήταν ασκητικοί και υπέρμαχοι της αγνότητας, χωρίς ωστόσο να απαιτεί από τους μαθητές της, που ανήκαν σε διάφορες θρησκείες, αντίστοιχη συμπεριφορά.   Μαθητές αρχίζουν να έρχονται από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας για να σπουδάσουν φιλοσοφία και η επιρροή της Υπατίας φτάνει μέχρι τη σχολή της Αντιοχείας.   

Στην ιστορία των επιστημών για δεκαπέντε αιώνες είναι η μοναδική γυναίκα που συναντάμε και η πρώτη που δίδαξε δημόσια, αποτελώντας αδιαμφισβήτητο σύμβολο της ισότητας των φύλων, ούσα ταυτόχρονα και μάρτυρας της γνώσης. Η εποχή, ωστόσο, δεν ευνοούσε τα ελεύθερα πνεύματα, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και μόνο το γεγονός ότι ήταν γυναίκα ήταν αρκετό για να προκαλέσει τον φθόνο –πόσο μάλλον που οι νεοπλατωνιστές θεωρούνταν το αντίπαλο δέος του χριστιανισμού, τον οποίο οι αυτοκράτορες κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα -με εξαίρεση τον Ιουλιανό- προσπαθούσαν να επιβάλλουν.   

Στο πλαίσιο του θρησκευτικού και πολιτικού φανατισμού η λατρεία των εθνικών ποινικοποιείται, οι θυσίες απαγορεύονται και οι περιουσίες των ναών αφαιρούνται. Το 391 μ.Χ., με διάταγμα του Θεοδοσίου, παύει να λειτουργεί το Αλεξανδρινό Μουσείο και επιβάλλεται η καταστροφή όλων των εθνικών ναών της πόλης, παρά τις περί του αντιθέτου εκκλήσεις του ρήτορα και σοφιστή Λιβανίου.   

Την περίοδο 412-415 μ.Χ. αυτοκρατορικός έπαρχος της Αιγύπτου ήταν ο βαφτισμένος χριστιανός Ορέστης, μαθητής και φίλος της Υπατίας, ο οποίος συχνά την συμβουλευόταν για θέματα πολιτείας. Στον πατριαρχικό θρόνο είχε ανέλθει ο Κύριλλος, που είχε θέσει ως στόχο την εκδίωξη όλων των μη ορθοδόξων χριστιανών από την πόλη.   

Η εβραϊκή κοινότητα της Αλεξάνδρειας ήταν το πρώτο θύμα της πολιτικής του, με αποτέλεσμα την έντονη αντίδραση του έπαρχου. Τότε, για να συμπαρασταθούν στον επίσκοπο έφτασαν στην πόλη πεντακόσιοι μοναχοί, ενώ ένας από αυτούς, ο Αμμώνιος, προσπάθησε να δολοφονήσει τον Ορέστη, χτυπώντας τον στο κεφάλι με μια πέτρα. Ο μοναχός συνελήφθη και αφού πρώτα βασανίστηκε, εκτελέστηκε επί τόπου, οξύνοντας περαιτέρω τα πνεύματα.

Η προσπάθεια της Υπατίας να υπερασπιστεί τον έπαρχο προκάλεσε την οργή του Κυρίλλου, ο οποίους φοβούμενος την επιρροή που η φιλόσοφος ασκούσε στην πόλη, την κατηγόρησε για μαύρη μαγεία.   Στις 8 Μαρτίου του 415 μ.Χ., καθώς επέστρεφε σπίτι της, η Υπατία δέχτηκε επίθεση από ομάδα ανδρών, οι οποίοι τη σκότωσαν με φρικτό και βασανιστικό τρόπο.   

Ο χριστιανός ιστορικός του 5ου αιώνα Σωκράτης ο Σχολαστικός γράφει σχετικά: «Όλοι οι άνθρωποι την σεβόταν και την θαύμαζαν για την απλή ταπεινοφροσύνη του μυαλού της. Ωστόσο, πολλοί με πείσμα την ζήλευαν και επειδή συχνά συναντούσε και είχε μεγάλη οικειότητα με τον Ορέστη, ο λαός την κατηγόρησε ότι αυτή ήταν η αιτία που ο Επίσκοπος και ο Ορέστης δεν γίνονταν φίλοι.   

Με λίγα λόγια, ορισμένοι πεισματάρηδες και απερίσκεπτοι κοκορόμυαλοι με υποκινητή και αρχηγό τους τον αναγνώστη Πέτρο, έναν οπαδό αυτής της Εκκλησίας, παρακολουθούσαν αυτή τη γυναίκα να επιστρέφει σπίτι της, γυρνώντας από κάπου.   

Την κατέβασαν με τη βία από την άμαξά της, την μετέφεραν στην Εκκλησία που ονομαζόταν Καισάρειον, την γύμνωσαν εντελώς, της έσκισαν το δέρμα και έκοψαν τις σάρκες του σώματός της με κοφτερά κοχύλια μέχρι που ξεψύχησε, διαμέλισαν το σώμα της, έφεραν τα μέλη της σε ένα μέρος που ονομαζόταν Κίναρον και τα έκαψαν».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου