'' Χαίρε της Κρήτης καύχημα και της Ελλάδας σκέπη,
Δόξα μεγάλη και Τιμή, χαίρε γιατί σου πρέπει! ''
Τα Χριστούγεννα του 1909 ο Βενιζέλος τα γιόρτασε εν πλω για τον Πειραιά. Είχε φύγει μία μέρα νωρίτερα από την Κρήτη για να φτάσει στην Αθήνα όπου είχε προσκληθεί για να αναλάβει τις τύχες της Ελλάδας... Μετά τον ταπεινωτικό πόλεμο του 1897 η χώρα είχε μπει στη δίνη μιας περιπέτειας που δύσκολα, όπως έδειχναν τα πράγματα, θα έβγαινε αλώβητη. Και πολύ περισσότερο ήταν απίθανο τα επόμενα χρόνια να ανακτήσει την εθνική της αξιοπρέπεια. Τη λύση μερικά χρόνια αργότερα κλήθηκε να δώσει ένας ανερχόμενος αστέρας της πολιτικής ζωής, ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ήταν 23 Δεκεμβρίου του 1909 - μετά το κίνημα στο Γουδί - όταν ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» κάλεσε τον κ. Βενιζέλο να αναλάβει πολιτικός του σύμβουλος. Η πρόταση να προσκληθεί ο Βενιζέλος στην Αθήνα έγινε από τον αξιωματικό κ. Ζυμβρακάκη όταν ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος που είχε προχωρήσει στο Κίνημα στο Γουδί, αναζητούσε την πολιτική εκείνη λύση που δε θα ήταν από τον παλιό και φθαρμένο πολιτικό κόσμο. Η πρόταση έγινε δεκτή και υλοποιήθηκε δύο μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Ο Ελ. Βενιζέλος όπως δήλωσε τότε δεν μπορούσε να αρνηθεί αυτό το εθνικό κάλεσμα και πήρε το πλοίο για να φτάσει στην Αθήνα χαράματα 28ης/12/1909 προς 29η/12/1909.
Η άφιξη του Ελευθερίου Κ. Βενιζέλου στην Αθήνα στις 28 Δεκεμβρίου 1909, ύστερα από πρόσκληση του Συνδέσμου, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στη Νεότερη Ελληνική Ιστορία, παρ΄ όλο που δεν ανέλαβε αμέσως την πρωθυπουργία. Ο κρητικός πολιτικός πρότεινε τον σχηματισμό νέας υπηρεσιακής κυβέρνησης, η οποία θα διενεργούσε εκλογές για τη σύγκληση αναθεωρητικής συνέλευσης. Αμέσως μετά πρόβλεπε και τη διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Παρά τις διαφωνίες που ανέκυψαν μεταξύ των αρχηγών των πολιτικών κομμάτων αν θα αποδέχονταν την παραβίαση του Συντάγματος που συνεπαγόταν η λύση την οποία πρότεινε ο Βενιζέλος, ο Γεώργιος συναίνεσε και ανέθεσε την πρωθυπουργία της μεταβατικής κυβέρνησης στον Στέφανο Δραγούμη. Οι εκλογές για την Αναθεωρητική Βουλή προκηρύχθηκαν τον Μάρτιο 1910.
Όταν το 1910, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε τις τύχες της Ελλάδας, είχε να αντιμετωπίσει και την προσπάθεια του τσάρου της Ρωσίας να οργανώσει το μπλοκ εκείνο που θα υψωνόταν ως ανάχωμα στις επιδιώξεις των Αυστριακών στα Βαλκάνια και θα του επέτρεπε να βγει στο Αιγαίο. Αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής ήταν η βουλγαροσερβική συμμαχία που θεμελιώθηκε τον Οκτώβριο του 1911. Ο Βενιζέλος πρόλαβε να βάλει και την Ελλάδα στο παιχνίδι, παραμονές του Βαλκανικού Πολέμου, το 1912. Η εξέλιξη του πολέμου έπεισε τις μεγάλες δυνάμεις ότι ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν εφικτός. Αυτό σήμαινε ότι ο τσάρος μπορούσε να ελπίζει σε κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, δημιουργώντας εκεί «βυζαντινό προτεκτοράτο», το οποίο εν καιρώ θα προσαρτούσε στη Ρωσία ως «διάδοχο του Βυζαντίου». Η επιδίωξη του τσάρου ήταν γνωστή και ο Βενιζέλος δεν μπορούσε να την παραγνωρίσει, μα ήθελε να την κόψει. Το πρόβλημά του ήταν ότι έπρεπε να πείσει και τους Έλληνες που επένδυαν στη Μεγάλη Ιδέα. Και Μεγάλη Ιδέα χωρίς Κωνσταντινούπολη δεν μπορούσε να νοηθεί. Από την άλλη πλευρά, αρχές του 1913, η Βουλγαρία κατείχε την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη και απειλούσε την Αδριανούπολη, ενώ Έλληνες και Σέρβοι προετοίμαζαν το δικό τους μέτωπο εναντίον της Βουλγαρίας.
Τότε ο Ελευθέριος Βενιζέλος διατύπωσε το δόγμα της «στρογγυλής Ελλάδας». Ήταν 2 Μαρτίου 1913, όταν δήλωσε στη Βουλή ότι, για να γίνει η Ελλάδα βιώσιμο κράτος, πρέπει να «στρογγυλοποιηθεί» κι όχι να αποκτήσει λωρίδες χωρίς βάθος στη βόρεια ακτή του Αιγαίου. «Στόχος πρέπει να γίνει η απελευθέρωση της Ιωνίας, που είναι ελληνική. Και τα εκεί δικαιώματα του Ελληνισμού είναι απαράγραπτα». Με άλλα λόγια, ο Βενιζέλος πρότεινε μια Ελλάδα με ελληνική τη Σμύρνη και την ενδοχώρα της και με το Αιγαίο λίμνη ελληνική. Η πρότασή του καθησύχασε Βούλγαρους και τσάρο αλλά ξεσήκωσε εναντίον του την άγρια επίθεση του Γεωργίου Θεοτόκη, του Δημητρίου Ράλλη και άλλων ότι ξεπουλά Μακεδονία και Θράκη. Τρεις μέρες αργότερα δολοφονήθηκε ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ με αποτέλεσμα ο καβγάς για τη «στρογγυλή Ελλάδα» να ξεχαστεί. Άλλωστε «στρογγυλή χώρα» χωρίς Μακεδονία και Θράκη δεν είναι νοητή. Τον Ιούνιο του 1913, ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος αποκάλυψε ότι ο Βενιζέλος δεν ξεπουλούσε τη Μακεδονία. Ο ελληνικός στρατός την απελευθέρωσε, όπως και τη Δυτική Θράκη, που όμως κατακυρώθηκε τελικά στη Βουλγαρία. Στα 1915 κι ενώ μαινόταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, με τον τσάρο να έχει καπαρώσει στα χαρτιά Κωνσταντινούπολη, Βόσπορο και Δαρδανέλια, η Αντάντ προσπαθούσε να δελεάσει την ακόμη ουδέτερη Βουλγαρία ζητώντας από τη Σερβία και την Ελλάδα να παραχωρήσουν εδάφη. Το ελληνικό μερίδιο περιλάμβανε παραχώρηση έκτασης 2.000 τ. χλμ. με την Καβάλα μέσα σ’ αυτή. Ο ιστορικός και μετέπειτα πρωθυπουργός, διάδοχος του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1963, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, έγραψε σχετικά:
«Ο Βενιζέλος εγνώριζε πολύ καλά ότι οι Βούλγαροι δεν θα έμεναν ικανοποιημένοι με τέτοιες παραχωρήσεις. Αυτοί ήθελαν την Μεγάλη Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου. Η αποδοχή της συμμαχικής προτάσεως, λοιπόν, ήταν ένας ευφυής διπλωματικός χειρισμός, μία επίδειξις καλών προθέσεων προς τους συμμάχους, χωρίς τον κίνδυνο πραγματοποιήσεώς της». Ο Βενιζέλος είπε «ναι» αλλά ζήτησε ως αντάλλαγμα την Ιωνία, μαζί με τη Σμύρνη. Ούτε ο τσάρος ούτε άλλος κανένας είχαν αντίρρηση. Τα γεγονότα τον δικαίωσαν. Η Βουλγαρία πήγε με τις κεντρικές αυτοκρατορίες, ενώ η Ιωνία παρέμενε συμμαχική προσφορά προς την Ελλάδα. Η Ιταλία, όμως, δεν έπαυε να προβάλλει αντιρρήσεις για την υπόσχεση της Αντάντ να δοθεί στην Ελλάδα η περιοχή της Σμύρνης. Με δικά της τα Δωδεκάνησα, προσέβλεπε σε μια απόβαση στις γειτονικές τούρκικες ακτές. Αυτή της την πρόθεση τη διατύπωσε εκβιαστικά στις αρχές του 1919, όταν απαιτούσε να της δοθεί η περιοχή του Φιούμε (στην Αδριατική). Τον ίδιο καιρό ο Ελευθέριος Βενιζέλος έκανε διαβήματα για την ανάγκη να προστατευτούν οι Έλληνες που ζούσαν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εναντίον των οποίων οι Τούρκοι είχαν γι’ άλλη μια φορά αρχίσει διωγμούς. Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, Λόυδ Τζορτζ, φοβήθηκε ότι θα ξυπνούσε κάποιο πρωινό με τους ιταλούς στη Σμύρνη. Με τα διαβήματα του Βενιζέλου στο χέρι, εισηγήθηκε στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ουίλσον, και στον πρωθυπουργό της Γαλλίας, Κλεμανσό, να ανατεθεί στην Ελλάδα η κατάληψη της μικρασιατικής ακτής. Συμφώνησαν.
Η εντολή προς τους Έλληνες ήταν να αναλάβουν τη διοίκηση της περιοχής Σμύρνη – Αϊδίνι. Στις 2/15 Μαΐου 1919 οι Έλληνες αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη. Από τις 20 Ιουλίου / 2 Αυγούστου 1919, με συνθήκη, συμφωνήθηκε οι Ιταλοί να ελέγχουν την περιοχή νότια του Μαιάνδρου ποταμού (εκβάλλει στο Ικάριο πέλαγος). Το επεισόδιο με την εισβολή των Ιταλών του Ντ’ Ανούντζιο στο Φιούμε έληξε προσωρινά τον Νοέμβριο του 1920, την εποχή ακριβώς που ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το κόμμα των Φιλελευθέρων υπέστησαν συντριπτική ήττα στις εκλογές. Τον ίδιο καιρό οι Γάλλοι έβλεπαν τους Βρετανούς να καρπώνονται στη Μέση Ανατολή τα οφέλη από τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τους Έλληνες να δρουν υπό την προστασία της βρετανικής ομπρέλας. Συμμάχησαν με τους Ιταλούς και άρχισαν να ενισχύουν τον Κεμάλ που ακριβώς εναντίον Ελλήνων και Βρετανών πολεμούσε. Έτσι, η ελεγχόμενη από τους Ιταλούς ζώνη της Μικράς Ασίας άρχισε να μεταβάλλεται ουσιαστικά σε ορμητήριο των Τούρκων. Από την άλλη πλευρά, ο εκλογικός θρίαμβος των αντιβενιζελικών και η παλινόρθωση του Κωνσταντίνου μετέτρεψαν τη θέση των Βρετανών αρχικά σε στάση επιτήρησης κι έπειτα σε εχθρική. Με τους ηγέτες της νέας κατάστασης θιασώτες της Μεγάλης Ιδέας και ανίκανους να αντιληφθούν τη μεταστροφή. Το 1921 ήταν τραγικό και για τους Έλληνες:
Ο Κωνσταντίνος άλλαξε τους αρχηγούς της εκστρατείας, την οποία συνέχισε. Σε πολεμικό συμβούλιο στη βασιλική κατοικία στο Κορδελιό, στις 3 Ιουνίου 1921, οι Έλληνες στρατιωτικοί ηγέτες αποφάσισαν μεγάλη εκστρατεία με στόχο την κατάληψη της Άγκυρας. Η απόφαση δίχασε τους επιτελείς, καθώς μετέτρεπε τη μικρασιατική εκστρατεία, από δίκαιο απελευθερωτικό αγώνα, σε κατακτητική ιμπεριαλιστική κίνηση. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο πρωθυπουργός Γούναρης επέμεναν ότι η επιχείρηση απέβλεπε στον διασκορπισμό των κεμαλικών δυνάμεων. Η γενική επίθεση άρχισε στις 29 Ιουνίου. Ο ελληνικός στρατός πέρασε τον ποταμό Σαγγάριο φτάνοντας (Αύγουστος του 1921) στο απώτατο σημείο. Τον ίδιο μήνα, ξαναπέρασε τον ποταμό με τακτική υποχώρηση και οχυρώθηκε στο Εσκί Σεχίρ. Όμως, από τον Οκτώβριο, οι Αγγλογάλλοι τα είχαν βρει μεταξύ τους και ενίσχυαν φανερά τον Κεμάλ, πιστεύοντας ότι ήταν το μέλλον της νέας Τουρκίας. Στα τέλη της χρονιάς, ο ελληνικός στρατός έμοιαζε εξουθενωμένος από την έλλειψη εφοδίων. Έχοντας εξασφαλίσει τα πάντα στη Μέση Ανατολή, οι Αγγλογάλλοι σκέφτηκαν να περισώσουν ολίγα και για τους πάντα φίλους τους και πάντα προδομένους Έλληνες. Στις 8 Μαρτίου 1922, άρχισε στο Παρίσι διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ιταλίας. Στις 19 Μαρτίου 1922, παρουσίασαν το ειρηνευτικό τους σχέδιο: Προέβλεπε ειρηνική εκκένωση της Μικράς Ασίας από τους Έλληνες, ενώ η Ελλάδα θα έπαιρνε την Ανατολική Θράκη ως και τη χερσόνησο της Καλλίπολης, καθώς και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος.
Η Σμύρνη θα γινόταν αυτόνομη περιοχή. Οι αντιμαχόμενοι στην Τουρκία, οπαδοί του σουλτάνου και κεμαλικοί, δέχτηκαν αυτή τη λύση. Σκεπτικισμός υπήρξε μόνο για την αυτονομία της Σμύρνης, καθώς το παρελθόν δεν εγγυούταν τίποτα καλό γι’ αυτούς. Αυτόνομη ήταν η Κρήτη, πριν να γίνει ελληνική, αυτόνομη και η Σάμος, αλλά και η Ανατολική Ρωμυλία που κατέληξε στους Βούλγαρους και η ίδια η Βουλγαρία και η Σερβία. Η αυτονομία ήταν το πρώτο βήμα για την ένωση της Σμύρνης με την Ελλάδα. Φιλολογία μάταιη, καθώς την αγγλογαλλική πρόταση απέρριψαν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και η κυβέρνηση Γούναρη. Πίστευαν πως, αν συνέχιζαν τον πόλεμο, θα έπαιρναν και την Κωνσταντινούπολη. Κι ας ήταν ο Κωνσταντίνος αρχικά ενάντιος στη μικρασιατική εκστρατεία. Απλά, όλα τα ως τότε ελληνικά επιτεύγματα πιστώνονταν στον Βενιζέλο. Χρειαζόταν και κάτι δικό του. Δεν του βγήκε. Η τούρκικη αντεπίθεση εκδηλώθηκε τον Αύγουστο κι έφερε την καταστροφή του ελληνικού στρατού και του ελληνισμού της Μικράς Ασίας... έτσι η παραδοσιακή ελληνική διχόνοια έδωσε ένα άγαρμπο τέλος στην 12χρονη ανοδική πορεία της Πατρίδας...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου