της Κατερίνας Μωυσοπούλου *
Βρισκόμαστε στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, όπου συγκρούονται δυο ισχυρές ιδεολογίες: ο εθνικισμός και ο συντηρητισμός. Η σοσιαλιστική αριστερά δεν επικοινωνεί με τα αντίστοιχα ρεύματα της Δύσης. Αντίθετα διεκδικεί τη βάση για τα δικαιώματα των μικρών παραγωγών και αυτό που τελικά πετυχαίνει είναι να μην εδραιωθεί ο καπιταλισμός στην ένταση και την έκταση που εδραιώθηκε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μέσα σε αυτό το κλίμα, λοιπόν, κάνει την εμφάνιση του ένα νέο κίνημα, το γνωστό σε όλους μας: Φεμινιστικό Κίνημα.
Πρόκειται για ένα νέο κίνημα για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, το οποίο στόχο είχε τον περιορισμό ή την εξάλειψη της φυλετικής ανισότητας μεταξύ ανδρός και γυναικός, καθώς και τη προώθηση των συμφερόντων αλλά και των ζητημάτων που αφορούσαν τις γυναίκες στην τότε ελληνική κοινωνία. Το πρώτο κύμα φεμινισμού εστίαζε στη νομοθετική κατοχύρωση βασικών δικαιωμάτων των γυναικών, με διακύβευμα τη συμμετοχή τους στις εκλογές. Η γυναίκα του 19ου αιώνα δεν είχε ούτε κοινωνική, ούτε και πολιτική ιδιότητα.
Μέχρι τότε περιοριζόταν στον οικιακό χώρο με μοναδικό καθήκον να φροντίζει και να ευχαριστεί τον άνδρα και τα παιδιά της. Παράλληλα, δεν είχε δικαίωμα ούτε στην εκπαίδευση. Μέσα σε όλα αυτά, η γυναίκα του 19ου αιώνα είχε να αντιμετωπίσει και το άκρατο κύμα μισογυνισμού που αναπτυσσόταν ενάντια σε αυτό του φεμινισμού. Εκείνη την εποχή οι άνδρες διακρίνονταν από τις γυναίκες με τη μορφή διάφορων στερεοτύπων. Συγκεκριμένα, ο άνδρας ήταν φορέας της νεωτερικότητας, ενώ η γυναίκα θεματοφύλακας της παράδοσης. Μια άλλη αντίληψη που επικρατούσε ήταν πως ο άνδρας παρήγαγε και χρησιμοποιούσε την επιστήμη, ενώ αντίθετα οι γυναίκες ήταν αυτές που κατατρέχονταν από προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Από την ίδρυση των Βερσαλλιών και της Πετρούπολης γύρω στα 1800, αρχίζει να αναπτύσσεται ένα κλίμα σχετικής απελευθέρωσης των γυναικών.
Οι γυναίκες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, οι λεγόμενες «κυρίες», και όχι των κατώτερων τάξεων, ήταν αυτές που αντέδρασαν. Και αυτό γιατί οι «κυρίες» είχαν περισσότερο περιορισμένη κοινωνική ζωή από ότι οι γυναίκες των μεσαίων και των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Έτσι, λοιπόν, οι γυναίκες άρχισαν να διεκδικούν τα δικαιώματα τους πρώτα στον χώρο της εκπαίδευσης και ύστερα στο χώρο της εργασίας. Έτσι, με την «Εφημερίδα των Κυριών», μια διεθνής εμβέλειας εφημερίδα, οι γυναίκες απέδειξαν την κριτική και μαθησιακή τους ικανότητα, ενώ με την αναγνώριση και την ενίσχυση της διαφορετικότητας τους απέναντι στους άνδρες εντάχθηκαν πανηγυρικά στον χώρο της εργασίας.
Ολοκληρώνοντας το πρώτο κύμα του φεμινισμού, δε θα μπορούσε να παραληθφεί, πως αρωγός σε αυτή την αιματηρή προσπάθεια των γυναικών χειραφέτησης τους από το ανδρικό φύλο, ήταν το κύμα του φιλογυνισμού που αναπτυσσόταν παράλληλα με αυτό του φεμινισμού και αντίθετα με αυτό του μισογυνισμού. Οι φιλογύνες δεν ήταν φεμινιστές αλλά υπέρμαχοι των φεμινιστριών και του φεμινιστικού κινήματος. Μερικές από τις ηγετικές προσωπικότητες του κινήματος αυτού, προσωπικότητες μεταξύ άλλων, που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στις κατακτήσεις του , καθώς και στην μετέπειτα εξέλιξή του, ήταν οι : Elizabeth Cady Stanton, Susan B. Anthony και η πιο ριζοσπαστική Victoria Woodhull, η οποία έθεσε παράτυπα υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ.
Ο φεμινισμός του δεύτερου κύματος έκανε την εμφάνιση του γύρω στο 1960-1970, μια περίοδο αναθέρμανσης των κοινωνικών κινημάτων. Όντας πιο φιλελεύθερο, άσκησε έντονη κριτική στο πρώτο κύμα φεμινισμού καθώς το κατηγόρησε ως ιδιαίτερα «στενό». Ασχολήθηκε με την ανεξαρτησία και τη μεγαλύτερη πολιτική δράση των γυναικών, ενώ παράλληλα ενδιαφέρθηκε και για πιο επουσιώδη ζητήματα, όπως για την οικονομική ισότητα μεταξύ των δύο φύλων. Φαινόμενο εκείνης της εποχής αποτελεί το γεγονός πως εντός του κινήματος αναγνωρίζονταν η συμμετοχή και των λεσβιών. Το γεγονός αυτό στάθηκε αιτία αποστασιοποίησης των φιλογύνων λόγω των στερεοτύπων των ανδροπρεπών λεσβιών που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή. Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε μια γενικότερη ιδέα πως η ανεξαρτησία των γυναικών θα επιτυγχανόταν μόνο μέσω της ανάπτυξης των λεσβιακών σχέσεων, γεγονός που υποβάθμιζε τόσο τις ίδιες τις γυναίκες, όσο και τους μέχρι τώρα αγώνες τους.
Το δεύτερο κύμα φεμινισμού εμφανώς επηρεασμένο από τον ριζοσπαστισμό στόχευε στη κατάργηση της έως τότε καταπιεστικής πατριαρχίας και την αντικατάσταση της με το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή τη μητριαρχία. Διάφορες θεωρίες που αναπτύχθηκαν με βάση τα παραπάνω δεδομένα έχουν καταλήξει σε μια διαφορετική οπτική περί του ριζοσπαστικού φεμινισμού. Αυτός αναγνωρίζει τη χρονική αλληλουχία καθώς και τη διασταύρωση των διαφορετικών τύπων καταπίεσης που σχετίζονται με το φύλο, τη τάξη, τη σεξουαλικότητα και την ικανότητα. Μερικές από τις σημαντικές προσωπικότητες του δεύτερου κινήματος ήταν οι: Bella Abzug, Gloria E. Anzaldúa, Simone de Beauvoir, Lorraine Bethel, Susan Brownmiller.
Στα μέσα της δεκαετίας του 90’ την εμφάνισή του κάνει το τρίτο κύμα φεμινισμού. Στηριζόμενο στα κεκτημένα και τις νίκες των προηγούμενων κυμάτων και ασκώντας κριτική σε διάφορες πτυχές τους, προσπάθησε να ολοκληρώσει τις ημιτελείς προσπάθειες για την επίτευξη των στόχων του Φεμινιστικού Κινήματος. Οι κύριες θεματικές με τις οποίες ασχολείται ο φεμινισμός του τρίτου κύματος σχετίζονται με τη βία-βιασμό, τη παρενόχληση, την ενδοοικογενειακή βία, το δικαίωμα αναπαραγωγής, με θέματα σεξουαλικής απελευθέρωσης, την υποστήριξη μονογονεϊκων οικογενειών κ.α. Βασικό παράδειγμα του τρίτου κύματος του φεμινισμού είναι το λεγόμενο «Colonize This!». Πρόκειται για μια ανθολογία γραπτών νεαρών γυναικών που θίγουν θέματα όπως το ανθρώπινο φύλο, το ρατσισμό, τον εθνικισμό καθώς και την ομοφυλοφιλική ταυτότητα. Κάποιες από τις πιο γνωστές φεμινίστριες του τρίτου κύματος είναι οι: Kathleen Hanna, Jean Kilbourne, Inga Muscio.
Σε μια κοινωνία πλέον, σαν αυτή της Ελλάδας του 21ου αιώνα, πολυπολιτισμική και πρέσβειρα του διαφορετικού, οι γυναίκες έχουν καταφέρει να κατακτήσουν μια υψηλή θέση στην ιεραρχία. Δεν σταματούν να αποδεικνύουν πόσο ικανές είναι, διαπρέποντας στους τομείς της επιστήμης, της τεχνολογίας, της μόδας, καθώς και σε ότι τις περικλείει. Βγάζοντας τα πέρα ταυτόχρονα ως σύζυγοι, μητέρες, αλλά και σωστοί επαγγελματίες, δε σταματούν στιγμή να διεκδικούν αυτά που τους ανήκουν.
«Στην πολιτική, αν θέλεις να ειπωθεί κάτι, ρώτα έναν άντρα.
Αν θέλεις να γίνει κάτι, ρώτα μια γυναίκα»
Margaret Thatcher
* Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου φοιτεί στο τέταρτο έτος του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Παράλληλα εργάζεται στην Grecruitment, μια εταιρία επιλογής προσωπικού, ως Junior Recruiter. Έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις του Ελληνικού Κοινοβουλίου, με τελευταία αυτή που διενεργήθηκε το έτος 2017 – 2018, εκπροσωπόντας τη θέση του βουλευτή στην Επιτροπή Δημοσίας Διοιήκησης, Τάξης και Δικαιοσύνης. Παράλληλα έχει συνεισφέρει ως εθελόντρια στο World Academic Exposition (WAVE), ένα επιστημονικό εκθεσιακό συνέδριο, που διοργανώνει ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός AFIXIS. Στον ελεύθερο της χρόνο ασχολείται με τη μουσική. Γνωρίζει πολύ καλά αγγλικά,γερμανικά και γαλλικά. Πιστεύει πως η πολιτική είναι το κλειδί για την ευημερία, μόνο όμως όταν αυτή ασκείται ανιδιοτελώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου