Το άρθρο 29 παρ.2 Κ.Χ.Ε.Ε. αναγνωρίζει στις Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος τη δυνατότητα να ρυθμίζουν τα οργανωτικά τους ζητήματα διά κανονισμών.
Παράλληλα, σύμφωνα με το άρθρο 41 του Ν. 4412/2016 καθίσταται σαφές ότι η Εκκλησία εξαιρείται από την εφαρμογή του Ν.4412/2016 και διατηρεί το δικαίωμα της διενέργειας «δημοσίων» διαγωνισμών μέσω δικών της κανονισμών.
Προτού περάσουμε στην κρίση της ανωτέρω διαμορφωθείσας κατάστασης, σκόπιμο είναι να σημειωθεί ότι ήδη από τον Αύγουστο του 2016 η Ελλάδα ενσωμάτωσε στο εθνικό νομοθετικό της πλαίσιο την Ευρωπαϊκή Οδηγία 24/2014 που αφορούσε στη διενέργεια δημοσίων διαγωνισμών, υπηρεσιών, έργων και προμηθειών.
Το νέο πλαίσιο διακρίνεται από διαφάνεια, ευελιξία και ταχείες, ηλεκτρονικές κυρίως, διαδικασίες που επιτρέπουν τόσο στην αναθέτουσα αρχή όσο και στον ενδιαφερόμενο συμμετέχοντα να έχει πρόσβαση στα στοιχεία του διαγωνισμού και να ενημερώνεται με μεγάλη αμεσότητα, μέσα από τις σχετικές πλατφόρμες.
Αξιοσημείωτο είναι ότι εντός ελάχιστου διαστήματος από την έναρξη ισχύος του σχετικού νόμου, η προβλεπόμενη από αυτόν, Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών συστάθηκε (ΠΔ 39/2017) με στόχο την ταχεία προδικαστική ή/και εξωδικαστική επίλυση των ζητημάτων που προκύπτουν στο πλαίσιο ενός δημόσιου διαγωνισμού.
Όπως συνοπτικά περιγράφηκε παραπάνω, οι δημόσιες συμβάσεις, οι συμβάσεις δηλαδή εκείνες οι οποίες διενεργούνται από φορείς του δημοσίου, φορείς που φέρουν δημόσια εξουσία ή/και άλλα νομικά πρόσωπα που απαριθμούνται στον σχετικό πίνακα, διενεργούνται μέσα από ένα, ενιαίο, ευρωπαϊκής προελεύσεως σύστημα διενέργειας. Αυτό δεν συμβαίνει και στο πλαίσιο των νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ειδικότερα, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η Εκκλησία εξαιρείται ρητά από την εφαρμογή του Κανονισμού, ενώ σχεδόν κάθε Μητρόπολη, η οποία προτίθεται να δημοπρατήσει ένα έργο, να αναθέσει μία υπηρεσία ή να προμηθευτεί οτιδήποτε, εκδίδει και εφαρμόζει δικό της, αυτοτελή κανονισμό δημοσίων συμβάσεων.
Μάλιστα, όχι μόνο δεν εφαρμόζεται ο ν. 4412/2016, οι προβλέψεις του τρόπου διενέργειας του διαγωνισμού, οι προθεσμίες και η ηλεκτρονική ανάρτηση αλλά και όσον αφορά στην άσκηση προδικαστικής προσφυγής/ ένστασης κατά όρου διαγωνισμού η πράξης της Αναθέτουσας/Μητρόπολης, η Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών στερείται αρμοδιότητας και τον λόγο έχει η αρμόδια Μητρόπολη.
Περαιτέρω, ιδιαίτερης σημασίας διαφοροποίηση αποτελεί και η απουσία υποχρέωσης προληπτικού ελέγχου του διαγωνισμού από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Μοναδική εξαίρεση, ωστόσο, ως προς την εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου του νόμου 4412/2016 και του προληπτικού ελέγχου αποτελούν οι συμβάσεις που επιδοτούνται ή συγχρηματοδοτούνται από κρατικούς και ευρωπαϊκούς πόρους.
Στις περιπτώσεις επομένως, όπου ένας άλλος φορέας δημόσιας εξουσίας, πέραν της εκκλησίας εμπλέκεται στη διενέργεια του διαγωνισμού, ο διαγωνισμός διενεργείται όπως στο υπόλοιπο της ελληνικής επικράτειας, με βάση τον νόμο περί Δημοσίων Συμβάσεων.
Περαιτέρω, κατά τη μελέτη του πλαισίου συμβάσεων των επί μέρους Μητροπόλεων, αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς ότι πρόκειται για ένα καθεστώς σχεδόν, αν όχι ολοκληρωτικά, ίδιο με αυτό των δημοσίων συμβάσεων του Ν. 4412/2016.
Οι έννοιες που χρησιμοποιούνται, οι διαδικασίες διενέργειας διαγωνισμού και επιλογής του αναδόχου και εν γένει οι αρμοδιότητες της Αναθέτουσας αποτελούν άρθρα σε πλήρη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις και τις προβλέψεις του Ν. 4412/2016.
Ωστόσο, παρά τις τόσες ομοιότητες, οι εκκλησιαστικές συμβάσεις παραμένουν σε διαφορετικό ρυθμιστικό πλαίσιο διακρινόμενες ρητά από τις «δημόσιες συμβάσεις».
Η επιλογή αυτή, του εθνικού νομοθέτη δημοσίων συμβάσεων και του εκκλησιαστικού νομοθέτη αλλά όχι και του ευρωπαϊκού, ο οποίος δεν θίγει το ζήτημα αυτό, θέτει ορισμένα ζητήματα, ενώ σίγουρα αποτελεί απότοκο και συνέχεια μίας προηγούμενης παγιωμένης κατάστασης διάκρισης κράτους και εκκλησίας, η οποία «πρέπει» να υπογραμμίζεται σε κάθε πτυχή της δημόσιας σφαίρας.
Η προβληματική της ενάσκησης δημόσιας εξουσίας εκ μέρους των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων βρίσκεται στη θεματική της ανάπτυξης του δικαιώματος θρησκευτικής αυτονομίας.
Ωστόσο, ο υπό εξέταση νόμος είναι ενιαίος. Η εφαρμογή του πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων, όπως και κάθε άλλου νομοθετήματος που ρυθμίζει βασικές έννοιες για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας οφείλει επίσης να είναι ενιαία.
Οι υπηρεσίες και οι προμήθειες που παρέχονται στα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας προέρχονται από εμπόρους ή επαγγελματίες που υπάγονται στο ελληνικό δίκαιο, ενώ τα έργα που διενεργούνται βρίσκονται, επίσης, εντός της ελληνικής επικράτειας, μέσα στην οποία το δίκαιο εφαρμόζεται με ισότητα και ομοιομορφία.
Άλλωστε, η διαφοροποίηση από το ισχύον καθεστώς, με παράλληλη de facto συμμόρφωση σ’ αυτό, δεν επιφέρει παρά μόνο σύγχυση και τυπικές «διαιρέσεις» μέσα σε μία, ενιαία έννομη τάξη, την ελληνική.
Μέσα από το παρόν άρθρο, τίθεται επομένως ο εξής προβληματισμός: Μήπως, στις περιπτώσεις της εθνικής ενσωμάτωσης ευρωπαϊκών κανονισμών (δημόσιες συμβάσεις, προσωπικά δεδομένα- GDPR και άλλα), όπου η Εκκλησία δρα ως fiscus, στο πλαίσιο της δημόσιας σφαίρας, η κανονιστική αυτορρύθμιση της Εκκλησίας της Ελλάδος πρέπει να περιορίζεται σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης;
Ποιες είναι οι ιδιομορφίες εκείνες των εκκλησιαστικών νομικών πρόσωπων που αιτιολογούν την ύπαρξη και διατήρηση διαφορετικών καθεστώτων;
Από τη Μαρία – Ωραιοζήλη Κουτσουπιά,
δικηγόρο, ΜΔΕ Δημοσίου Δικαίου, υπ. διδάκτορα Νομικής ΕΚΠΑ
ΠΗΓΗ - https://www.eleftheria.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου