Της Δάφνη Τσιπίτση
Πτυχιούχος Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
του Πανεπιστημιου Μακεδονίας
M.Sc. στη Διεθνή Άμυνα και Ασφάλεια
στο Sciences Po - Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού
Έχοντας περιορισμένες επιλογές όσο αναφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας πλέον, που φαίνεται να αναζωπυρώνεται και πάλι, μήπως οι διαπραγματεύσεις είναι τελικά η καλύτερη εναλλακτική λύση?
Maybe after all we CAN and DO negotiate with terrorists?
Σύμφωνα με εκτιμήσεις και έπειτα από σχεδόν 17 χρόνια επικέντρωσης στην απειλή της τρομοκρατίας φαίνεται να είναι αδύνατο πλέον να εξαλειφθεί μέσω μόνο στρατιωτικής δύναμης. Έτσι, οι εφικτές εναλλακτικές λύσεις για τη διαχείριση ή τον περιορισμό της απειλής αυτής εκτιμάται ότι είναι ελλιπείς και θα ήταν ίσως σκόπιμο να εξεταστούν και άλλα μέσα, όπως οι διαπραγματεύσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένες πλέον να εντατικοποιήσουν τις συνομιλίες τους με τους Αφγανούς Taliban και αξίζει να εξεταστεί εάν το ίδιο πνεύμα εντατικοποίησης των συνομιλιών, και ουσιαστικά διαπραγματεύσεων, θα μπορούσε να επεκταθεί και με τρομοκρατικές οργανώσεις όπως είναι η Al-Qaeda ή ακόμα και το ISIS.
Η αλήθεια είναι ότι ο αριθμός των συγκρούσεων που αφορούν τρομοκρατικές οργανώσεις που αγωνίζονται για την ανατροπή καθεστώτων έχει αυξηθεί σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες.
Η στρατιωτική επέμβαση στις πλειοψηφίες των μουσουλμανικών χωρών που έχουν πραγματοποιηθεί για να διευθετήσουν τις συγκρούσεις αυτές, χρονολογείται από την εισβολή του σοβιετικού στρατεύματος στο Αφγανιστάν το 1979, ακολουθείται από τον πόλεμο μετά το 2001 στο Αφγανιστάν και στη συνέχεια από την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, όπου δημιουργήθηκαν οι πρώτες ευκαιρίες για τους τρομοκράτες να πολεμήσουν τους “άπιστους ξένους κατακτητές” και τους τοπικούς “πελάτες” τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Al-Qaeda ξεκίνησε ως κίνημα για να αντισταθεί στη σοβιετική κατοχή του Αφγανιστάν και απέκτησε δυναμική αμφισβητώντας την πρόσκληση της Σαουδικής Αραβίας στις Ηνωμένες Πολιτείες να στείλει στρατεύματα για να προστατεύσει το βασίλειο από το Ιράκ τη δεκαετία του 1990.
Όταν η Al-Qaeda χτύπησε τη Δύση στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί της μετέβησαν σε αυτό που ανέφεραν ως «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Αλλά αυτή η σύγκρουση στην πραγματικότητα βοήθησε στην τόνωση της ανάπτυξης της οργάνωσης σε μια “διεθνή επιχείρηση”. Πέρα από τις δυτικές παρεμβάσεις στη Μέση Ανατολή, οι εγχώριες πολιτικές καταστροφές ήταν επίσης ένα “χρυσωρυχείο” για τις τρομοκρατικές ομάδες.
Στη δεκαετία του 1990, οι εμφύλιοι πόλεμοι στην Αλγερία και στα Βαλκάνια ήταν εκκολαπτήρια του εξτρεμισμού. Η Αραβική Άνοιξη έδωσε στις τρομοκρατικές ομάδες περισσότερες ευκαιρίες για να πολεμήσουν. Η αναταραχή στη Συρία που άρχισε το 2011, για παράδειγμα, επέτρεψε στο Ισλαμικό Κράτος να δημιουργήσει το λεγόμενο χαλιφάτο με κατοχή εδάφους σε εκτάσεις του Ιράκ και της Συρίας.
Σήμερα, αν και η παρουσία τους βρίσκεται σε απότομη πτώση στη Συρία, οι τρομοκράτες εξακολουθούν να είναι σημαντικοί παίκτες στο διεθνές σύστημα και στρατηγική. Οι συνδεδεμένες τρομοκρατικές οργανώσεις έχουν ισχυρές παρουσίες στο Αφγανιστάν, την Αλγερία, το Μπαγκλαντές, την Αίγυπτο, την Ινδονησία, το Ιράκ, τη Λιβύη, το Μάλι, το Νίγηρα, τη Νιγηρία, το Πακιστάν, τις Φιλιππίνες, την Τυνησία, τη Σομαλία και την Υεμένη και είτε εμπνευσμένες είτε κατευθυνόμενες, έχουν καταφέρει να πλήξουν το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Τουρκία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Ρωσία και άλλους στόχους. Εν ολίγοις, το κίνημα της τζιχάντ αποδείχθηκε αξιοσημείωτα ανθεκτικό στις διακυμάνσεις των τελευταίων δύο δεκαετιών.
Μέρος του λόγου που συνέβη αυτό είναι ότι οι ομάδες αυτές μπόρεσαν να επωφεληθούν από τις βαθιά ριζωμένες πολιτικές συγκρούσεις, ενώνοντας τους εαυτούς τους με τους τοπικούς αντάρτες που μπορεί να προσελκύονται τόσο από τους πόρους των τρομοκρατών όσο και από τις θρησκευτικές τους αρχές.
Για παράδειγμα, μετά την απώλεια εδάφους στην Αλγερία, η Al-Qaeda στο ισλαμικό Μαγκρέμπ κατόρθωσε να ενώσει τις δυνάμεις της με τους αντάρτες του Τουαρέγκ του Μάλι, εθνικούς αυτονομιστές με μακρά ιστορία αντοχής στην εξουσία της αδύναμης κυβέρνησης της Μαλαισίας. Ο συνασπισμός βρισκόταν στο χείλος της κατάρρευσης του καθεστώτος, όταν οι γαλλικές δυνάμεις ήρθαν για τη διάσωση του.
Τώρα, η σύγκρουση έχει εξαπλωθεί σε όλο το Sahel, την Ακτή του Ελεφαντοστού, τη Μαυριτανία, τη Μπουρκίνα Φάσο και τον Νίγηρα. Σε υβριδικές συγκρούσεις όπως αυτές, όπου οι διακρατικοί τρομοκράτες έχουν ενσωματωθεί στους τοπικούς αντάρτες με νόμιμες διαμαρτυρίες, είναι αδύνατο να διακρίνουμε την αντιτρομοκρατία από την επανάσταση - ή να χωρίσουμε τη στρατηγική από το καθήκον της οικοδόμησης του κράτους.
Οι μεγάλες παρεμβατικές δυνάμεις όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γαλλία πρέπει να εξαρτώνται από τους τοπικούς συμμάχους τους, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις είναι απρόθυμοι εταίροι στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και των οποίων τα συμφέροντα δεν ευθυγραμμίζονται απαραίτητα με εκείνα των προστατών τους. Τις περισσότερες φορές, η εξωτερική παρέμβαση καταλήγει σε μια άμεση κρίση, αφήνει ανεπίλυτα ή ακόμα και επιδεινώνει τα προβλήματα.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι δεν υπάρχει ενιαία μονολιθική οντότητα που να μπορεί να νικήσει αποφασιστικά.
Η χρήση στρατιωτικής δύναμης για να επιλυθεί ουσιαστικά ένα πολιτικοκοινωνικό πρόβλημα στις χώρες της Μέσης Ανατολής μπορεί να έχει αντίστροφα αποτελέσματα και διαιώνιση των στρατιωτικών επιχειρήσεων και επεμβάσεων με βραχυπρόθεσμη επίτευξη στόχων, όπως στην περίπτωση του Αφγανιστάν. Η αλήθεια είναι ότι είναι άκρως αποτελεσματικός ο στρατός σε επιχειρήσεις αποδυνάμωσης των τρομοκρατικών οργανώσεων αλλά ο πραγματικός απόλυτος στόχος της υψηλής στρατηγικής των δυτικών κρατών είναι η εξάλειψη τους και όχι η αποδυνάμωση.
Μήπως λοιπόν ήρθε ο καιρός για χρήση άλλων μεθόδων για να αποκομίσει η Δύση την επιθυμητή μακροπρόθεσμη λύση: την εξαφάνιση ή έστω την ελαχιστοποίηση ή ακόμα και τον έλεγχο των τρομοκρατικών οργανώσεων?
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου