Η απόφαση του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν να προκηρύξει πρόωρες εκλογές για τις 24 Ιουνίου αποτελεί κίνηση πολιτικής επιβίωσης, στο πλαίσιο της στρατηγικής του για διατήρηση και παγίωση των υπερεξουσιών του. Στον απόηχο του αμφιλεγόμενου συνταγματικού δημοψηφίσματος του Απριλίου 2017, ο πρόεδρος Ερντογάν συνεχίζει ακάθεκτος την πορεία του προς τον θεσμικά κατοχυρωμένο αυταρχισμό, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε άρθρο του ο αναλυτής του ινστιτούτου Carnegie Europe και πρώην διπλωμάτης Μαρκ Πιερινί.
Η μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου στην Τουρκία προσέφερε στους κομματικούς αντιπροσώπους μεγαλύτερο έλεγχο των εκλογικών τμημάτων, ενώ η κατάργηση της διπλής σφράγισης των φακέλων ψηφοδελτίων από τις τοπικές εκλογικές επιτροπές ενισχύει τις πιθανότητες ευρείας νοθείας.
Την ίδια ώρα, η διατήρηση της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης επιτρέπει στους κυβερνήτες επαρχιών να ελέγξουν απόλυτα τις προεκλογικές δραστηριότητες, επιτρέποντας ή απαγορεύοντας συγκεντρώσεις κατά το δοκούν και διατάσσοντας τη μεταφορά εκλογικών τμημάτων ακόμη και λίγες ώρες πριν από την έναρξη της διαδικασίας, για λόγους ασφαλείας. Οι συνθήκες αυτές αναμένεται να ευνοήσουν τον κυβερνητικό συνασπισμό, όπως έγινε και με το δημοψήφισμα του 2017.
Η φυλάκιση βουλευτών, δημάρχων και στελεχών του φιλοκουρδικού HDP στέρησε από το αριστερό κόμμα τις πλέον αποτελεσματικές φωνές του, ενώ ο δημοφιλής πρώην δήμαρχος του Ντιγιάρμπακιρ, Οσμάν Μπαϊντεμίρ, έχασε την κοινοβουλευτική του έδρα με δικαστική απόφαση και δεν θα μπορέσει να διεκδικήσει την εκλογή του στην Εθνοσυνέλευση. Τέλος, η μεταβίβαση ομίλων μέσων ενημέρωσης σε ιδιοκτήτες φιλικά διακείμενους προς τον Ερντογάν, όπως έγινε πρόσφατα με τον όμιλο Dogan, ενίσχυσε τον έλεγχο που ασκεί η κυβέρνηση πάνω στον Τύπο.
Ταυτόχρονα, η διεξαγωγή των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών πριν από τις δημοτικές, που είναι προγραμματισμένες για τον Μάρτιο του 2019, θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να αποφύγει τις επιπτώσεις και την αρνητική διαφήμιση από την αναμενόμενη ήττα στους δήμους της Σμύρνης, της Αγκυρας και της Κωνσταντινούπολης.
Η πραγματοποίηση των εκλογών πριν από την επίσης αναμενόμενη εξάντληση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της κεντρικής τράπεζας και την επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ εξαιτίας του σκανδάλου παραβίασης των κυρώσεων κατά του Ιράν από την τράπεζα Halkbank, θα επιτρέψει στην κυβέρνηση Ερντογάν να αποφύγει τον πολιτικό αντίκτυπο.
Η τουρκική κυβέρνηση φρόντισε, επίσης, να εμφανίσει κάθε αρνητική οικονομική εξέλιξη, από την υποβάθμιση του αξιόχρεου των τουρκικών ομολόγων μέχρι και την υποχώρηση της αξίας της λίρας, ως αποκύημα «συνωμοσίας», ενώ οι –ιδιαίτερα δημοφιλείς στην Τουρκία– επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού στη συριακή Αφρίν, επέτρεψαν στον πρόεδρο Ερντογάν να εκμεταλλευθεί την εθνικιστική υστερία, όπως φάνηκε και με την αναβίωση εδαφικών διεκδικήσεων σχετικά με ελληνικά νησιά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εκλογές της 24ης Ιουνίου θα διεξαχθούν τέσσερις ημέρες πριν από την προγραμματισμένη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που θα συζητήσει το ιδιαίτερα επικριτικό πόρισμα της έκθεσης της Κομισιόν για την Τουρκία. Μία νίκη του Ερντογάν από τον πρώτο γύρο θα καθιστούσε περιττή κάθε κριτική των Βρυξελλών για την καταρράκωση του κράτους δικαίου στην Τουρκία.
Ο κίνδυνος εδραίωσης «ερντογανικής νεο-απολυταρχίας» κινητοποίησε μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου της χώρας γύρω από το σύνθημα «οτιδήποτε εκτός του Ερντογάν». Ακόμη και κόμματα με ιστορία πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαλότητας εμφανίζονται σήμερα πρόθυμα για σύναψη μετεκλογικών συμμαχιών για τον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών, όπως φέρεται να σχεδιάζει η άτυπη συμμαχία του κεμαλικού CHP, του Ιγί (Καλό Κόμμα), του νεοϊσλαμικού SP και του μικρότερου Δημοκρατικού Κόμματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου