Υπογράφει η νεαρά κυρία,
Εύα Αφένδρα
Προπτυχιακή Φοιτήτρια Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.
Συντάκτρια - Αναλύτρια Νομικών, Πολιτικών, Ιδεολογικών και Κοινωνικών Ζητημάτων
Το τελευταίο διάστημα η κυβέρνηση πραγματεύεται ένα νέο νομοσχέδιο
οικογενειακού δικαίου. Με αυτό, εκτός των άλλων, καθιερώνεται εκδοχή
υποχρεωτικής και ποσοτικά προσδιορισμένης συνεπιμέλειας των παιδιών, ορίζοντας
υποχρέωση για τουλάχιστον ένα τρίτο του χρόνου επικοινωνίας του παιδιού με
φυσική παρουσία με τον γονιό με τον οποίο δε διαμένει. Αυτή η υποχρέωση έχει ως
μόνο περιορισμό την αμετάκλητη καταδίκη του εν λόγω γονέα για πολύ σοβαρά
αδικήματα (ενδοοικογενειακή βία, εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή
εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής). Πρόκειται για μια ιδέα
επίπλαστα προοδευτική, διατυπωμένη με έκδηλη προχειρότητα που αδιαμφισβήτως
θα εμφανίσει πρακτικές δυσκολίες στην εφαρμογή.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων πρέπει να γίνει αρχικά κατανοητό πως η
συνεπιμέλεια είναι θεμιτή και ιδανική αλλά μόνο όταν αυτή είναι συναινετική, δηλαδή
στις περιπτώσεις όπου οι δύο γονείς αποφασίζουν από κοινού πώς θα διαχειριστούν
την επιμέλεια του παιδιού, στο πλαίσιο της οποίας μπορούν να συναποφασίσουν
όποια διαρρύθμιση κρίνεται σκόπιμη. Το πρόβλημα λοιπόν εντοπίζεται στο πλαίσιο
μέσα στο οποίο θα κινούνται τα δικαστήρια όταν καλούνται να αποφασίσουν για την
επιμέλεια του παιδιού σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει συναίνεση των δύο γονέων.
Αναλυτικότερα, παρατηρούμε πως οι συντάκτες του νομοσχεδίου ορίζουν το
συμφέρον του παιδιού, και μάλιστα ιεραρχικά, συνδέοντας το ‘’πρωτίστως με την
ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του’’. Το
συμφέρον του παιδιού είναι μια αόριστη νομική έννοια η οποία εξειδικεύεται σε κάθε
συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν υπάρχει ένα συμφέρον για όλα τα παιδιά που να
μπορεί να οριοθετήσει ο νομοθέτης με βάση αμιγώς ιεραρχικά κριτήρια. Έτσι,
εντελώς αυθαίρετα και αντιεπιστημονικά, η φροντίδα και η ανατροφή του παιδιού
συνδέεται με τα δικαιώματα και τις σχέσεις μεταξύ των πρώην συζύγων και όχι με τη
στάση των γονέων απέναντι στα παιδιά τους. Υπό το ίδιο σκεπτικό της
‘’σολομώντειας λύσης’’ εισάγεται μαθηματικό τεκμήριο χρόνου επικοινωνίας κατά το
1/3 οριζόντια για όλα τα παιδιά. Άραγε χωρούν μαθηματικοί τύποι στην ανθρώπινες
σχέσεις, και δη στην υπέρτατη σχέση γονέα και τέκνου; Εκτός αυτού, στο νομοσχέδιο
διαβάζουμε πως ‘’ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να
συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και
τα συμφέροντά του, εφόσον η γνώμη του τέκνου κριθεί από το δικαστήριο ότι δεν
αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής.’’ Παρατηρούμε δηλαδή πως η φωνή του
παιδιού υποβαθμίζεται, αντιμετωπίζεται με αδικαιολόγητη καχυποψία κόντρα σε όλα
τα διεθνή νομικά κείμενα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 12 της Σύμβασης για
τα Δικαιώματα του Παιδιού, ‘’ θα πρέπει ιδίως να δίνεται στο παιδί η δυνατότητα να
ακούγεται σε οποιαδήποτε διοικητική ή δικαστική διαδικασία που το αφορά(...).»
χωρίς να τίθεται καμία άλλη προϋπόθεση. Στο ελληνικό σχέδιο νόμου ωστόσο
εισάγεται μια επιφύλαξη στη φωνή του παιδιού η οποία δεν αποτελεί τίποτα άλλο
παρά νομοθετική αναγνώριση του βαθύτατα προβληματικού σκεπτικού που θέλει
τους γονείς αδίστακτους και έτοιμους να χρησιμοποιήσουν μέχρι και τα παιδιά τους
για να βλάψουν τους πρώην συζύγους τους με δήθεν ψευδείς καταγγελίες.
Τέλος, το μεγαλύτερο ως τώρα ‘’αγκάθι’’ που θίγεται στις συζητήσεις περί του νομοσχεδίου
αφορά την ασφάλεια του παιδιού όταν οποιοσδήποτε εκ των δύο γονέων είναι
κακοποιητικός. Εφόσον αμετάκλητη είναι μόνο η απόφαση του Αρείου Πάγου, ο
κακοποιητικός αυτός γονέας μπορεί να διατηρεί το δικαίωμα επικοινωνίας με το
κακοποιημένο παιδί για πολύ μακρό χρόνο. Για να τεθεί με απλούστερους όρους:
Μια υπόθεση κακοποίησης παιδιού, σωματικής ή σεξουαλικής για παράδειγμα, για
να δικαστεί σε πρώτο βαθμό, να φτάσει στο Εφετείο και να τελεσιδικήσει στον Άρειο
Πάγο συχνά χρειάζεται να ξεπεράσει τη δεκαετία. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι ένα
παιδί που κακοποιείται από τον ένα γονιό του και βρίσκει το θάρρος να το καταγγείλει
θα πρέπει υποχρεωτικά να περνάει το 1/3 του χρόνου του με τον κακοποιητή γονιό
του μέχρι να ενηλικιωθεί, όχι απλώς να είναι σε επικοινωνία με αυτόν αλλά να
βρίσκεται στο 1/3 του χρόνου στον πλήρη έλεγχό του.
Νωρίτερα μέσα στο μήνα η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, με δημόσια
τοποθέτησή της, έθιξε και κατ’ επέκταση αποδόμησε αυτά τα βασικά σημεία του
νομοσχεδίου. Μεταξύ άλλων επισημάνθηκαν τα εξής :
«[...] •Άρθρο 1511 ΑΚ.
–Θεωρούμε πως το συμφέρον του τέκνου πρέπει να αξιολογείται από το Δικαστήριο
εξατομικευμένα σε κάθε περίπτωση, μετά από στάθμιση και συνεκτίμηση πολλών
παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων και των αναφερομένων στην παρ. 2 του
άρθρου 1511 ΑΚ, και να μην τίθενται κριτήρια ιεράρχησης από τον Νομοθέτη, όπως
προκύπτει από τη χρήση της λέξης ‘πρωτίστως’.
•Άρθρα 1512 και 1514 παρ.3γ ΑΚ
Γίνεται παραπομπή σε ιδιώτη διαμεσολαβητή, χωρίς να έχει τεθεί ως προϋπόθεση
αυτός να έχει επιστημονική εξειδίκευση στον τομέα της ψυχικής υγείας. Πρόκειται για
διατάξεις που σκοπούν στην ενίσχυση της ιδιωτικής διαμεσολάβησης, με σημαντική
οικονομική επιβάρυνση των γονέων.
•Άρθρο 1520 ΑΚ
-Αρχικώς ορίζεται πως η επικοινωνία περιλαμβάνει τόσο τη φυσική παρουσία και την
επαφή του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει, όσο και τη διαμονή του
τέκνου στην οικία του γονέα αυτού. Στη συνέχεια τίθεται υποχρέωση στον γονέα με
τον οποίο διαμένει το τέκνο να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του
τέκνου με τον άλλο γονέα σε καθημερινή βάση. Προφανώς τα δύο εδάφια βρίσκονται
σε λογική αντίφαση αφού δεν είναι δυνατή η καθημερινή φυσική παρουσία και
διαμονή του τέκνου στην οικία του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει.
-Η μνεία ότι ‘’ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με
τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου
επικοινωνίας, εκτός αν…’’ είναι ασαφής και δημιουργεί ερμηνευτικές δυσχέρειες,
καθώς ως ‘συνολικός χρόνος επικοινωνίας’ δύναται έτσι να νοηθεί είτε ο συνολικός
χρόνος που έχει επικοινωνία με το τέκνο του ο γονέας που δε διαμένει με αυτό
(καθόσον δικαίωμα επικοινωνίας έχει μόνο ο γονέας με τον οποίο δε διαμένει το
τέκνο) είτε ο συνολικός χρόνος επικοινωνίας με αμφότερους τους γονείς. [...]
-Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 ορίζεται ότι ‘’Αποκλεισμός ή περιορισμός
του δικαιώματος επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους,
ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει καταδικαστεί αμετάκλητα
για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή
εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής’’. Παρόμοια ρύθμιση
εμπεριέχεται στο άρθρο 1532 ΑΚ, όπου υπάρχει ενδεικτική απαρίθμηση των
περιπτώσεων κακής άσκησης γονικής μέριμνας.
Θεωρούμε πως η προϋπόθεση της αμετάκλητης καταδίκης του γονέα για τα
αναφερόμενα ποινικά αδικήματα δεν διασφαλίζει το τέκνο, που θα εξακολουθήσει να
διαμένει ή να επικοινωνεί για μεγάλο διάστημα με έναν γονέα που έχει την ανωτέρω
εγκληματική συμπεριφορά. Η αναμονή έκδοσης αμετάκλητης απόφασης για τόσο
σοβαρά αδικήματα, που είναι μια μακρόχρονη διαδικασία, δύναται να έχει
καταστροφικές συνέπειες για το τέκνο. »
Συμπερασματικά, οφείλουμε να είμαστε σε θέση να αναγνωρίζουμε, όχι μόνο ως
νομικοί αλλά και ως πολίτες και κοινωνοί της σύγχρονης πραγματικότητας, ότι οι
γονικές συγκρούσεις έχουν βαθύτερα αίτια και δεν είναι δυνατό να επιλύονται με την
όποια καθιέρωση υποχρεωτικής συνεπιμέλειας. Η κάθε περίπτωση είναι
διαφορετική, το κάθε παιδί είναι μοναδικό και ως τέτοιο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται
και από το νόμο.
Ενδεχομένως μια μέρα η υποχρεωτική συνεπιμέλεια θα είναι ο κανόνας, το
αναμενόμενο. Κάτι τέτοιο ωστόσο θα είναι εφικτό μόνο σε μια κοινωνία που υπάρχει
ισότητα, όπου οι μισθοί και οι θέσεις εξουσίας των δύο φύλων θα έχουν εξισωθεί, θα
έχουν μειωθεί τα ποσοστά γυναικείας ανεργίας, θα έχουν εξαλειφθεί οι
γυναικοκτονίες, η ενδοοικογενειακή βία θα έχει ελαχιστοποιηθεί και θα υπάρχει ένα
δίκτυο πρόνοιας και κοινωνικών υπηρεσιών τόσο άμεσο και αποτελεσματικό που
στην ελληνική πραγματικότητα του σήμερα κανείς δε μπορεί να διανοηθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου