Ήταν πρωτοπόρος της ψυχανάλυσης, η τελευταία των Βοναπάρτη, η σύζυγος του πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδας. Η ζωή της Μαρίας Βοναπάρτη ήταν συναρπαστική σαν μυθιστόρημα! Τα δυστυχισμένα παιδικά χρόνια, οι μέρες στο Τατόι, η διάσωση του Φρόιντ από το ναζισμό, η ψυχανάλυση και οι έρευνές της στη χαρτογράφηση της κλειτορίδας και της γυναικείας σεξουαλικότητας, είναι μερικά από τα πιο σημαντικά κεφάλαια σε μια πορεία γεμάτη πολυτέλεια, προκλήσεις, εραστές, μα και βαθιά δυστυχία. Η Μαρία Βοναπάρτη δεν ήταν απλώς μια πριγκίπισσα της ελληνικής βασιλικής οικογένειας ή μια πάμπλουτη κληρονόμος, ήταν μια γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα που δεν επαναπαύθηκε στην τρυφηλή πριγκιπική ζωή. Ταξίδεψε, διάβασε, γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους και ήταν παρούσα τη στιγμή που γεννήθηκε η ψυχανάλυση στις αρχές του 20ου αιώνα. Η ζωή της, τα γραπτά της, οι ιδέες της, η στάση ζωή της έγιναν έμπνευση για χιλιάδες γυναίκες που ονειρεύονταν να χειραφετηθούν και να βγουν από τη σκιά του συζύγου τους, δημιουργώντας έναν ολόκληρο κόσμο πέρα από το ρόλο τους ως σύζυγοι, μητέρες, ερωμένες…
Η τολμηρή Μαρία Βοναπάρτη έφερε μάλιστα έναν σοφιστικέ, κοσμοπολίτικο αέρα στο παλάτι με την παθιασμένη ενασχόλησή της με τα μυστήρια της ψυχής. Με την πολύπλευρη προσωπικότητά της έγινε η πρέσβειρα της Ελλάδας και μέχρι σήμερα αποτελεί σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Δεν είναι τυχαίο που ένα από τα κοστούμια της φιγουράρει ανάμεσα στα εκθέματα της περιβόητης έκθεσης «Παρίσι – Αθήνα. Η γέννηση της νεότερης Ελλάδας, 1675-1919» που λαμβάνει χώρα τώρα στην Hall Napoléon του Μουσείου του Λούβρου, δάνειο από τη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη. Ως μαθήτρια του Φρόιντ και φανατική οπαδός της επαναστατικής μεθόδου της ψυχανάλυσης, η Μαρία Βοναπάρτη, είχε το κακό συνήθειο να σκαλίζει διαρκώς το παρελθόν, με την ενοχλητική προσήλωση ενός σχολαστικού ανατόμου και να αλιεύει τις πρώιμες εκείνες δυστυχίες που θα την άφηναν «συναισθηματικά ανάπηρη» για μια ζωή. Ακόμα και στα εβδομήντα της χρόνια, αναζητούσε τις αιτίες που δεν μπόρεσε ποτέ της, ούτε για μια στιγμή, να καθίσει απλώς αναπαυτικά σε ένα βελούδινο ανάκλιντρο και να απολαύσει την γλυκιά πλήξη μιας ζωής γεμάτη πλούτο, παλάτια, δείπνα, ταξίδια και λαμπερές τουαλέτες. Δεν ήταν η κλασική πριγκίπισσα του παραμυθιού. Προτιμούσε το σκοτάδι ενός γραφείου γεμάτου βιβλία, με στοίβες χαρτιά, σημειώσεις, γραπτά, μελέτες. Καθισμένη στο ημίφως περνούσε ατελείωτες ώρες μελετώντας τα ερέβη της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. «Μου άρεσαν οι δολοφόνοι, τους έβρισκα ενδιαφέροντες. Μήπως κι ο παππούς μου, που σκότωσε τον δημοσιογράφο Βικτόρ Νουάρ, δεν ήταν δολοφόνος; Κι ο μακρινός μου πρόγονος Ναπολέων, τι μεγαλειώδης δολοφόνος!», είχε εξομολογηθεί η ίδια. Ο πατέρας της, ο Ρολάνδος Βοναπάρτης, 6ος πρίγκιπας του Κανίνο και Μουζινιάνο και εγγονός του Λουσιέν Βοναπάρτη, αδελφού του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Α, ήταν λάτρης της επιστήμης και αφιέρωσε τη ζωή του σε αυτήν, ως γεωγράφος, ανθρωπολόγος και βοτανολόγος.
Εκείνος κληροδότησε στη Μαρία το φιλοπερίεργο πνεύμα που την οδήγησε στην αυλή του επαναστάτη τότε Φρόιντ και στην καθιέρωσή της ως μίας από τις πιο διάσημες ψυχαναλύτριες της Ευρώπης. Από τον πατέρα της όμως κληρονόμησε και την ψυχρότητα, τη συναισθηματική της αδυναμία, το διαρκές άχθος από την έλλειψη τρυφερότητας που της φόρτωσε στην πλάτη από μικρή κιόλας ηλικία. Τα παιδικά της χρόνια, εκείνα που την καθόρισαν ψυχικά, ήταν μια άγονη συναισθηματικά στέπα. Ως παιδί ήταν δυστυχισμένο και μοναχικό. Από τη δύσκολη γέννησή της, στις 2 Ιουλίου του 1882, όπου επί μία ώρα ήταν χωρίς αισθήσεις και ο μαιευτήρας προσπαθούσε να της εμφυσήσει οξυγόνο, η Μαρία ζούσε απομονωμένη σε μια έπαυλη στο Σεν Κλου των Παρισίων. Η μητέρα της Μαρί-Φελίξ Μπλαν, απόγονος μιας πανίσχυρης οικογένειας από το Μονακό που έκανε αμύθητη περιουσία από το διάσημο καζίνο του Μόντε Κάρλο, πέθανε από εμβολή και ο πατέρας της ταξίδευε διαρκώς, αφήνοντας τις φροντίδες της μικρής Μαρίας στη μητέρα του. Η γιαγιά της Μαρίας, όταν η μικρή εκδήλωσε συμπτώματα φυματίωσης, την καταδίκασε σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον το οποίο στερούνταν από την ανεμελιά και τις χαρές της αθώας παιδικής ηλικίας. Αυτό είναι το κλειδί για να κατανοήσει κανείς τόσο την ψυχρότητα της Μαρίας όσο και την βαθιά ανάγκη της να είναι τόσο δραστήρια και να νιώθει ότι πνίγεται όταν δεν είχε κάτι να κάνει. Η γιαγιά της τη μεγάλωσε υπό το κράτος του φόβου, καταφέρνοντας έτσι να διαχειρίζεται τη μεγάλη περιουσία που είχε κληρονομήσει η Μαρία από τη μητέρα της. Ήταν η εποχή, στα τέλη του 19ου αιώνα όπου η ανάδυση και ισχυροποίηση της αστικής τάξης είχε αλλάξει τις ισορροπίες στις κοινωνικές τάξεις της Ευρώπης: η ισχύς των αριστοκρατικών οικογενειών διαρκώς συρρικνωνόταν έναντι των πάμπλουτων αστών που είχαν από τα μέσα του αιώνα δημιουργήσει αμύθητες περιουσίες, μέσα από το εμπόριο, τις τράπεζες και τη βιομηχανία. Οι αριστοκρατικές οικογένειες αναζητούσαν επιγαμίες με τις απογόνους των αστικών πλούσιων οικογενειών προκειμένου να στηριχτούν οικονομικά. Οι πλούσιοι αστοί ουσιαστικά αγόραζαν κύρος και αίγλη από το γάμο της κόρης τους με έναν γόνο της αριστοκρατίας που έφερε τίτλο τιμής, αλλά που πλέον είχε ξεπέσει οικονομικά. Μια τέτοια επιγαμία ήταν και αυτή που συνέδεσε τον πατέρα με τη μητέρα της Μαρίας, δημιουργώντας ένα θλιβερό περιβάλλον χωρίς αγάπη μέσα στο οποίο μεγάλωσε η μικρή.
Μετά από έναν απελπισμένο έρωτα με τον βοηθό του πατέρα της, τον Λεαντρί, ο οποίος την πλήγωσε βαθιά όταν εκβίασε την οικογένειά της ζητώντας χρήματα για να μη δημοσιοποιήσει τις ερωτικές επιστολές που του είχε στείλει, η Μαρία έφηβη, στα δεκαέξι της χρόνια, βίωσε μια απογοήτευση που θα την στιγμάτιζε για πάντα. Έτσι, αδιάφορη για τον έρωτα πια, υπέκυψε όταν ο πατέρας της απαίτησε να παντρευτεί έναν άντρα που δεν είχε δει ποτέ στη ζωή της: τον πρίγκιπα Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του του Γεωργίου Α’ των Ελλήνων και αδερφό του μετέπειτα βασιλιά Κωνσταντίνου Α’. Η Μαρία στα 25 της χρόνια, το 1907, παντρεύεται τον 40χρονο πρίγκιπα που είχε εμμονή με τον θείο του τον πρίγκιπα Βάλντεμαρ της Δανίας με τον οποίο ήταν αχώριστοι. Έτσι η Μαρία από έναν ψυχρό πατέρα έρχεται να ζήσει στην Ελλάδα, απομονωμένη στο Τατόι, ως πριγκίπισσα, με έναν άντρα που δεν έδειχνε κανένα ουσιαστικό ενδιαφέρον γι’ αυτήν πέρα από μια ευγενική φιλία. Λέγεται ότι την πρώτη νύχτα του γάμου τους, ο Γεώργιος πέρασε περισσότερη ώρα με τη συντροφιά του πρίγκιπα Βάλντεμαρ, παρά με τη σύζυγό του. Ο γάμος τους που χάρισε μεν στη Μαρία δύο παιδιά, τον Πέτρο και την Ευγενία, ήταν ένας ψυχρός γάμος που άρχισε πολύ γρήγορα να είναι πηγή δυστυχίας και πλήξης για την αθώα Βοναπάρτη που ανακάλυψε απότομα τα μαύρα φεγγάρια της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Κάποια στιγμή η Μαρία άρχισε να έχει εραστές, μεταξύ των οποίων ο Γάλλος βουλευτής και μετέπειτα πρωθυπουργός της Γαλλίας Αριστίντ Μπριάν και ο ψυχαναλυτής Ρούντολφ Λέβενσταϊν. Η πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα, ανάγκαζε τη Μαρία να ζει όλο και πιο συχνά στο Παρίσι, όπου γνώρισε και τον Φρόιντ. Πρώτα ως ασθενής του και αργότερα ως μαθήτριά του, η Μαρία συγκλονίστηκε από την ψυχανάλυση, στην οποία αφιέρωσε τη ζωή της.
Ο Σίγκμουντ Φρόιντ, έγινε ο πατέρας, ο φίλος, η έμπνευση, η αντρική φιγούρα που της δημιουργούσε ασφάλεια, όσο δεν το έκαναν ούτε ο αδιάφορος πατέρας, ούτε ο ψυχρός σύζυγος, ούτε οι κρυφοί εραστές της που ήταν επίσης παντρεμένοι και δεν την κάλυπταν συναισθηματικά. Ο Φρόιντ έγινε ο πυγμαλίωνας που τη μύησε πνευματικά σε μια άλλη ζωή, πιο βαθιά, πιο ουσιαστική, την οδήγησε σε αυτογνωσία και την απελευθέρωσε. Για πρώτη φορά η Μαρία έκανε ειρήνη με τον εαυτό της, αγγίζοντας άφοβα με τα σκοτάδια της. Μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία και την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία τον Μάρτιο του 1938, η Μαρία έδωσε έναν τεράστιο αγώνα με τη βοήθεια του Αμερικανού πρέσβη στην Γαλλία, για να καταφέρει να διασώσει τον εβραϊκής καταγωγής δάσκαλό της και να τον φυγαδεύσει στο Λονδίνο. Από το 1924 η Μαρία Βοναπάρτη είχε αρχίσει να μελετάει τη γυναικεία σεξουαλικότητα ώστε να κατανοήσει τα αίτια της ψυχρότητας. Προκειμένου να προκαλέσει το ενδιαφέρον του Φρόιντ, δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Α.Ε. Ναρτζανί ένα ιατρικό άρθρο που συνέδεε την ανατομία της κλειτορίδας με την έλλειψη ικανοποίησης κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης. Η πριγκίπισσα ισχυριζόταν ότι είχε μελετήσει ως δείγμα 200 κλειτορίδες για να εξαγάγει τα συμπεράσματά της. Όλη αυτή την ιστορία, καθώς και την εξέλιξη της ταραχώδους σχέσης που ανέπτυξε η Μαρία Βοναπάρτη με τον πατέρα της ψυχανάλυσης, μια παθιασμένη σχέση γεμάτη σκαμπανεβάσματα, έχει αφηγηθεί στο βιβλίο της «Οι διακόσιες κλειτορίδες της Μαρίας Βοναπάρτη» η Αλίξ Λεμέλ (εκδ. Πατάκη). Η θεωρία της Μαρίας καθώς και η εξέλιξη αυτής μέσα στα επόμενα χρόνια οδήγησαν την πριγκίπισσα και τον Φρόιντ πολλές φορές σε διαφωνία. Η Μαρία τού μιλά για την ερωτική της ζωή και για κάποια σεξουαλικής φύσεως ζητήματα που αντιμετωπίζει με έναν εραστή της. Σύμφωνα με τη βιογράφο της Σελιά Μπερτέν (η βιογραφία κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ποταμός με τίτλο «Μαρία Βοναπάρτη: η ζωή της») ο Φρόιντ της λέει πως ο εραστής της «αποτελεί στα μάτια της μεταβίβαση του πατέρα και η Μαρία παρατηρεί: “Η αρρενοπρέπειά μου του αρέσει, είναι ένα μείγμα σεξουαλικότητας και διανοητισμού”». Και συνεχίζει η Μπερτέν: «Απ’ ό,τι φαίνεται, οι διαφωνίες της με το δάσκαλό της δεν είναι σπάνιες. Σύμφωνα με τη θεωρία που η Μαρία είχε αρχίσει να κατασκευάζει, η σεξουαλική ικανοποίηση προέρχεται από την ανδρική πλευρά της γυναίκας. Λίγο αργότερα παρευρίσκεται στο Δέκατο Συνέδριο Ψυχολογίας στην Κοπεγχάγη όπου γνωρίζει τον Παβλόφ, ο οποίος εκτιμά τον Φρόιντ,, σέβεται τις απόψεις του, αλλά δεν πιστεύει πως η σεξουαλικότητα έχει τη σημασία που της αποδίδει. Στη συνέχεια αναχωρεί για το Διεθνές Συνέδριο του Βισμπάντεν […]
Εκεί ήταν η πρώτη φορά που η Μαρία παρουσίασε δικό της κείμενο ενώπιον του Διεθνούς Οργανισμού με τίτλο “Η ερωτική λειτουργία στις γυναίκες”: “Υπάρχουν γυναίκες οι οποίες, μη έχοντας αποποιηθεί την αρρενοπρέπειά τους διατηρούν ως επί το πλείστον τη φαλλική οργάνωση στις ερωτογενείς ζώνες, δηλαδή είναι ετεροφυλόφιλες, όμως η κυρίαρχη ζώνη παραμένει κλειτοριδική». Όλα αυτά εν έτει 1932, από μια πριγκίπισσα που τολμά να μην είναι όπως προτάσσει το πρωτόκολλο, από μια γυναίκα που δεν διστάζει όχι μόνο να έχει εραστές, ενώ είναι δεσμευμένη, αλλά και να στηρίζει ολόκληρη θεωρία για τον γυναικείο οργασμό σε μια εποχή όπου οι γυναίκες ακόμα πάλευαν για δικαίωμα ψήφου, ενώ την καρδιά της Ευρώπης απειλούσε ο ναζισμός, ενώ προερχόταν από ένα συντηρητικό σύστημα όπως η μοναρχία. Η Μαρία Βοναπάρτη δεν ήταν ευτυχισμένη κόρη, δεν ήταν ευτυχισμένη σύζυγος, ήταν όμως μια απελευθερωμένη γυναίκα που ευτύχησε να επιβάλει τον εαυτό της και τα θέλω της σε έναν κόσμο που δεν ήταν ακόμα έτοιμος για τη δικαιώσει. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της, πολύ μπροστά από τον κόσμο που ζούσε και εκπροσωπούσε. Αγάπησε αλλά δεν αγαπήθηκε οσο ήθελε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου