Υπογράφει ο νεαρός κύριος, Γιάννης Δεγαΐτης
Ο Γιάννης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπουδάζει στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο τρίτο έτος. Έχει υπάρξει ενεργό μέλος ορισμένων ΜΚΟ και εθελοντικών οργανώσεων, όπως η Διεθνής Αμνηστία κι η Greenpeace Greece. Ασχολείται με τη ρητορική και έχει πάθος με την πολιτική επιστήμη και την ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά.
Η βία κατά των γυναικών είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο παγκόσμιου χαρακτήρα, το οποίο δεν γνωρίζει κοινωνικά, οικονομικά ή εθνικά σύνορα. Συνιστά κατάφωρη και επαίσχυντη παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη κάθε δικαιοκρατούμενης και φιλελεύθερης κοινωνίας.
Δυστυχώς, όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει το ίδιο και στην Τουρκία, όπου το ολοκληρωτικό καθεστώς του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σωπαίνει εκκωφαντικά στα καθημερινά πλέον περιστατικά έμφυλης βίας. Αν ρίξουμε μία ματιά στα επίσημα στοιχεία κάθε άλλο παρά θα διαψευστεί η παραπάνω παρατήρηση. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το 38% των γυναικών στην Τουρκία δηλώνουν ότι έχουν πέσει θύματα κακοποίησης από μέλη της οικογένειάς τους, ενώ ο ιστότοπος «We stop femicides» κάνει λόγο για 500 δολοφονίες γυναικών εντός του 2020, τη στιγμή που ο αντίστοιχος αριθμός ανερχόταν σε 474 το 2019 και 440 το 2018. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις οι δράστες παρέμειναν αναιτιολόγητα ατιμώρητοι, ενώ δεν είναι λίγες οι δολοφονίες που «βαφτίστηκαν» αυτοκτονίες. Παρά τους τρομακτικούς αυτούς αριθμούς, το κυβερνών κόμμα AKP αποφάσισε να αποχωρήσει από τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και Καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, τη γνωστή και ως Σύμβαση Κωνσταντινούπολης.
Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης υπεγράφη το 2011, ετέθη σε ισχύ την 1η Αυγούστου 2014, ενώ μέχρι τον Μάρτιο του 2019 είχε υπογραφεί από 46 χώρες. Το κείμενο αυτό καθιστά σαφές ότι η βία κατά των γυναικών κι η ενδοοικογενειακή βία δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται ιδιωτικές υποθέσεις υποχρεώνοντας παράλληλα τα συμβαλλόμενα κράτη να λάβουν νομοθετικά μέτρα και να διαθέσουν πόρους, προκειμένου να επιτύχουν μηδενική ανοχή στην έμφυλη βία. Η υπογραφή και επικύρωση της Σύμβασης από τα κράτη κατά τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου σημαίνει ότι εφεξής η καταπολέμηση αυτού του είδους βίας δεν εναπόκειται στην διακριτικής τους ευχέρεια, αλλά αντίθετα συνιστά νομικά δεσμευτική τους υποχρέωση. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι στο προστατευτικό της πεδίο εντάσσονται και οι άντρες εκείνοι, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με κάθε μορφής βία.
Είναι εν τέλει έγκυρη η αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης; Η απάντηση είναι καταφατική, καθώς το άρθρο 80 αυτής εγκαθιδρύοντας δικαίωμα κάθε κράτους να προβεί καθ’ οποιονδήποτε χρόνο σε καταγγελία της παρούσας Σύμβασης δεν αφήνει περιθώρια για διαφορετική ερμηνεία. Η νομική, ωστόσο, εγκυρότητα της πράξης καθεαυτής δεν θα πρέπει να μας αποπροσανατολίσει από την ουσία του πραγματικού προβλήματος. Κι αυτό δεν είναι άλλο από την σταδιακή κατάργηση του κράτους δικαίου και την απομάκρυνση της Τουρκίας από κάθε έννοια νομιμότητας και συνταγματικότητας, που μεθοδεύεται ποικιλοτρόπως με τις ευλογίες των επίσημων πολιτειακών αρχών. Μάλιστα, στο σημείο αυτό ,αν λάβει κανείς υπόψη τη θλιβερή, πλην όμως αντιπροσωπευτική, κατάταξη της Τουρκίας στις τελευταίες θέσεις στους παγκόσμιους δείκτες ελευθερίας του τύπου και ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, θα καταλήξει στο εξής συμπέρασμα: την επικίνδυνη εν έτει 2021 στροφή της Τουρκίας προς έναν σύγχρονο μεσαιωνισμό.
Έπειτα από σωρεία αντιδράσεων στο εσωτερικό της Τουρκίας και τη διενέργεια μαζικών διαδηλώσεων στην Άγκυρα, την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη κι άλλες μεγάλες πόλεις, οι οποίες στρέφονταν κατά της αποχώρησης από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η τουρκική κυβέρνηση προκειμένου να κατευνάσει τα πνεύματα έσπευσε να δικαιολογήσει την απόφαση της αυτή υπογραμμίζοντας ότι «Η εν λόγω Σύμβαση, ενώ αρχικά προοριζόταν για την προώθηση των συμφερόντων των γυναικών, καταλήφθηκε εν συνεχεία από μία ομάδα ανθρώπων που προσπαθούν να ομαλοποιήσουν την ομοφυλοφιλία, η οποία είναι ασυμβίβαστη με τις κοινωνικές και οικογενειακές αξίες της Τουρκίας. Εξ ου και η απόσυρση». Έχουν πράγματι λογική βάση οι αιτιάσεις της Άγκυρας; Μία απλή επισταμένη μελέτη των διατάξεων και των σκοπών της Συμφωνίας αυτής σε συνδυασμό με παρακολούθηση του τρόπου εφαρμογής της στην πράξη θα επέτρεπε στον καθένα να αντιληφθεί πλήρως πως δεν έχει ουδεμία «κρυφή ατζέντα», ούτε προφανώς υποχρεώνει τα άτομα να μεταβάλλουν τον τρόπο ζωής τους, παρά μόνο επαγρυπνεί για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας και κάθε είδους συμπεριφορών, οι οποίες αναχαιτίζουν την πρόοδο της ισότητας των φύλων.
Η επόμενη μέρα στην Τουρκία για την γυναίκα κάθε άλλο παρά αισιόδοξη φαντάζει, καθώς δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο νομοθετικό εχέγγυο ικανό να προασπίσει τα αυτονόητα για μία πολιτισμένη κοινωνία δικαιώματα των γυναικών. Αν συνδυάσουμε τα στοιχεία αυτά με τη συχνότατη ρητορική μίσους και απαξίωσης που αναπαράγεται από επίσημους φορείς της τουρκικής πολιτείας, θα διαγνώσουμε αμέσως την επικινδυνότητα της κατάστασης. Ενδεικτικό, μάλιστα, είναι το γεγονός ότι μόνο την 20η Μαρτίου 2021, ημέρα που αποχώρησε η Τουρκία από την Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, σημειώθηκαν 4 δολοφονίες γυναικών σύμφωνα με τουρκικά μέσα ενημέρωσης. Θα ήταν, ωστόσο, λάθος να ταυτίσουμε το φαινόμενο της έμφυλης βίας με την εν λόγω χώρα, δεδομένου ότι καταγράφονται αρκετά ανάλογα περιστατικά και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, ενώ 6 χώρες της ΕΕ (Βουλγαρία, Ουγγαρία, Τσεχία, Λετονία, Λιθουανία και Σλοβακία) δεν έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση αυτή και η Πολωνία έχει ήδη λάβει μέτρα για την αποδέσμευσή της από τις αντίστοιχες νομικές της υποχρεώσεις. Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι ότι αρκετές άλλες χώρες σκέπτονται να πράξουν αναλόγως αδιαφορώντας πλήρως για το κόστος της επιλογής τους αυτής στην καθημερινή ζωή εκατομμύρια γυναικών και όχι μόνο.
Διαβάζοντας κανείς τα παραπάνω ενδέχεται να εφησυχαστεί σκεπτόμενος ότι οι βαρβαρότητες αυτές λαμβάνουν χώρα σε ένα αν μη τι άλλο αυταρχικό καθεστώς και ίσως τις δικαιολογήσει ως έναν βαθμό. Έπειτα, ωστόσο, αφού αναλογιστεί τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε παγκόσμιο επίπεδο ως προς την καταπάτηση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τον υποβιβασμό του ανθρώπου σε μέσο για την επίτευξη πολιτικών σκοπιμοτήτων, είναι βέβαιο πως θα αντιδράσει και θα κινητοποιηθεί για την ανατροπή των κακώς κειμένων. Κυρίως, όμως, δεν θα πρέπει να ξεχνάει πως ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν έχει ούτε σύνορα ούτε τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου