Τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών γίνονται συνήθως γνωστά τη βραδιά των εκλογών, με τον χαμένο να παραδέχεται την ήττα του τις πρώτες πρωινές ώρες.
Aλλά τα πράγματα ίσως είναι πολύ διαφορετικά αυτή τη φορά λόγω του τεράστιου αριθμού των επιστολικών ψήφων και της βαθιάς πολιτικής πόλωσης στις ΗΠΑ. Και δεν αποκλείεται η Αμερική να ξαναζήσει έναν εκλογικό εφιάλτη, μπροστά στον οποίο θα ωχριούν ίσως όσα έχει ζήσει μέχρι σήμερα.
Τη νύχτα της 7ης Νοεμβρίου του 2000 ο Αλ Γκορ τηλεφώνησε δύο φορές στον Τζορτζ Μπους τον νεότερο. Την πρώτη για να παραδεχθεί την ήττα του στις προεδρικές εκλογές, και τη δεύτερη για να αποσύρει τις δηλώσεις του. Η αναμέτρηση είχε μεταφερθεί στην πιο αμφίρροπη τότε Πολιτεία και μόλις μερικές εκατοντάδες ψήφοι χώριζαν τους δύο υποψηφίους.
«Ο μικρότερος αδελφός μου μού λέει ότι θα πάρουμε τη Φλόριντα», είπε ο Τζορτζ Μπους στον Δημοκρατικό αντίπαλό του.
Ο Μπους ήταν τότε κυβερνήτης του Τέξας και ο αδελφός του, Τζεμπ Μπους, κυβερνήτης της Φλόριντα. «Δεν με ενδιαφέρει τι λέει ο μικρότερος αδελφός σου. Εγώ σου λέω επίσημα ότι δεν αποδέχομαι πλέον την ήττα μου. Ευχαριστώ, καληνύχτα», του αντέτεινε ο Αλ Γκορ.
Ακολούθησαν 36 χαοτικές ημέρες, με κραυγές περί διαφθοράς, διαδηλώσεις, προσφυγές στη Δικαιοσύνη, απειλές βίας, μέχρι να επικυρωθεί οριακά η νίκη του Μπους. Και δεν ήταν η πρώτη φορά που δεν προέκυψε σαφής νικητής σε αμερικανικές εκλογές, πόσω μάλλον που δεν αποκλείεται το σενάριο αυτό να επαναληφθεί και στην αυριανή αναμέτρηση.
Οι επιστολικές ψήφοι-ρεκόρ της εφετινής χρονιάς αναμένεται να θέσουν υπό σκληρή δοκιμασία το παραδοσιακό σύστημα ψηφοφορίας στις ΗΠΑ, ενώ, από την άλλη, ο μεν Τραμπ έχει αρνηθεί να δεσμευθεί σε μια ειρηνική μετάβαση της εξουσίας και ο αντίπαλός του, Μπάιντεν, προσέλαβε στρατιά δικηγόρων αναμένοντας μάχες στα δικαστήρια.
Κι όσο περισσότερο παρατείνεται η αβεβαιότητα τόσο πιο επικίνδυνα μπορεί να εξελιχθούν τα πράγματα. Το αμερικανικό εκλογικό σύστημα προβλέπει μια συγκεκριμένη ημερομηνία για την εκλογή του νέου προέδρου κι αν η χώρα φθάσει σε αυτό το χρονικό σημείο με τους δύο υποψηφίους να ερίζουν για την κρίση, μπορεί να βιώσει μια κρίση χωρίς προηγούμενο στην Ιστορία της.
«Ο ρόλος που έπαιξε ο φόβος στη διάρκεια αυτής της προεκλογικής εκστρατείας και από τις δύο πλευρές σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί στις ΗΠΑ που θα νιώσουν απογοητευμένοι από το αποτέλεσμα, όποιο κι αν είναι αυτό. Και οι δύο υποψήφιοι έχουν ουσιαστικά προειδοποιήσει ότι η Αμερική θα καταρρεύσει αν δεν εκλεγούν», σημειώνει ο Έλιοτ Μπρέναν του US Studies Centre. «Κι αν προσθέσουμε τα όπλα, την πανδημία, την ύφεση, την αναβίωση των θεωριών συνωμοσίας και τις εκστρατείες παραπληροφόρησης σε αυτό το κοκτέιλ, προκύπτει μια επικίνδυνη κατάσταση για το εσωτερικό της χώρας, με πολλή ρευστότητα».
Λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού που καλπάζει και στις ΗΠΑ, αυτή τη χρονιά αριθμός ρεκόρ ψηφοφόρων έχουν ήδη ασκήσει το εκλογικό τους δικαίωμα για να αποφύγουν το συνωστισμό στα εκλογικά κέντρα ανήμερα των εκλογών. Κι οι άνθρωποι αυτοί «ανησυχούν τι θα γίνει με τις ψήφους τους», τονίζει ο λέκτορας του US Studies Centre, δρ Ντέιβιντ Σμιθ. «Ανησυχούν για το τι μπορεί να συμβεί ανήμερα των εκλογών: αν θα υπάρξουν απόπειρες εκφοβισμού στα εκλογικά κέντρα, αν σχηματιστούν μεγάλες ουρές, αν η πανδημία θα έχει εξελιχθεί τόσο άσχημα που θα είναι επικίνδυνο να πάει κανείς να ψηφίσει».
Αρκετές αμφίρροπες πολιτείες -κλειδιά, όπως το Ουισκόνσιν, που άλωσε ο Τραμπ προ τετραετίας με μόλις 22.749 ψήφους διαφορά – δεν θα ανοίξουν τις επιστολικές ψήφους παρά μόνον ανήμερα των εκλογών. Και καθώς τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών έχουν να καταμετρήσουν εκατομμύρια ψηφοδέλτια, το αποτέλεσμα μπορεί να χρειαστεί μέρες ή και εβδομάδες για να βγει.
Σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία, πολλοί Δημοκρατικοί ψηφοφόροι έχουν ήδη ασκήσει το εκλογικό τους δικαίωμα, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί αναμένεται να προσέλθουν μαζικά στις κάλπες όταν θα ανοίξουν αύριο, πράγμα που σημαίνει ότι τα πρώτα αποτελέσματα ίσως εμφανίζουν μπροστά τον Τραμπ, προτού ισορροπήσει η κατάσταση αργότερα υπέρ του Μπάιντεν.
«Θεωρώ ότι όλοι μας μπορούμε να φανταστούμε ένα σενάριο με τον Τραμπ να δηλώνει νικητής προτού επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα ή έχουν καταμετρηθεί σωστά οι ψήφοι», λέει η Έμα Σόρτις, ερευνήτρια του Πανεπιστημίου RMIT. «Και αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο».
Μολονότι τα μεγάλα αμερικανικά τηλεοπτικά δίκτυα ίσως δείξουν αυτοσυγκράτηση στην ανακοίνωση του νικητή των αμερικανικών εκλογών του 2020 και το στρατόπεδο του Μπάιντεν επιμένει ότι θα περιμένει να καταμετρηθούν όλες οι ψήφοι, μπορεί να προκύψει χάος.
«Δεν υπάρχουν και πολλά που μπορεί να κάνει μόνος του ο Τραμπ αφού οι εκλογές διεξάγονται σε πολιτειακό επίπεδο. Δεν μπορεί να κηρύξει το πέρας των εκλογών. Το ερώτημα είναι θα προσπαθήσει να ξεσηκώσει τους οπαδούς του; Θα οδηγήσει αυτό σε βία επειδή ο Τραμπ θα λέει στους οπαδούς του ότι είναι σε εξέλιξη ένα εκλογικό αποτέλεσμα; Θα εμφανιστούν οπλισμένα άτομα σε σημεία όπου γίνεται καταμέτρηση;», διερωτάται ο δρ Σμιθ.
Οι αμερικανικές εκλογές μπορεί να δείχνουν σαν μια κούρσα που καταλήγει με τον νικητή να χαμογελά και να χαιρετά μια θάλασσα οπαδών του προτού διεκδικήσει τη νίκη, αλλά η εκλογική βραδιά συνήθως είναι το πάρτι που στήνεται προτού ξεκινήσει η υπόλοιπη διαδικασία μέχρι τη στέψη του νικητή.
Μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου κάθε Πολιτεία θα πρέπει να έχει λύσει όλες τις διαμάχες που έχουν προκύψει αναφορικά με το αποτέλεσμα για να εγκριθεί από το Κογκρέσο.
Τα 538 μέλη του Κολεγίου των Εκλεκτόρων -αυτοί δηλαδή που εκλέγουν άμεσα τον νέο πρόεδρο- θα πρέπει να συνεδριάσουν τις 14 Δεκεμβρίου για να ψηφίσουν επίσημα τον νέο ηγέτη των ΗΠΑ και τον αντιπρόεδρο. «Αν μέχρι τότε είναι ασαφή τα εκλογικά αποτελέσματα, αν έχουν υπάρξει προσφυγές στη Δικαιοσύνη και αντικρουόμενες αποφάσεις, νομίζω ότι θα προκληθεί συνταγματική κρίση», λέει ο δρ Σμιθ.
Το εφιαλτικότερο σενάριο θα είναι αν ο ένας ή ο άλλος μονομάχος εξακολουθεί να αμφισβητεί το αποτέλεσμα μέχρι την τελευταία προθεσμία της 20ής Ιανουαρίου, όταν λήγει η θητεία του Τραμπ.
Το αμερικανικό εκλογικό σύστημα, που σχεδιάστηκε πριν από 223 χρόνια, έχει βιώσει κρίσεις. Τρεις πρόεδροι στην Ιστορία στέφθηκαν νικητές από το Εκλεκτορικό Κολέγιο, αν και είχαν χάσει τη λαϊκή ψήφο: ο Μπέντζαμιν Χάρισον, ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος και ο Τραμπ. Άλλοι δύο -ο Τζον Κουίνσι Άνταμς κι ο Ράδερφορντ Μπ. Χέις- έγιναν πρόεδροι μολονότι έχασαν και τη λαϊκή ψήφο, αλλά και εκείνη του Εκλεκτορικού Κολεγίου.
Το αμερικανικό Σύνταγμα περιλαμβάνει έναν μηχανισμό σε περίπτωση που ένας υποψήφιος δεν εξασφαλίσει τις 270 ψήφους που χρειάζεται από το Κολέγιο των Εκλεκτόρων. Το 1824, π.χ., η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε υπέρ του Άνταμς, όταν δεν προέκυψε σαφής νικητής. Αλλά η έκβαση των αμερικανικών εκλογών του 2000 ίσως μας προϊδεάζει καλύτερα για το τι μπορεί να συμβεί την επομένη της αυριανής αναμέτρησης.
Ο Μπους προσέφυγε στη Δικαιοσύνη για να σταματήσει την επανακαταμέτρηση των ψήφων στη Φλόριντα σε μια υπόθεση που κατέληξε τελικά στο Ανώτατο Δικαστήριο, εκεί όπου εξελέγη πρόσφατα η εκλεκτή του Τραμπ, Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ, παραμονές των εκλογών.
Με την ένταση να κλιμακώνεται, κοστουμαρισμένα στελέχη των Ρεπουμπλικανών κατέβηκαν στην κομητεία Μαϊάμι Ντέιντ απαιτώντας να σταματήσει η επανακαταμέτρηση και όπως λέει ο δρ Σμιθ «μπορεί να επιχειρηθεί μια επανάληψη αυτής της τακτικής ξανά», με τους οπαδούς του Τραμπ «να προσπαθούν να καθυστερήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο μέχρι να περάσει και η τελευταία νομική προθεσμία για την καταμέτρηση των ψήφων. Κι αυτή τη φορά δεν θα εμφανιστούν κοστουμαρισμένοι. Μιλάμε για άτομα με στολές παραλλαγής και πιθανώς με όπλα, άρα υπάρχει κίνδυνος», σημειώνει.
Τελικά, έξι μέρες πριν από τη συνεδρίαση του Κολεγίου των Εκλεκτόρων, το Ανώτατο Δικαστήριο με μια λίαν αμφισβητούμενη απόφαση και 5 ψήφους υπέρ και 4 κατά αποφάσισε να σταματήσει η επανακαταμέτρηση στη Φλόριντα, ανοίγοντας τον δρόμο προς τον Λευκό Οίκο για τον Μπους.
Όταν σταμάτησαν επίσημα να μετρούν τις ψήφους, ο Μπους προηγείτο με μόλις 537 επί συνόλου 6.000.000. Κι ο Αλ Γκορ, αν και εξέφρασε την έντονη διαφωνία του με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την αποδέχθηκε τελικά.
Ο Μπρέναν λέει ότι αμφιβάλλει κατά πόσον ο Μπάιντεν θα κάνει το ίδιο σ’ ένα τέτοιο σενάριο στις εφετινές εκλογές. «Αν υπάρχει αμφιβολία για τη νομιμότητα μιας νίκης του Τραμπ ή τον τρόπο που επιτεύχθηκε, ο Μπάιντεν θα νιώσει τεράστια πίεση από τους οπαδούς του, αλλά και τα πιστεύω του να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα», λέει.
Στο τέλος, όλα μπορεί να κριθούν από τη στάση των κομμάτων, του Κογκρέσου και των δικαστηρίων, αν ένας υποψήφιος διεκδικήσει τη νίκη πριν από το οριστικό αποτέλεσμα, λέει η Σόρτις. «Δεν εξαρτάται μόνον από το τι θα κάνει ο Τραμπ, αλλά και από το τι θα κάνει το περιβάλλον του, πώς θα αντιδράσουν οι θεσμοί σε αυτή την πίεση», λέει η Έμα Σόρτις. Και ο δρ Σμιθ συμφωνεί: «Αν διαγράφεται μια πολύ σαφής νίκη του Μπάιντεν, δεν αποκλείεται οι σύμμαχοι του Τραμπ να αποφασίσουν ότι δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με μια αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος».
Η προσέλευση των ψηφοφόρων στις ΗΠΑ είναι αρκετά μικρότερη σε σχέση με τις αντίστοιχες εκλογές σε κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού η συμμετοχή στις εκλογές δεν έχει ξεπεράσει το 55% τις τελευταίες δεκαετίες. Ωστόσο λόγω της συγκεκριμένης εκλογικής διαδικασίας η οποία έχει μετατραπεί σχεδόν σε δημοψήφισμα υπέρ ή κατά του Ντόναλντ Τραμπ, όσο και λόγω της πανδημίας της Covid-19 που ευνοεί την επιστολική ψήφο, η συμμετοχή φέτος αναμένεται να φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ.
Ήδη, περισσότεροι από 100 εκατ. Αμερικανοί πολίτες έχουν ψηφίσει πριν από την Ημέρα των Εκλογών, με την πολιτεία του Τέξας να μετρά τη μεγαλύτερη άνοδο σε ψήφους σε σχέση με τις εκλογές του 2016.
Οι Αμερικανοί πολίτες είναι συνηθισμένοι σε μια συγκεκριμένη ρουτίνα που διέπει τις προεδρικές εκλογές εδώ και αιώνες. Εκτός από τους στρατιώτες οι οποίοι, από την εποχή του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, ψηφίζουν με επιστολική ψήφο, τους Αμερικανούς αστροναύτες που από το 1997 μπορούν να συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία από το... διάστημα και όσες πολιτείες ενθαρρύνουν την εξ αποστάσεως ψήφο λόγω της πανδημίας της Covid-19, οι περισσότεροι ψηφοφόροι προσέρχονται στις κάλπες μια συγκεκριμένη ημέρα. Την Τρίτη, μετά την πρώτη Δευτέρα του Νοεμβρίου.
Πρόκειται για ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στο 1884. Μέχρι τότε οι αμερικανικές πολιτείες μπορούσαν να ορίσουν τους εκλέκτορές τους οποιαδήποτε στιγμή εντός μιας περιόδου 34 ημερών, πριν την πρώτη Τετάρτη του Δεκεμβρίου. Η ανάπτυξη όμως του τηλέγραφου ανάγκασε το Κογκρέσο να ορίσει μια κοινή ημέρα των ομοσπονδιακών εκλογών για μην να επηρεάζει το εκλογικό αποτέλεσμα μιας πολιτείας την πρόθεση ψήφου των κατοίκων μιας άλλης. Οι εκλογές του Νοεμβρίου ήταν βολικές επειδή η συγκομιδή θα είχε ολοκληρωθεί και δεν είχε ακόμα ξεκινήσει ο χειμώνας που θα εμπόδιζε τις μετακινήσεις των ψηφοφόρων. Η Τρίτη επιλέχθηκε ως Ημέρα Εκλογών, έτσι ώστε οι ψηφοφόροι να μπορούν να βρεθούν στην εκκλησία την Κυριακή, να ταξιδέψουν στο εκλογικό τμήμα τη Δευτέρα και να ψηφίσουν πριν από την Τετάρτη, ημέρα κατά την οποία οι αγρότες πωλούσαν, συνήθως, τα προϊόντα τους στις αγορές.
Το βράδυ των εκλογών μεγάλοι δημοσιογραφικοί οργανισμοί προβλέπουν με μεγάλη ακρίβεια τον νικητή και ο υποψήφιος που έλαβε τις λιγότερες ψήφους παραδέχεται δημοσίως την ήττα του. Νωρίς το πρωί της επόμενης ημέρας ο νεοεκλεγείς πρόεδρος απευθύνει μήνυμα στον αμερικανικό λαό και περιμένει μέχρι την 8η Δεκεμβρίου, ημέρα κατά την οποία όλες οι πολιτείες των ΗΠΑ πρέπει να διευθετήσουν τυχόν εκλογικές διαφορές και να ονομάσουν τον νικητή, διαφορετικά, σύμφωνα με τον ομοσπονδιακό νόμο, το Κογκρέσο μπορεί να αρνηθεί τις ψήφους από τις πολιτείες που δεν το έχουν πράξει.
Στη συνέχεια οι πολιτείες επιλέγουν τους εκλέκτορες που θα τις εκπροσωπήσουν και την 20η Ιανουαρίου του επόμενου έτους, ή την 21η, εάν η προηγούμενη ημέρα είναι Κυριακή, το Σύνταγμα αναφέρει ότι η προεδρική θητεία έχει λήξει και ορκίζεται ο νέος πρόεδρος.
Ωστόσο οι φετινές αμερικανικές προεδρικές εκλογές ενδέχεται να είναι τελείως διαφορετικές. Μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου περισσότεροι από 6,6 εκατ. Αμερικανοί είχαν ήδη ψηφίσει με επιστολική ψήφο, λόγω των μέτρων για τον κορωνοϊό, μια διαδικασία την οποία ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ την έχει χαρακτηρίσει ως προσπάθεια αλλοίωσης του εκλογικού αποτελέσματος. Σύμφωνα με έρευνες στις ΗΠΑ, οι περισσότεροι ψηφοφόροι που επέλεξαν την επιστολική ψήφο πρόσκεινται στους Δημοκρατικούς, πράγμα που σημαίνει ότι παρόλο που ο Τζο Μπάιντεν θα κερδίζει περισσότερες ψήφους κατά τη διάρκεια της καταμέτρησής τους, την ημέρα των εκλογών θα βρεθούν λιγότερα ψηφοδέλτια για τους Δημοκρατικούς στις κάλπες.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει προτρέψει τους υποστηρικτές του να βρεθούν στα εκλογικά τμήματα και να παρακολουθούν προσεκτικά τη διαδικασία, κάτι που προκαλεί φόβους για πιθανή παρουσία σκληρών οπαδών του Αμερικανού προέδρου. Παράλληλα, όπως αναφέρουν διεθνή μέσα ενημέρωσης, οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν μια στρατιά δικηγόρων σε πλήρη ετοιμότητα για να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα πολλών ψηφοδελτίων. Ρεπουμπλικανοί πολιτειακοί και ομοσπονδιακοί αξιωματούχοι θα μπορούσαν να σπείρουν επίσης αμφιβολίες για τα αποτελέσματα ξεκινώντας έρευνες για «παράτυπες διαδικασίες».
Απέναντι σε αυτό το εφιαλτικό σενάριο, το επιτελείο του Τζο Μπάιντεν έχει και αυτό συγκεντρώσει μια στρατιά δικηγόρων οι οποίοι σχεδίασαν ένα «πρόγραμμα προστασίας των ψηφοφόρων» για να ανταποκριθούν στις πιθανές προσπάθειες καταστολής και εκφοβισμού τους. Σε πολιτείες - κλειδιά για την ανάδειξη προέδρου, όπως η Πενσυλβανία και η Φλόριντα, ο Τραμπ θα μπορούσε να καθυστερήσει τη διαδικασία καταμέτρησης μέχρι και την 8η Δεκεμβρίου, όταν βάσει του αμερικανικού Νόμου οι πολιτείες θα πρέπει να έχουν αποστείλει στους ομοσπονδιακούς φορείς τα αποτελέσματα των εκλογών, διαφορετικά, το Κογκρέσο μπορεί να αρνηθεί να τα κάνει δεκτά.
Σε μια τέτοια περίπτωση οι πολιτειακές κυβερνήσεις μπορούν να αγνοήσουν τις ψήφους των πολιτών και να ορίσουν οι ίδιες τους εκλέκτορες που θα επιλέξουν τον επόμενο πρόεδρο. Οι Ρεπουμπλικάνοι - που ελέγχουν πολιτείες όπως το Μίσιγκαν, η Πενσυλβάνια, η Βόρεια Καρολίνα, η Φλόριντα, η Αριζόνα και το Ουισκόνσιν - θα μπορούσαν να αποφασίσουν ότι τα αποτελέσματα των εκλογών είναι παράνομα, επικαλούμενοι την αμφισβητούμενη διαδικασία καταμέτρησης και να ορίσουν εκλέκτορες που θα υποστηρίξουν τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ως απάντηση οι Δημοκρατικοί κυβερνήτες θα μπορούσαν να ανακηρύξουν τις εκλογές νόμιμες και να στείλουν δικούς τους εκλέκτορες. Δηλαδή και τα δύο κόμματα θα υποστήριζαν ότι έχουν κερδίσει τις εκλογές.
Καθώς το Σύνταγμα και οι Νόμοι των ΗΠΑ δεν έχουν μια σαφή απάντηση σε ένα τόσο δύσκολο ερώτημα, εάν επιβεβαιωθούν οι φόβοι αρκετών Αμερικανών ειδικών, τότε η χώρα θα βιώσει μια άνευ προηγουμένη συνταγματική κρίση. Σύμφωνα με μια ερμηνεία, που αναφέρουν διεθνή ΜΜΕ, τη λύση θα μπορούσε να δώσει ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και πρόεδρος της Γερουσίας Μάικ Πενς, αποφασίζοντας πους εκλέκτορες που θα αποδεχθεί, χρίζοντας ουσιαστικά τον Ντόναλντ Τραμπ εκ νέου πρόεδρο των ΗΠΑ. Σύμφωνα με άλλες ερμηνείες του Νόμου, το ζήτημα δεν θα αφορά στη Γερουσία αλλά στην Νάνσι Πελόζι την πρόεδρο του δεύτερου σώματος του Κογκρέσου, της Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία θα μπορούσε να αναλάβει προσωρινά καθήκοντα προέδρου μέχρι να αποφασίσει το Κογκρέσο.
Ωστόσο εάν δεν υπάρξει συναίνεση, τότε στο ζήτημα της εκλογής του επόμενου Αμερικανού προέδρου ενδέχεται να εμπλακεί το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, μια εξέλιξη την οποία απεύχονται άπαντες στις ΗΠΑ, καθώς θα έθετε σε κίνδυνο την ανεξαρτησία που το Δικαστήριο προσπαθεί εδώ αιώνες να διατηρήσει.
Ακόμα και εάν τα προαναφερθέντα σενάρια φαντάζουν ακραία, το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ, αλλά και υπόλοιπος κόσμος, να μη γνωρίζουν ποιος είναι ο επόμενος «πλανητάρχης» για μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι περισσότερο από πιθανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου