Του Γρηγορίου (Άκη) Γιαννούλη
Φοιτητή Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.
Τους τελευταίους μήνες έχει ξεσπάσει μια παγκόσμια υγειονομική κρίση, καθώς η ταχεία εξάπλωση του ιού SARS-CoV2, ή αλλιώς νέου κορωνοϊού, έχει στερήσει τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους κι έχει καταδείξει τις αδυναμίες του εκάστου εθνικού συστήματος υγείας. Υπό αυτές τις συνθήκες οι κυβερνήσεις όλων των κρατών κήθηκαν να λάβουν μέτρα (ανάλογα με τη στρατηγική που αποφάσισε να ακολουθήσει το καθένα) για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Έτσι και η ελληνική κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) , έλαβε αρκετά γρήγορα μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού, τα οποία μάλιστα με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα κρίθηκαν ορθά, αφού η χώρα μας απέφυγε την κατάρρευση του ΕΣΥ κι έχει ελάχιστες απώλειες.
Ωστόσο στόχος αυτού του άρθρου δεν είναι να διερευνηθούν θέματα σχετικά με την επιστήμη της υγείας (δεν είμαι ειδικός άλλωστε) , αλλά να προσεγγιστεί το ζήτημα του κατά πόσο αυτοί οι κανόνες που έχει θεσπίσει η κυβέρνηση με τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) που εξέδωσε συμβαδίζουν με τις Διατάξεις του ελληνικού Συντάγματος. Ειδικότερα θα επιχειρήσω μια επιστημονική προσέγγιση που θα αναδείξει κατά πόσο είναι θεμιτοί οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στην κίνηση των πολιτών με την απαγόρευση κυκλοφορίας.
Ξεκινώντας λοιπόν, ο περιορισμός της απαγόρευσης της κυκλοφορίας περιορίζει το δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας . Πιο συγκεκριμένα στην παρ. 3 του άρθρου 5 του Συντάγματος (στο εξής Συντ.) καθιερώνεται η προσωπική ελευθερία stricto sensu , δηλαδή η φυσική , σωματική ελευθερία ενέργειας και κίνησης στο χώρο , υπό τη γενική επιφύλαξη του νόμου , με την ουσιαστική του όρου έννοια (δηλαδή από κανόνες που επιβάλλονται όχι μόνο με τυπικούς νόμους που ψηφίζονται από το κοινοβούλιο, αλλά και με κανονιστικές πράξεις της διοίκησης). Θα πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι ο κοινοβουλευτικός νομοθέτης και η κανονιστική διοίκηση δεν είναι απόλυτα ελεύθεροι να θεσπίσουν οποιουσδήποτε περιορισμούς της ελευθερίας αυτής , καθώς υπόκεινται στους «περιορισμούς των περιορισμών» των ατομικών δικαιωμάτων , που η τήρησή τους ελέγχεται και δικαστικά.
Η κυβέρνηση κάνοντας χρήση της συγκεκριμένης δυνατότητας επέβαλε μέσω ΠΝΠ περιορισμούς στην κυκλοφορία των πολιτών. Ειδικότερα οι πολίτες μπορούν να μετακινούνται μόνο εφόσον έχουν τη σχετική έντυπη υπεύθυνη δήλωση όπου αναγράφονται τα στοιχεία του ατόμου που τη φέρει κι ένας από τους λόγους για τους οποίους επιτρέπεται η μετακίνηση εκτός οικείας , ή εφόσον έχουν αποστείλει νωρίτερα SMS στο 13033 όπου θα αναγράφονται και σε αυτή την περίπτωση τα στοιχεία του επιθυμούντος τη μετακίνηση αλλά και ο σκοπός αυτής. Σε όποιον θα βεβαιώνεται παράβαση θα καλείται να καταβάλει το πρόστιμο των 150 ευρώ. Αργότερα μάλιστα απαγορεύτηκε και η μετακίνηση των πολιτών από τα μεγάλα αστικά κέντρα προς την επαρχεία και το αντίστροφο, ώστε να μη μεταδοθεί η ασθένεια σε όλη την επικράτεια.
Αρχικά , είναι ανάγκη να διερευνηθεί κατά πόσο ο συγκεκριμένος περιορισμός είναι σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ.1 εδ.δ΄ Συντ. .Για να είναι σύμφωνος με αυτή την αρχή ο περιορισμός του δικαιώματος οφείλει να είναι 《πρόσφορος》, 《αναγκαίος》 και 《εν στενή εννοία αναλογικός》(στάθμιση κόστους οφέλους) . Στη συγκεκριμένη περίπτωση το μέτρο φαίνεται σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα 《πρόσφορο》 , διότι έχει πράγματι περιοριστεί η μετάδοση του ιού . Ωστόσο ερωτήματα προκύπτουν αν και κατά πόσο είναι πράγματι 《αναγκαίο》 και 《stricto sensu αναλογικό.
Ως προς την αναγκαιότητα του μέτρου συνηγορούν η έντονη απείθεια που επέδειξε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας στις αρχικές συστάσεις της κυβέρνησης και των επιστημόνων. Δυστυχώς μάλιστα αν δεν είχε θεσμοθετηθεί η επιβολή προστίμου στους παραβάτες , δε θα ήταν λίγοι αυτοί οι οποίοι θα αψηφούσαν τις συστάσεις των ειδικών, ακόμη και σήμερα όπου πλέον όλοι έχουμε δει τι συμβαίνει με τις χώρες που δεν έλαβαν εγκαίρως μέτρα.
Έτσι το μόνο που απομένει είναι να διαπιστωθεί αν ο περιορισμός είναι εν στενή εννοία αναλογικός, αν δηλαδή τα οφέλη του περιορισμού αντισταθμίζουν τη ζημιά του ατόμου από τον περιορισμό του δικαιώματος του. Η κυβέρνηση προέβη στα παραπάνω μέτρα καθώς υποχρεούται από το Σύνταγμα να προστατεύσει την υγεία του κάθε πολίτη ως μονάδα (δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ.5 εδ.α΄), αλλά και την υγεία των πολιτών ως κοινωνικό σύνολο που επιτυγχάνεται μέσω της σωστής λειτουργίας του ΕΣΥ (το συγκεκριμένο κοινωνικό δικαίωμα κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 παρ.3 Συντ.).
Ανάμεσα σε αυτά τα δύο δικαιώματα και του ατομικού δικαιώματος της ελεύθερης μετακίνησης και εγκατάστασης θεωρείται πρέπον να διερευνηθεί αν πράγματι η κυβέρνηση έκανε μια ορθή πρακτική εναρμόνιση, δηλαδή αν η λύση που επιλέχθηκε από αυτή δεν πλήττει το σκληρό πυρήνα του κανενός δικαιώματος, καθιστώντας το κενό περιεχομένου.
Σε αυτό το σημείο κρίνεται σωστό , να γίνει αναφορά στη θεμελιώδη αρχή της αξίας του ανθρώπου , η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 Συντ., και της οποίας το πεδίο εφαρμογής δεν περιορίζεται στον πεδίο των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Αντίθετα η αρχή της αξίας του ανθρώπου μπορεί να έχει σημασία για την ερμηνεία οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διάταξης, όπως βέβαια, κατά μείζονα λόγο , και των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας (ΣτΕ απόφαση 3130/2000). Άρα κάθε δικαίωμα κρίνεται επιβεβλημένη ανάγκη να το ερμηνευτεί με λαμβάνοντας υπόψη την συγκεκριμένη αρχή . Επομένως και σε αυτή την περίπτωση υπό το πρίσμα αυτής της αρχής πρέπει να κάνουμε την ερμηνεία και τη πρακτική εναρμόνιση των συγκρουομένων δικαιωμάτων.
Με βάση τα όσα αναφέρθησαν , θα μπορούσαμε να καταλήξουμε ότι η κυβέρνηση ορθώς προέβη στη θεσμοθέτηση του συγκεκριμένου προσωρινού μέτρου , καθώς περιορίζοντας την ελευθερία κίνησης του ατόμου προστατεύει το σύνολο των πολιτών (άρα και το ίδιο το άτομο). Ο περιορισμός αυτός μάλιστα δε θίγει τον σκληρό πυρήνα του δικαιώματος της ελεύθερης μετακίνησης καθώς το άτομο διατηρεί τη δυνατότητα να εξέρχεται της οικείας του για να καλύψει τις βασικές του ανάγκες όπως είναι η αγορά τροφής και φαρμάκων , αλλά και η διατήρηση της φυσικής του κατάστασης και της ψυχικής του υγείας του.
Αντιθέτως σοβαρά ερωτηματικά προκύπτουν σχετικά με τον περιορισμό του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα , το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 9 παρ.1 εδ. β΄Συντ..
Πιο συγκεκριμένα το άτομο για να εξέλθει της οικείας του οφείλει να αναγράψει στην υπεύθυνη δήλωση που φέρει μαζί του είτε έντυπη είτε σε μορφή μηνύματος SMS , το λόγο της μετακίνησης. Προφανώς η αιτία θεσμοθέτησης ήταν η αποφυγή των άσκοπων μετακινήσεων και η μείωση της πιθανότητας ευρείας μετάδοσης του ιού. Ωστόσο δυστυχώς οδηγούμαστε σε παράδοξα αποτελέσματα τα οποία θα γίνουν αντιληπτά με τα παρακάτω παραδείγματα.
Ας υποθέσουμε ότι ο πολίτης Α επιθυμεί να μεταβεί σε υποκατάστημα της τράπεζας Ψ στις 10 π.μ. . Ο Α έχει μαζί του την αστυνομική του ταυτότητα αλλά και την απαραίτητη υπεύθυνη δήλωση για τη συγκεκριμένη μετακίνηση . Ο Α θα αναγκαστεί να περιμένει στην ουρά για να εξυπηρετηθεί διότι στην Τράπεζα Ψ , εκείνη την ημέρα πληρώνονται οι συνταξιούχοι , περισσότεροι εκ των οποίων δεν έχουν γνώσεις των νέων τεχνολογιών και επίσης ανήκουν στις λεγόμενες ευπαθείς ομάδες . Η αστυνομία εμφανίζεται για έλεγχο και όπως είναι φυσιολογικό δε βεβαιώνει καμία παράβαση στον Α καθώς είναι καθόλα νομότυπος.
Συνεχίζοντας ας υποθέσουμε ότι η Β βγάζει βόλτα το σκύλο της στις 6:00π.μ. σε ένα ερημικό άλσος . Η Β δε διαθέτει την απαραίτητη υπεύθυνη δήλωση μετακίνησης. Έτσι οι αστυνομικές αρχές έπειτα από έλεγχο της βεβαιώνουν την παράβαση , και η Β καλείται να πληρώσει το πρόστιμο των 150 ευρώ.
Από τα συγκεκριμένα παραδείγματα, προκύπτει το παράδοξο ότι ενώ πιο πιθανό είναι ο Α να μεταδώσει ή να προσβληθεί από τον ιό, τιμωρείται τελικά η Β , η οποία ούσα μόνη της είναι αδύνατο να μεταδώσει ή να προσλάβει τον ιό.
Έτσι στις συγκεκριμένες περιπτώσεις θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί πως και οι δύο πρέπει να μείνουν ατιμώρητοι. Και αυτό διότι αν και στην περίπτωση του Α είναι δικαιολογημένοι οι περιορισμοί που του έχουν επιβληθεί στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της προστασίας της ιδιωτικής του ζωής λαμβανομένου υπόψη των συνθηκών , στην περίπτωση της Β όπου οι συνθήκες είναι διαφορετικές, δεν μπορεί να υποστηριχθεί κάτι τέτοιο. Η υποχρέωση της Β να φέρει υπεύθυνη δήλωση , θεωρείται ένας μη ανεκτός περιορισμός του δικαιώματος της ιδιωτικότητας δεδομένου των όλων συνθηκών, αφού δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια που απαιτεί η αρχή της αναλογικότητας.
Άρα η Β θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι δεν είναι υποχρεωμένη να γνωστοποιήσει με SMS στις αρχές την έξοδό της , ενώ σε περίπτωση που την ελέγξουν αστυνομικοί είναι πασίδηλο ότι έβγαλε βόλτα το σκύλο της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το μέτρο που επιβάλει στη Β να γνωστοποιήσει την έξοδο, δεν είναι καν 《πρόσφορο》, στο να περιορισθεί η εξάπλωση του ιού.
Εν κατακλείδι , με βάσει τα όσα αναφέρθησαν εκ πρώτης όψεως είναι συνταγματικά ανεκτοί οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν με την απαγόρευση της κυκλοφορίας των πολιτών. Όμως είναι αδήριτη ανάγκη να τονιστεί ότι όλες οι περιπτώσεις δεν είναι ολόιδιες , καθώς όπως φάνηκε κι από τα ανωτέρω παραδείγματα οι περιορισμοί πρέπει να αξιολογούνται ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου